Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

Άλλη μία υπέροχη μέρα ξημέρωσε στον Βόρειο Πόλο. Δεν ήταν όμως μία συνηθισμένη μέρα όπως τις άλλες. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς! Στο Ξωτικοχωριό, όλα τα ξωτικά ήταν πολύ χαρούμενα. Εβδομάδες ολόκληρες περίμεναν να έρθει αυτή η πολυπόθητη μέρα. Παντού έβλεπες χαρούμενα πρόσωπα και στην αγορά επικρατούσε μεγάλη κίνηση. Άλλα ξωτικά προμηθεύονταν τα απαραίτητα υλικά για το βραδινό τραπέζι, ενώ άλλα αγόραζαν φανταχτερά ρούχα για το πάρτι που ήταν προσκεκλημένα. Όπως καταλαβαίνετε, στο Ξωτικοχωριό είχε πολύ κίνηση.

Όλα τα ξωτικά αγαπούσαν πολύ αυτή τη μέρα, καθώς τους προσφέρονταν η ευκαιρία να περάσουν ευχάριστες στιγμές με αγαπημένα πρόσωπα, υποδεχόμενα ταυτόχρονα το νέο έτος. Για τα ξωτικά όμως του Άγιου Βασίλη, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς σήμαινε κάτι περισσότερο, καθώς έπρεπε να γίνουν οι τελευταίες προετοιμασίες για τα παιχνίδια που θα παραδίδονταν στα παιδιά. Τις τελευταίες εβδομάδες πριν την παραμονή δούλευαν ασταμάτητα στο εργαστήριο, για να είναι έτοιμα εγκαίρως τα δώρα των παιδιών όλου του κόσμου. Αν και η δουλειά τους ήταν δύσκολη, την εκτελούσαν με κέφι και χαρά, διότι η σκέψη της αντίδρασης των παιδιών στη θέα των δώρων τους ήταν εκείνη που τους έδινε τη δύναμη να φέρουν εις πέρας το έργο τους.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τα ξωτικά του Άγιου Βασίλη από τα ξημερώματα βρίσκονταν στο εργαστήριο, καθώς έπρεπε όλα τα παιχνίδια να τοποθετηθούν σε πακέτα. Με μεγάλη προσοχή τα έβαζαν μέσα σε αυτά και έπειτα τα τύλιγαν με χρωματιστά περιτυλίγματα και φανταχτερές κορδέλες. Στο εργαστήριο τους επικρατούσε ευχάριστη ατμόσφαιρα: Παντού άκουγες γιορτινά τραγούδια, γέλια και χαρούμενες φωνές. Κόντευε μεσημέρι και τύλιγαν τα τελευταία πακέτα, όταν ξαφνικά η πόρτα του εργαστηρίου άνοιξε απότομα και μπήκε μέσα ο επικεφαλής των ξωτικών. Τα ξωτικά παρατήρησαν ότι ήταν σκυθρωπός και λυπημένος:

– Τι σου συμβαίνει αφεντικό; Γιατί είσαι λυπημένος;

-Συγγνώμη που θα χαλάσω το ευχάριστο κλίμα που επικρατεί, αλλά συνέβη κάτι τρομερό….. τους απάντησε θλιμμένα ο επικεφαλής.

Τι έγινε; Θα μας πεις επιτέλους;……. τον ρώτησαν με αγωνία τα ξωτικά.

Ο επικεφαλής τους , αφού πήρε πρώτα μια βαθιά ανάσα, τους απάντησε:

– Είμαι στη δυσάρεστη θέση να σας ενημερώσω ότι πριν από λίγο επικοινώνησε μαζί μου η σύζυγος του Άγιου Βασίλη και μου είπε ότι ο σύζυγός της από χτες το απόγευμα δεν γύρισε στο σπίτι τους. Με άλλα λόγια, εξαφανίστηκε!

Πάγωσαν οι παρευρισκόμενοι στο άκουσμα αυτής της είδησης. Ο Άγιος Βασίλης να εξαφανιστεί; Γιατί; Αυτό δεν είχε γίνει ποτέ και μάλιστα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς! Γρήγορα την έκπληξη που ένοιωσαν στο άκουσμα της είδησης αυτής τη διαδέχτηκε ο πανικός:

– Τι είναι αυτά που λες αφεντικό; Πώς είναι δυνατόν να εξαφανιστεί ο Άγιος Βασίλης;

– Μήπως του συνέβη κάτι κακό;

– Μα χωρίς τον Άγιο Βασίλη, πώς θα μοιραστούν τα δώρα στα παιδιά;

– Ηρεμήστε συνάδελφοι! Μην σας πιάνει πανικός! Αυτή την στιγμή διεξάγονται έρευνες για τον εντοπισμό του. Ας ελπίσουμε να βρεθεί σώος και αβλαβής, πριν την ώρα της παράδοσης των δώρων. Τώρα επιστρέψτε πίσω στα καθήκοντά σας!……. είπε ο επικεφαλής και αποχώρησε από το εργαστήριο.

Τα ξωτικά τον υπάκουσαν. Η ατμόσφαιρα όμως δεν ήταν πια η ίδια με πριν. Όλοι ήταν θλιμμένοι και ανήσυχοι για την εξαφάνιση του Άγιου Βασίλη:

– Λέτε να έπεσε θύμα απαγωγής;

– Μα ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Όλοι μας αγαπάμε τον Άγιο Βασίλη και κανένας μας δε θέλει να του κάνει κακό.

– Μήπως έπαθε κάτι; Μην ξεχνάτε ότι είναι μεγάλος άνθρωπος.

– Δεν το νομίζω. Ο Άγιος Βασίλης σφύζει από υγεία.

– Ό,τι και να του συνέβη, ελπίζω να βρεθεί πριν το βράδυ. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ τα θλιμμένα προσωπάκια των παιδιών μόλις δουν ότι τα δώρα τους δεν είναι κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

-Ας μην πανικοβαλλόμαστε παιδιά! Αυτή τη στιγμή γίνεται έρευνα για τον εντοπισμό του. Γρήγορα θα βρεθεί.

Οι ώρες κυλούσαν και ο Άγιος Βασίλης ήταν ακόμα άφαντος. Ένα ξωτικό, το οποίο ανέλαβε τον ρόλο του μαντατοφόρου, κάθε μία ώρα πήγαινε στο γραφείο του επικεφαλή για να ενημερώνει τους υπόλοιπους για τις εξελίξεις στην υπόθεση του αγνοούμενου Άγιου Βασίλη:

-Τα νέα δεν είναι καθόλου καλά! Οι αρχές ψάχνουν σπιθαμή προς σπιθαμή όλο τον Βόρειο Πόλο, αλλά πουθενά ο Άγιος! Λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε!

Όλα τα ξωτικά βυθίστηκαν σε μεγάλη απελπισία. Είχε πλησιάσει ήδη το απόγευμα και εάν ο αγνοημένος δεν εμφανιζόταν, τότε τα παιδιά δυστυχώς δε θα είχαν δώρα εκείνη τη χρονιά.

Μεγάλη σιωπή επικράτησε στο εργαστήριο. Όλοι ήταν βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Ξαφνικά, ένα από τα ξωτικά, ο Ατρόμητος, έσπασε τη σιωπή και πρότεινε μία φοβερή ιδέα:

– Αγαπητοί μου φίλοι, έχω μία καταπληκτική ιδέα, που αναμφίβολα θα λύσει το πρόβλημά μας.

– Και ποια είναι αυτή η ιδέα;……. τον ρώτησαν οι υπόλοιποι.

-Να βρούμε εμείς τον Άγιο Βασίλη!

Τα ξωτικά γούρλωσαν τα μάτια τους από την έκπληξη! Πώς μπορούσαν εκείνα να βρουν τον Άγιο Βασίλη; Απλοί εργάτες ήταν, όχι ντεντέκτιβ! Ο Ατρόμητος, καταλαβαίνοντας την απορία των συναδέλφων του, εξήγησε αμέσως τη σκέψη του:

– Όπως βλέπετε, οι έρευνες που διεξάγονται για τον εντοπισμό του πολυαγαπημένου μας Άγιου δεν αποδίδουν καρπούς. Προτείνω λοιπόν τρεις από εμάς να αναλάβουμε την υπόθεση. Εγώ με χαρά προσφέρομαι να βοηθήσω στη διαλεύκανση του μυστηρίου. Από τους υπόλοιπους ποιοι θέλουν να έρθουν;

– Εγώ! Με χαρά μου θα βοηθήσω στην εύρεση του Άγιου Βασίλη!….. φώναξε ένα από τα ξωτικά, ο Εξυπνούλης.

-Κι εγώ θέλω να συμμετέχω σε αυτήν την αποστολή!…… είπε η Ομορφούλα, ένα ξωτικό που ήταν κορίτσι με χρυσές μπούκλες.

– Υπέροχα! Εμείς οι τρεις θα κάνουμε τη δική μας έρευνα. Εσείς οι υπόλοιποι επιστρέψτε στις δουλειές σας και σύντομα θα γυρίσουμε πίσω με τον Άγιο Βασίλη.

Τα ξωτικά υπάκουσαν και επέστρεψαν στα καθήκοντά τους. Εντωμεταξύ ο Ατρόμητος, ο Εξυπνούλης και η Ομορφούλα βγήκαν έξω από το εργαστήριο κι άρχισαν να συζητούν τον τρόπο που θα οργανώσουν την έρευνά τους. Πρώτη τον λόγο πήρε η Ομορφούλα:

-Σύμφωνα με τον επικεφαλή μας, ο Άγιος Βασίλης εξαφανίστηκε χτες το απόγευμα. Πιστεύω ότι επρόκειτο για μια υπόθεση απαγωγής.

Ας πάμε στη σύζυγό του για να μάθουμε με ποιους μίλησε την τελευταία φορά. Στη συνέχεια, μπορούμε να τους επισκεφτούμε και να τους ρωτήσουμε εάν έπεσε στην αντίληψή τους κάτι περίεργο.….. πρότεινε ο Εξυπνούλης.

– Λαμπρή η ιδέα σου Εξυπνούλη! …… συμφώνησε ο Ατρόμητος.

Χωρίς να χάσουν χρόνο, ξεκίνησαν για το σπίτι του Άγιου Βασίλη. Όταν έφτασαν, χτύπησαν την πόρτα. Η οικοδέσποινα τους άνοιξε τη πόρτα και, χαμογελώντας τους θλιμμένα, τους είπε:

– Καλησπέρα σας! Τι σας φέρνει στο σπιτικό μου;

– Καλησπέρα σας! Είμαστε ξωτικά που δουλεύουν στο εργαστήριο του συζύγου σας και θα θέλαμε, εάν δεν σας είναι κόπος, να μας πείτε ποιους σκόπευε ο άντρας σας να επισκεφτεί χτες, πριν εξαφανιστεί…….της είπε ο Ατρόμητος.

– Μα γιατί; Σας έστειλαν οι αρχές;

– Όχι. Εμείς πραγματοποιούμε μια δική μας έρευνα για τον εντοπισμό του Άγιου Βασίλη. Εάν απαντήσετε στην ερώτησή μας, θα μας βοηθούσατε πολύ…… είπε ο Εξυπνούλης.

– Εντάξει, θα σας πω. Ο άντρας μου χτες θα πήγαινε στο καθαριστήριο ρούχων για να πάρει τη στολή του, μετά στο ζαχαροπλαστείο για να πάρει γλυκά και τέλος θα πήγαινε στον εκπαιδευτή των ταράνδων του, για να επιβλέψει τη δουλειά του.

– Σας ευχαριστούμε πολύ! Μην ανησυχείτε καθόλου για τον σύζυγό σας. Θα τον βρούμε και θα είναι πάλι κοντά σας….. της είπε η Ομορφούλα, προσπαθώντας να της δώσει κουράγιο.

– Το ελπίζω.…..της αποκρίθηκε λυπημένα εκείνη…. Καλή συνέχεια στην έρευνά σας!

Οι τρεις φίλοι αποχώρησαν από το σπίτι του Άγιου Βασίλη και πήραν το δρόμο για το καθαριστήριο ρούχων. Ο ιδιοκτήτης του, ένας στρυφνός ξερακιανός γεράκος, καθόταν σε μία καρέκλα και διάβαζε μια εφημερίδα, καπνίζοντας την πίπα του. Ο Ατρόμητος, που ανέλαβε τον ρόλο του αρχηγού της έρευνας, πήρε τον λόγο:

-Καλησπέρα σας!

Ο γεράκος σήκωσε το βλέμμα του από την εφημερίδα του και κοίταξε βαριεστημένα τους επισκέπτες του.

-Ο Άγιος Βασίλης εξαφανίστηκε κι εμείς πήραμε από μόνοι μας την πρωτοβουλία να τον βρούμε. Για αυτό τον λόγο, σκεφτήκαμε να επισκεφτούμε τους ανθρώπους με τους οποίους συναντήθηκε πριν εξαφανιστεί. Μάθαμε πως είχε έρθει σε εσάς χτες. Μήπως θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τη συνάντησή σας;

Όση ώρα ο Ατρόμητος εξηγούσε την κατάσταση, ο ιδιοκτήτης του καθαριστηρίου τον κοιτούσε αδιάφορα. Θα προτιμούσε χίλιες φορές να διαβάσει την εφημερίδα του, παρά να συζητάει με ξωτικά που το παίζουν αστυνομικοί. Όταν ο ήρωάς μας ολοκλήρωσε τον λόγο του, ο γέρος του απάντησε απρόθυμα:

– Χτες ήρθε ο Άγιος Βασίλης στο καθαριστήριο μου, πήρε τη στολή του, με πλήρωσε κι έφυγε. Αυτά.

– Τι ώρα περίπου ήρθε σε εσάς;…… τον ρώτησε ο Εξυπνούλης.

– Στις τέσσερις περίπου.

– Και πώς σας φάνηκε όταν ήρθε; Χαρούμενος ή λυπημένος; …… ρώτησε με τη σειρά της η Ομορφούλα.

– Αρκετά ευδιάθετος.

-Ήρθε μόνος του ή με κάποιον φίλο του;

-Μόνος του.

-Όταν έφυγε, μήπως προσέξατε κάποιον να τον ακολουθεί;

– Όχι! Τελειώσατε τώρα με τις ερωτήσεις σας; Φύγετε τώρα από το καθαριστήριο μου! Έχουμε και δουλειές!…… τους φώναξε εκνευρισμένος ο γέρος, ο οποίος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με τις ερωτήσεις των ξωτικών.

-Τελειώσαμε! Σας ευχαριστούμε για τον χρόνο σας! Καλή σας συνέχεια!

-Αντίο! ….. τους είπε απότομα εκείνος , παίρνοντας ξανά στα χέρια του την εφημερίδα του για να τη διαβάσει.

Τα τρία ξωτικά βγήκαν από το καθαριστήριο ρούχων. Επόμενος σταθμός του ήταν το ζαχαροπλαστείο. Μπαίνοντας μέσα, τους υποδέχτηκε μία παχουλή και πρόσχαρη γυναίκα:

-Καλώς ήρθατε στο ζαχαροπλαστείο μου! Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;

– Γεια σας! Ερευνούμε την υπόθεση της εξαφάνισης του Άγιου Βασίλη και θα θέλαμε να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις……. της είπε ο Ατρόμητος.

– Τι; Εξαφανίστηκε; Πώς έγινε αυτό;……. αναρωτήθηκε η ζαχαροπλάστρια, έκπληκτη από την πληροφορία του ξωτικού.

– Οι λόγοι μέχρι τώρα είναι άγνωστοι. Εμείς όμως σκοπεύουμε να τον βρούμε πριν τα μεσάνυχτα. Θα θέλαμε λοιπόν να μας περιγράψετε τη χτεσινή επίσκεψη του Άγιου Βασίλη στο ζαχαροπλαστείο σας.

-Εντάξει. Λοιπόν, ο Άγιος Βασίλης με είχε επισκεφτεί για να αγοράσει μπισκότα σοκολάτας. Όλοι μας γνωρίζουμε την τεράστια αδυναμία που έχει στα γλυκά! Καθώς του ετοίμαζα την παραγγελία του, πιάσαμε την κουβέντα. Μου έλεγε για την γυναίκα του, για τις δουλειές του, για την αγωνία του καθώς ήθελε να είναι όλα στην εντέλεια για το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, για τους ταράνδους του……

-Καταλάβαμε κυρία. Ο Άγιος Βασίλης ήρθε μόνος του στο ζαχαροπλαστείο ή με παρέα; …….. ρώτησε η Ομορφούλα, διακόπτοντας τον λόγο της ζαχαροπλάστριας.

– Μόνος του ήταν. Γιατί ρωτάτε; Θα συναντούσε κάποιον;…….. ρώτησε με περιέργεια η ζαχαροπλάστρια, καθώς από τη φύση της ήταν αρκετά κουτσομπόλα.

– Πώς ήταν η διάθεσή του; ……. τη ρώτησε ο Εξυπνούλης, αγνοώντας την ερώτησή της.

– Ήταν πολύ χαρούμενος ο γλυκός μου. Και γιατί να μην είναι; Όλο το χρόνο ανυπομονεί για τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Χτες μου μιλούσε ασταμάτητα για τη χαρά του που επιτέλους θα μοίραζε πάλι δώρα στα παιδιά! Γενναιόδωρος άνθρωπος! Όχι σαν τον δικό μου σύζυγο που είναι τσιγκούνης και δεν μου αγοράζει τίποτα!

– Αυτά είχαμε να σας ρωτήσουμε. Σας ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σας. Να πηγαίνουμε τώρα.

– Σταθείτε! Δε θέλετε να καθίσετε να σας φιλέψω κάτι;

– Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας,αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε. Πρέπει να βρούμε τον Άγιο Βασίλη το συντομότερο.…… της είπε η Ομορφούλα, αρνούμενη ευγενικά την πρόταση της.

-Καταλαβαίνω. Καλή σας συνέχεια και μακάρι ο Άγιος να βρεθεί σώος και αβλαβής. Μεγάλη έγνοια τον έχω, γιατί είναι φίλος μου καρδιακός.

Τα τρία ξωτικά, αφού αποχαιρέτησαν τη ζαχαροπλάστρια, έφυγαν από το μαγαζί της. Καθώς προχωρούσαν, συζητούσαν για την πορεία της έρευνάς τους:

-Η έρευνα μας δεν πάει καθόλου καλά. Ούτε ο ιδιοκτήτης του καθαριστηρίου ρούχων, ούτε η κυρία που δουλεύει στο ζαχαροπλαστείο δεν πρόσεξαν κάτι περίεργο, το οποίο θα μας βοηθούσε να ρίξουμε φως στην υπόθεσή μας. ……. σχολίασε λυπημένος ο Ατρόμητος.

-Μακάρι να βρεθούν γρήγορα στοιχεία που θα μας οδηγήσουν στην εύρεση του Άγιου Βασίλη. Όλοι οι φίλοι μας βασίζονται πάνω μας. Αν δεν μπορέσουμε να τον βρούμε, τα παιδιά δε θα έχουν δώρα φέτος. …… είπε ανήσυχα ο Εξυπνούλης, ξεφυσώντας.

– Μην απελπίζεστε παιδιά! Ίσως ο εκπαιδευτής ταράνδων, ο τελευταίος άνθρωπος με τον οποίο μίλησε ο Άγιος Βασίλης χτες, να μας βοηθήσει να λύσουμε το μυστήριο. ……. προσπάθησε να τους ενθαρρύνει η Ομορφούλα.

Σε λίγα λεπτά, οι τρεις ήρωές μας έφτασαν στον στάβλο εκπαίδευσης των ταράνδων. Ο στάβλος αυτός ήταν αρκετά μεγάλος και σε κάθε γωνιά του έβλεπες ταράνδους, μικρούς και μεγάλους, να τρώνε το φαγητό τους ή να είναι συγκεντρωμένοι σε ομάδες. Ο εκπαιδευτής τους, ένας ψηλός γεροδεμένος άνδρας, μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία των ξωτικών στον στάβλο του, τους πλησίασε για να τους υποδεχτεί:

– Καλώς τα ξωτικά! Ποιος καλός άνεμος σας έφερε στον στάβλο μου;

– Ερευνούμε την υπόθεση της εξαφάνισης του Άγιου Βασίλη και θα θέλαμε να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις. ……. τον πληροφόρησε ο Ατρόμητος.

– Σας ακούω.

– Από τη σύζυγο του αγνοουμένου, πληροφορηθήκαμε ότι χτες το απόγευμα είχε έρθει σε εσάς. Θα θέλαμε να μας μιλήσετε για την επίσκεψή του σε εσάς. ……. του είπε ο Εξυπνούλης.

-Μετά χαράς! Χτες ο Άγιος Βασίλης με επισκέφτηκε για να επιβλέψει την εκπαίδευση των ταράνδων, καθώς ήθελε να είναι σε φόρμα για το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Όπως ήταν φυσικό, έμεινε ευχαριστημένος. Λογικό! Αφού εμπιστεύτηκε τους ταράνδους του σε εμένα, τον καλύτερο εκπαιδευτή σε όλο τον Βόρειο Πόλο!

– Και μετά την επιθεώρησή του, τι έκανε; ….. ρώτησε η Ομορφούλα.

– Μετά καθίσαμε και κουβεντιάσαμε λίγο. Συζητούσαμε για τις δουλειές μας κυρίως. Εγώ του έλεγα πόσο τέλεια ανταποκρίνομαι στις απαιτήσεις της δουλειάς μου κι εκείνος με επιδοκίμαζε. Μου έλεγε <<Μπράβο σου! Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που εκπαιδεύεις τους ταράνδους!>> κι εγώ του απαντούσα ταπεινά << Τα παραλές αγαπητέ μου. Όλοι οι εκπαιδευτές ταράνδων έτσι είναι.>>. Εκείνος όμως επέμενε, υποστηρίζοντας ότι δεν μετάνοιωσε στιγμή που διάλεξε εμένα για εκπαιδευτή των ταράνδων του. Φούσκωσα σαν το παγώνι από τα λόγια του. Βλέπετε, εγώ από μικρό παιδί δούλευα δίπλα στον πατέρα μου, ο οποίος είχε το ίδιο επάγγελμα με εμένα και με τα χρόνια εξελίχθηκα σε αυτό που είμαι σήμερα: Ένας ταλαντούχος και διάσημος επαγγελματίας. Ακόμα και τον πατέρα μου ξεπέρασα! Για αυτό και ο Άγιος Βασίλης με ξεχώρισε ανάμεσα σε όλους τους άλλους εκπαιδευτές που, σε αντίθεση με εμένα, είναι ατάλαντοι.

– Τι ώρα έφυγε από τον στάβλο σας;

-Κατά το βραδάκι.

– Έφυγε μόνος του; Μήπως σας είπε πού θα πήγαινε;

– Μόνος του έφυγε. Μου είπε ότι θα πήγαινε στο σπίτι του για να ξεκουραστεί.

– Εντάξει. Σας ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σας! Θα πρέπει να πηγαίνουμε τώρα.

-Αντίο σας! Αν έχετε κάποιον γνωστό που θέλει να εξημερώσει τον τάρανδό του, να τον στείλετε σε εμένα! Όχι σε κάποιον άλλο!

Τα τρία ξωτικά έφυγαν από το στάβλο του εκπαιδευτή, απογοητευμένα που ούτε η μαρτυρία του τελευταίου δεν τους βοήθησε να ανακαλύψουν την αιτία της εξαφάνισης του Άγιου Βασίλη. Οι ήρωές μας κάθισαν κάτω από ένα δέντρο για να συζητήσουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν:

– Αυτό είναι απαίσιο! Τόση ώρα δεν καταφέραμε να βρούμε πού βρίσκεται ο Άγιος Βασίλης! Κανένα από τα πρόσωπα που ανακρίναμε δεν μπόρεσε να μας βοηθήσει! ….. σχολίασε ο Εξυπνούλης.

– Μήπως γνωρίζουν κάτι και μας το κρατούν κρυφό; ……. αναρωτήθηκε η Ομορφούλα.

-Δεν το νομίζω. Δεν είχαν κάτι να κερδίσουν από την εξαφάνιση του Άγιου Βασίλη.

-Μην απελπίζεστε παιδιά! Ας πάμε να ρωτήσουμε τους κατοίκους του Ξωτικοχωριού. Ίσως εκείνοι να πρόσεξαν κάτι ύποπτο ……. πρότεινε ο Ατρόμητος, προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία του από τους φίλους του.

Έτσι κι έγινε. Δυστυχώς όμως, κανένας από τους ντόπιους δεν μπόρεσε να τους βοηθήσει. Οι τρεις φίλοι , απογοητευμένοι από την έκβαση της έρευνάς τους , αποφάσισαν να τα παρατήσουν και με βαριά καρδιά ξεκίνησαν για το εργαστήριο των ξωτικών, για να ανακοινώσουν στους συναδέλφους τους τα δυσάρεστα νέα. Ξαφνικά, ένας δυνατός αέρας φύσηξε, παρασέρνοντας το πράσινο σκουφί του Εξυπνούλη μακριά :

– Το σκουφί μου! ……. φώναξε ο Εξυπνούλης κι άρχισε να τρέχει για να το πιάσει, με τον Ατρόμητο και την Ομορφούλα να τρέχουν ξοπίσω του.

Ο αέρας παρέσυρε το σκουφί μακριά στο δάσος. Ο ιδιοκτήτης του έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να το πιάσει, ώσπου σκόνταψε και έπεσε στο έδαφος. Ανασηκώθηκε και κοίταξε το σημείο που σκόνταψε. Αρχικά νόμιζε ότι έπεσε πάνω σε ξύλο. Αυτό όμως που αντίκρισε όχι μόνο ξύλο δεν ήταν, αλλά τον έκανε να μείνει με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη!

– Ατρόμητε! Ομορφούλα! Ελάτε γρήγορα!

– Τι συμβαίνει; …… τον ρώτησαν εκείνοι, φτάνοντας λαχανιασμένοι στο σημείο που ήταν ο φίλος τους.

– Κοιτάξτε! ….. τους φώναξε ο Εξυπνούλης, δείχνοντας το αντικείμενο στο οποίο έπεσε πάνω του.

Τα δύο ξωτικά κοίταξαν εκεί που τους υποδείκνυε και αυτό που είδαν τους έκοψε την ανάσα! Ήταν ο σκούφος του Άγιου Βασίλη, ενώ παράλληλα στο έδαφος διακρίνονταν πατημασιές!

– Πώς βρέθηκε ο σκούφος του αγνοούμενου εδώ; ……. αναρωτήθηκε έκπληκτος ο Ατρόμητος.

– Δεν ξέρω, αλλά από ότι φαίνεται, ο Άγιος Βασίλης θα πρέπει να ήταν για κάποιο λόγο στο δάσος …. συμπέρανε ο Εξυπνούλης.

– Ας ακολουθήσουμε τα ίχνη! Σίγουρα αυτά θα μας οδηγήσουν στον Άγιο Βασίλη. …… πρότεινε η Ομορφούλα, παίρνοντας μαζί της τον σκούφο του Άγιου.

Τα τρία ξωτικά άρχισαν να ακολουθούν τα ίχνη και γρήγορα βρέθηκαν μπροστά σε έναν μεγάλο πύργο. Ο πύργος φαινόταν ετοιμόρροπος , σημάδι ότι θα ήταν πολλών ετών. Χωρίς να διστάσουν καθόλου, οι ήρωές μας άνοιξαν εύκολα την μεγάλη χαλασμένη πόρτα του , μπήκαν μέσα κι άρχισαν να αναβαίνουν τη ξύλινη σκάλα του. Μέσα στον πύργο δεν υπήρχε ούτε ένα παράθυρο. Μόνο οι αναμμένες δάδες στους τοίχους έδιναν λίγο φως στον σκοτεινό χώρο. Το τρίξιμο της σκάλας σε κάθε βήμα τους, καθιστούσε τα τρία ξωτικά πολύ προσεκτικά. Καθώς πλησίαζαν στον τελευταίο όροφο του πύργου, μπορούσαν να ακούσουν τσιριχτά γέλια και όταν έφτασαν αντίκρισαν μια γριά μάγισσα η οποία μαγείρευε στο καζάνι της ένα παχύρρευστο πράσινο υγρό. Η μάγισσα ήταν πολύ άσχημη: Είχε γαμψή γερακίσια μύτη, ένα πρόσωπο γεμάτο σπυριά και γκρίζα ανάκατα μαλλιά. Επιπλέον είχε καμπούρα, ήταν κοκαλιάρα και φορούσε ένα μαύρο μπαλωμένο φόρεμα. Τα νύχια της, μαύρα και αυτά, ήταν μεγάλα και γαμψά. Απέναντι από τη μάγισσα, πάνω σε ένα σιδερένιο τραπέζι κείτονταν μία σφαίρα. Μέσα στη σφαίρα ήταν φυλακισμένος ο Άγιος Βασίλης!

-Καλή μου μάγισσα, να χαρείς, άφησέ με ελεύθερο! …… την παρακαλούσε ο Άγιος Βασίλης.

– Με τίποτα! Όσο και να με παρακαλάς, δεν πρόκειται να σε ελευθερώσω! …… του απάντησε εκείνη με τη τσιριχτή φωνή της……. Το σχέδιό μου πάει περίφημα! Κι εσύ δεν περίμενα να ήσουν τόσο ανόητος! Μεταμορφώθηκα σε κουνελάκι, σε πλησίασα και σου είπα ότι δήθεν έχασα τη μανούλα μου στο δάσος , εκλιπαρώντας τη βοήθειά σου. Εσύ, χωρίς δεύτερη σκέψη, ήρθες μαζί μου κι όταν απομακρυνθήκαμε αρκετά, σε αποκάλυψα ποια πραγματικά είμαι και μέχρι να πεις κύμινο σε φυλάκισα σε αυτή τη σφαίρα. Με αυτόν τον τρόπο, δε θα μπορέσεις να μοιράσεις τα δώρα στα παιδιά , με αποτέλεσμα αυτά να στεναχωρηθούν!

Η γριά μάγισσα συνέχισε να μιλάει, εκθειάζοντας το πονηρό σχέδιό της. Τα τρία ξωτικά, κρυμμένα πίσω από την πόρτα, άκουγαν σοκαρισμένα τους σκοπούς της:

-Ώστε αυτή η μάγισσα ήταν η αιτία της εξαφάνισης του Άγιου Βασίλη. …… ψιθύρισε η Ομορφούλα.

– Πρέπει να τον ελευθερώσουμε γρήγορα από τη σφαίρα. …… ψιθύρισε με τη σειρά του ο Εξυπνούλης.

– Καταρχάς πρέπει να τον πάρουμε μακριά από τον πύργο. Προτείνω να πάμε όσο πιο αθόρυβα μπορούμε μέχρι το τραπέζι, να πάρουμε τη σφαίρα και να φύγουμε μακριά από εδώ. Στη συνέχεια σκεφτόμαστε τον τρόπο για να τον απελευθερώσουμε. ….. πρότεινε ο Ατρόμητος, ο οποίος βαθιά μέσα του επιθυμούσε να φύγει γρήγορα από αυτό το μέρος, γιατί τον τρόμαζε.

Τα τρία ξωτικά προσπάθησαν να πλησιάσουν το τραπέζι, αλλά δυστυχώς η μάγισσα αντιλήφθηκε γρήγορα την παρουσία τους:

-Ποιοι είστε εσείς και πώς τολμάτε να εισβάλετε στον πύργο μου; …….. τσίριξε θυμωμένη, στρέφοντας το μαγικό της ραβδί καταπάνω τους.

– Ελευθέρωσε αμέσως τον Άγιο Βασίλη! ……. της φώναξε ο Ατρόμητος.

-Ποτέ!

– Θα το κάνεις! Αλλιώς θα δεις τι έχεις να πάθεις!…… την απείλησε ο Εξυπνούλης.

– Σιγά μην σας φοβηθώ! Γιατί; Τι θα μου κάνετε; Δεν είστε τίποτα άλλο παρά τρία ανόητα ξωτικά που χώνουν τη μύτη τους στις δουλειές των άλλων! Τόσο καιρό σχεδίαζα την απαγωγή του Άγιου Βασίλη. Κάθε χρόνο όλα τα παιδιά του κόσμου περιμένουν με αγωνία τον ερχομό του. Δεν φαντάζεστε πόσο σιχαίνομαι τα γέλια τους και κυρίως τα χαμογελαστά τους πρόσωπα στη θέα των δώρων τους! Για να βάλω τέλος σε όλο αυτό, σκέφτηκα ότι εάν ο Άγιος Βασίλης δε θα μπορούσε να τους φέρει παιχνίδια, θα στεναχωριόντουσαν πολύ.

– Καλά δεν ντρέπεσαι λίγο; Πώς μπορείς και είσαι τόσο κακιά;

– Δεν με νοιάζει η άποψή σας! Δεν πρόκειται να σας αφήσω να καταστρέψετε το σχέδιό μου! Αν δεν φύγετε αμέσως από τον πύργο μου, θα σας μεταμορφώσω σε βατράχια!

Ο Ατρόμητος και ο Εξυπνούλης ένιωσαν αμήχανα. Η αλήθεια ήταν ότι η μάγισσα ήταν πιο ισχυρή από αυτούς και δεν μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν. Η Ομορφούλα όμως, την πλησίασε θαρρετά και κοιτώντας την στα μάτια, τη ρώτησε:

– Γιατί μισείς τόσο πολύ τα παιδιά;

– Γιατί χαίρονται με το παραμικρό! Νομίζουν ότι η ζωή είναι ένα ουράνιο τόξο, ενώ στην πραγματικότητα είναι μίζερη και μαύρη!

– Πράγματι, στη ζωή δεν είναι όλα ρόδινα. Η καθημερινότητά μας είναι γεμάτη δυσκολίες και βάσανα, αλλά υπάρχουν και ευχάριστες στιγμές για τις οποίες αξίζει να ζεις. Τα παιδιά αντικρίζουν αισιόδοξα τη ζωή και χαίρονται με το παραμικρό. Η οπτική που έχουμε απέναντι στη ζωή επηρεάζει σε ένα βαθμό την ψυχοσύνθεσή μας. Εάν ατενίζουμε με αισιοδοξία το μέλλον, αισθανόμαστε καλά και ικανοί να αντιμετωπίσουμε κάθε εμπόδιο, εάν όμως επικεντρωνόμαστε μόνο στα βάσανα, τότε γινόμαστε κατσούφιδες. Αισθάνομαι όμως μάγισσα ότι ο λόγος της άσχημης συμπεριφοράς σου είναι άλλος. Μήπως στο παρελθόν σου συνέβη κάτι που σε έκανε να μισήσεις τα παιδιά;

Ο Ατρόμητος και ο Εξυπνούλης περίμεναν ότι τα λόγια της Ομορφούλας θα έκανα τη μάγισσα έξαλλη. Προς μεγάλη τους έκπληξη όμως, η γρια έσκυψε το κεφάλι της και με σιγανή φωνή είπε:

– Όταν ήμουν μωρό, οι γονείς μου με εγκατέλειψαν σε ένα ορφανοτροφείο γιατί δεν με ήθελαν και η οικογένεια που με υιοθέτησε μου συμπεριφερόταν άσχημα. Επίσης, ήμουν παχουλό κοριτσάκι και για αυτό το λόγο τα υπόλοιπα παιδιά με κορόιδευαν. Δεν είχα κανένα φίλο, ούτε κάποιον να με αγαπάει. Από τότε θέλω να κάνω τα παιδιά δυστυχισμένα. Το βρίσκω άδικο αυτά να έχουν μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία, σε αντίθεση με εμένα που δεν είχα.

Δύο δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της μάγισσας. Η Ομορφούλα την κοίταξε με συμπόνοια:

-Καταλαβαίνω πως αισθάνεσαι. Αλλά και πάλι αυτό που έκανες δεν ήταν σωστό. Προκάλεσες μεγάλη ανησυχία σε όλους μας. Επιπλέον, τα παιδιά δεν έχουν καμία ευθύνη για τα δυστυχισμένα χρόνια που έζησες μικρούλα. Εγώ σου προτείνω το εξής: Αφού τόσο καιρό ζεις μόνη σου στο δάσος, γιατί δεν έρχεσαι να γιορτάσεις μαζί μας την Πρωτοχρονιά;

-Σοβαρά το λες; …… ρώτησε ενθουσιασμένη η μάγισσα.

– Ναι. Αρκεί να ελευθερώσεις τον Άγιο Βασίλη από τη σφαίρα.

– Έγινε …… είπε η μάγισσα. Άφησε τον Άγιο Βασίλη ελεύθερο και όλοι μαζί πήραν τον δρόμο για το εργαστήριο.

Τα υπόλοιπα ξωτικά, μόλις είδαν τον αγαπημένο τους Άγιο μπροστά τους να μπαίνει μέσα στο χώρο εργασίας τους, έτρεξαν να τον υποδεχτούν με γέλια και φωνές, χαρούμενα που ήταν σώος και ασφαλής! Παράλληλα , έδωσαν συγχαρητήρια στην Ομορφούλα, στον Εξυπνούλη και στον Ατρόμητο για την επιτυχία της έρευνάς τους. Η γριά μάγισσα ζήτησε ταπεινά συγγνώμη από όλους για τις πράξεις της. Η συγγνώμη της έγινε δεκτή και όλοι συμφώνησαν να γιορτάσει μαζί τους την έλευση του νέου έτους.

Αργά το βράδυ, ο Άγιος Βασίλης ξεκίνησε με το έλκηθρο του να μοιράσει δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου, ενώ τα ξωτικά έκαναν ένα μεγάλο πάρτι στο εργαστήριο για να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο. Η μάγισσα ήταν κι εκείνη παρόν, νιώθοντας ευτυχισμένη μετά από τόσα χρόνια.

Αυτή η παραμονή της Πρωτοχρονιάς ήταν ξεχωριστή για όλους και γράφτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη τους για πάντα.

Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λεν΄ τα παραμύθια!

Καλή χρονιά σε όλους μας με υγεία πάνω από όλα!

Σχολιάστε