Το δάσος των φαγητών.

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε σε ένα απομακρυσμένο χωριό δίπλα στη θάλασσα ένας άντρας με τη γυναίκα του και τις δύο κόρες του. Το όνομά του ήταν

Μπόρλης και όλοι στο χωριό τον φώναζαν μπάρμπα-Μπόρλη. Έφτιαχνε ξύλινα

αγάλματα, τα φόρτωνε σε ένα ξύλινο καρότσι που είχε και τα πουλούσε στο χωριό του. Γυρνούσε στις γειτονιές και φώναζε…:

<<Πάρτε όμορφα αγάλματα για να στολίσετε το σπίτι σας, τις αυλές σας και όπου άλλο επιθυμείτε!>>

Όλοι οι συγχωριανοί του, μόλις τον έβλεπαν, έτρεχαν σε αυτόν για να πάρουν. Βλέπετε όλοι τα άρεσαν. Έτσι, έβγαζε πολλά χρήματα και ζούσε μαζί με την οικογένειά του ευτυχισμένοι χωρίς να τους λείπει τίποτα.

Ήρθε όμως μια χρονιά που συνέβη κάτι άσχημο για τον μπάρμπα-Μπόρλη και φτώχυνε! Εκείνη την εποχή είχαν εφευρεθεί τα μαρμάρινα αγάλματα και από τότε αυτά προτιμούσε και αγόραζε ο κόσμος. Κανένας δεν ενδιαφερόταν και δεν αγόραζε τα ξύλινα αγάλματα! Ο μπάρμπα-Μπόρλης στεναχωριόταν πολύ γιατί η δουλειά του δεν πήγαινε καθόλου καλά, έφτασε να μη μπορεί να πουλήσει ούτε ένα αγαλματάκι.

Τα χρήματα τους τελείωναν και η οικογένεια του φτώχυνε! Έφτασαν να μην έχουνε να φάνε!

Η γυναίκα του έκανε τώρα τη μοδίστρα και ο ίδιος έβαλε ένα λαχανόκηπο και μερικά δέντρα σε ένα χωραφάκι που είχε για να μπορούνε να βγάλουν τα απαραίτητα, για να ζήσουν! Παρόλα αυτά, τα χρήματα που έβγαζαν ήταν τόσο λίγα που δεν μπορούσαν να αγοράσουν αυτά που ήθελαν, όπως καινούργια ρούχα, παπούτσια και βιβλία που χρειαζόταν για το σχολείο. Καθόλου δεν παραπονιόταν όμως γιατί ήξεραν ότι υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι που ήταν χειρότερα από αυτούς.

Ένα πρωί, όταν τα παιδιά του έλειπαν στο σχολείο, ο μπάρμπα-Μπόρλης είπε στη γυναίκα του…:

Γυναίκα, κάτι πρέπει να κάνουμε, δεν πάει άλλο αυτή η ζωή. Κοίτα πως καταντήσαμε! Παλιά ήμασταν πλούσιοι και τώρα δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα!

-Τι θες να κάνουμε άντρα μου;…είπε η γυναίκα του.

-Αποφάσισα να ψάξω μια δουλειά στην πόλη Πέκλη. Θα σας στέλνω χρήματα με το ταχυδρομείο..

-Τρελάθηκες άντρα μου; Η Πέκλη είναι πολύ μακριά από εδώ και ξέρεις πολύ καλά πως δεν μπορείς να πληρώσεις μεταφορικό μέσο!

-Δεν πειράζει θα πάω με τα πόδια, θα τα καταφέρω…Όσοι πήγαν εκεί βρήκαν δουλειά και έγιναν πλούσιοι! Θα φύγω σήμερα κιόλας!

Έτσι με αυτά τα λόγια κατάφερε να τη πείσει και ξεκίνησε για τον προορισμό του

παίρνοντας το δρόμο που οδηγούσε στο δάσος.

Η μέρα ήταν ζεστή και ο ήλιος έλαμπε ψηλά στον ουρανό αγκαλιάζοντας με τις

ηλιαχτίδες του όλο το τοπίο. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος χωρίς να έχει ούτε ένα συννεφάκι. Τα πουλάκια κελαηδούσαν πάνω στα κλαδιά των δέντρων και τα λουλουδάκια χόρευαν με τον άνεμο! Όλο το δάσος ήταν τόσο όμορφο που αν ήσουν εκεί θα νόμιζες πως ήσουν στο Παράδεισο! Ο Μπόρλης περπατούσε θαυμάζοντας

γύρω του όλη αυτή την ομορφιά και μια γαλήνη ένιωθε στη ψυχή του.

Ξαφνικά όμως καθώς περπατούσε, κατάμαυρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και όλα σκοτείνιασαν! Ακούστηκε μια δυνατή βροντή κι άρχισε να βρέχει δυνατά! Παρόλο που είχε γίνει μούσκεμα δε σταμάτησε το περπάτημα, ήθελε να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στη Πέλκη για να βρει τη δουλειά που είχε τόσο ανάγκη!

Η βροχή και ο αέρας δυνάμωσαν τόσο πολύ που τον ανάγκασαν τελικά να αλλάξει γνώμη. Άρχισε να ψάχνει μέρος για να προστατευτεί. Γρήγορα ανακάλυψε μια σπηλιά και μπήκε μέσα…

<<Εδώ θα μείνω και όταν θα κοπάσει η μπόρα θα συνεχίσω το δρόμο μου.

Άραγε θα καταφέρω να φτάσω στον προορισμό μου;>>

Σκέφτηκε ο μπάρμπα-Μπόρλης…

Όταν κάθισε κάτω ήταν τόσο κουρασμένος που αποκοιμήθηκε. Όταν άνοιξε τα μάτια του, η βροχή είχε σταματήσει και είχε μόνο συννεφιά. Σηκώθηκε, βγήκε από την σπηλιά και πήρε το δρόμο για τη Πέλκη. Η καταστροφή στο δάσος από την κακοκαιρία ήταν μεγάλη. Τα δέντρα έχασαν τα φύλλα τους, τα λουλούδια ξεριζώθηκαν και το δάσος στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν πλημμυρισμένο.

Περπάτησε αρκετά και ο καιρός άρχισε πάλι τα ίδια. Ο μπάρμπα-Μπόρλης άρχισε πάλι να ψάχνει ένα μέρος για να προφυλαχτεί. Όπως έψαχνε βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη πύλη. Ήταν φτιαγμένη από αστραφτερό χρυσό και είχε ζωγραφισμένα διάφορα φαγητά. Με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα έγραφε πάνω της…

<<ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΦΑΓΗΤΩΝ>>

Ο άντρας έμεινε ακίνητος να κοιτάει την πύλη…

Δάσος των φαγητών; Τι είναι αυτό; Σίγουρα μπορεί να είναι ένα δάσος που κατοικούν ληστές. Καλύτερα να μην πλησιάσω…μονολόγησε.

Μόλις όμως άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες άλλαξε γνώμη, άνοιξε την πύλη και μπήκε γρήγορα μέσα. Αυτό που αντίκρισε τον άφησε έκπληκτο!

Το δάσος αυτό ήταν διαφορετικό από τα συνηθισμένα δάση που ήξερε. Το έδαφός του αντί να έχει χόρτα, είχε πορτοκαλί κοντά μακαρόνια. Αντί να φυτρώνουν φυσιολογικά λουλούδια, φύτρωναν γλειφιτζουρένιες μαργαρίτες, καραμελένιες τουλίπες και σοκολατένια γιασεμιά. Ακόμα και τα δέντρα του ήταν διαφορετικά. Ο κορμός τους ήταν από κόκκινο κρέας. Πάνω στα κλαδιά τους φύτρωναν κοτόπουλα ψητά,σουβλάκια, ψωμιά και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς! Όλη η ατμόσφαιρα μύριζε υπέροχα ενώ ο καιρός εκεί ήταν εντελώς διαφορετικός. Δεν είχε ούτε βροχή, ούτε αέρα αλλά μια ηλιόλουστη μέρα! Ο μπάρμπα-Μπόρλης άρχισε να περπατάει μέσα σε αυτό το παράξενο τοπίο θαυμάζοντας όλα τα παράξενα που έβλεπε. Ξαφνικά εκεί που περπατούσε αμέριμνος, σταμάτησε απότομα. Κάποιος ήτανε μπροστά του, κοίταξε καλύτερα και είδε πως ήταν μια όμορφη γυναίκα. Είχε καστανά πυκνά μακριά μαλλιά, φορούσε ένα κοντό χρυσαφένιο πορτοκαλί φόρεμα και κρατούσε στο χέρι της μια κουτάλα. Η γυναίκα τον πλησίασε και αφού τον χαιρέτισε του είπε ευγενικά…:

-Καλώς ήρθες στο δάσος των φαγητών. Είμαι η νεράιδα αυτού του μέρους. Θέλετε κάτι;

Ο μπάρμπα-Μπόρλης δεν της απάντησε, παρέμεινε ακίνητος να την κοιτάζει. Ήταν τρομαγμένος γιατί… τότε δεν υπήρχαν άντρες κλέφτες αλλά γυναίκες. Τι έκαναν αυτές; Ντύνονταν με όμορφα ακριβά ρούχα, πήγαιναν στα μαγαζιά και τις ταβέρνες για να φλερτάρουν του άντρες οι οποίοι αμέσως τις ερωτεύονταν! Αυτές τότε έβρισκαν την ευκαιρία τους απειλούσαν και τους έκλεβαν ό,τι πολύτιμο είχαν. Μερικές από αυτές μάλιστα ήταν τόσο κακές που στο τέλος τους δηλητηρίαζαν για να τους ξεφορτωθούν! Ο μπάρμπα-Μπόρλης φοβήθηκε μήπως και αυτή η κοπέλα ήταν μία από αυτές. Η νεράιδα κατάλαβε τη σκέψη του και του είπε…:

Είμαι πραγματική νεράιδα, δεν είμαι κλέφτρα. Ποιο είναι το όνομά σας;

Ο άντρας πήρε θάρρος και απάντησε…:

Το όνομά μου είναι Μπόρλης αλλά όλοι στο χωριό μου με φωνάζουν μπάρμπα-Μπόρλη.

Η νεράιδα τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω προσεχτικά και του είπε…:

-Είστε βρεγμένος, πεινασμένος και φτωχικά ντυμένος . Ελάτε μαζί μου για να σας προσφέρω κάτι να φάτε.

Πράγματι, όταν έφυγε από το σπίτι του δεν έφαγε τίποτα και πεινούσε τρομερά. Ακολούθησε λοιπόν την νεράιδα. Όταν έφτασαν στο κατάλληλο μέρος η νεράιδα κούνησε τη μαγική κουτάλα της και μια μαγική χρυσή σκόνη σκέπασε όλο αυτό το μέρος που ήταν για δύο λεπτά. Η σκόνη εξαφανίστηκε και εμφανίστηκε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι που ήταν στρωμένο με όλα τα είδη φαγητών που υπήρχαν στο δάσος.

Υπήρχε μία καρέκλα ενώ δίπλα στο τραπέζι υπήρχαν κρεμασμένες στον τοίχο τέσσερις ασημένιες κρεμάστρες. Στην πρώτη κρεμάστρα είχε κρεμασμένο ένα αντρικό μοντέρνο κοστούμι, η δεύτερη κρεμάστρα είχε ένα μακρύ βυσσινί φόρεμα, ενώ στη τρίτη και τέταρτη είχε κρεμασμένα δύο χαριτωμένα φορεματάκια. Το ένα ήταν θαλασσί και το άλλο κανελί. Ο ήρωας μας τα κοιτούσε όλα αυτά με το στόμα ανοιχτό…

Αυτά τα φαγητά είναι στρωμένα για εσάς, αυτά τα ρούχα ανήκουν σε εσάς και στην οικογένειά σας. Καθίστε... του είπε η νεράιδα τραβώντας την καρέκλα για να καθίσει.

Ο μπάρμπα-Μπόρλης κάθισε στη καρέκλα και άρχισε να τρώει. Όλα ήταν τόσο νόστιμα που έτρωγε αργά για να τα απολαμβάνει. Όταν τελείωσε το φαγητό του φόρεσε το καινούργιο του κοστούμι, πήρε και τα υπόλοιπα ρούχα και αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο σπίτι του. Είπε λοιπόν στην καλή νεράιδα…:

Σας ευχαριστώ πολύ για όλα όσα κάνατε για μένα, θα γυρίσω πίσω στο σπίτι μου.

-Είναι μακριά το σπίτι σας;… τον ρώτησε η νεράιδα.

Ναι, είναι. Αλλά θα τα καταφέρω.

Ξαφνικά, θυμήθηκε ότι έξω από αυτό το μαγεμένο μέρος είχε καταιγίδα. Πώς θα κατάφερνε να γυρίσει στο σπίτι του; Η καλή νεράιδα κατάλαβε πάλι την σκέψη του και του είπε…:

Μην στεναχωριέστε, εγώ θα σας μεταφέρω στο σπίτι σας με το μαγικό μου ραβδί. Πριν το κάνω σας δίνω αυτό το σάκο. Έχει μέσα σπόρους φαγητού. Αν τους αφήνετε στο τραπέζι θα βγαίνουν φαγητά για να ταΐζετε την οικογένειά σας. Τέλος, θέλω να μου υποσχεθείτε ότι δε θα πείτε τίποτα σε κανέναν για όλα όσα είδατε εδώ!

Αυτά του είπε και κούνησε το μαγικό ραβδί της. Μια μαγική ροζ σκόνη σκέπασε τον μπάρμπα-Μπόρλη και πριν το καταλάβει καλά καλά βρέθηκε μέσα στο σπίτι του! Η γυναίκα του εκείνη τη στιγμή κρατούσε ένα τσουκάλι και πήγαινε να ετοιμάσει το βραδινό φαγητό. Μόλις τον αντίκρισε μπροστά της τρόμαξε και ξαφνιάστηκε τόσο πολύ, που το τσουκάλι που κρατούσε της έπεσε από τα χέρια κάνοντας δυνατό κρότο.

Τα κοριτσάκια, που έπαιζαν εκείνη την ώρα με κάτι τρύπιες κούκλες, ξαφνιάστηκαν και αυτά όταν είδαν τον πατέρα τους. Παρόλα αυτά, σηκώθηκαν και έτρεξαν για να τον αγκαλιάσουν. Ο μπάρμπα-Μπόρλης αγκάλιασε τα παιδιά του, τους έδωσε τα δύο φορεματάκια που του έδωσε η νεράιδα των φαγητών. Μόλις τα είδαν χάρηκαν τόσο πολύ, που τα πήραν και έτρεξαν μέσα στο δωμάτιό τους για να τα δοκιμάσουν. Μετά από αυτό πήγε κοντά στη γυναίκα του η οποία εξακολουθούσε να στέκεται ακίνητη, κοιτάζοντάς τον με απορία. Ο μπάρμπα-Μπόρλης της διηγήθηκε την ιστορία του. Για το δάσος των φαγητών,τη νεράιδα και για τα πράγματα που του έδωσε. Η γυναίκα του άκουγε με προσοχή όλα όσα της έλεγε ο άντρας της. Όταν τελείωσε του είπε…:

Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία και πόσο καλή αυτή η νεράιδα που μας έδωσε όλα αυτά τα δώρα!

-Ναι, ήταν πολύ καλή. Όμως , δεν πρέπει αυτά να τα πούμε σε κανένα. Εντάξει;

-Εντάξει!

Σε λίγο ήρθαν και τα κορίτσια, φορώντας τα καινούργια τους ρούχα. Αφού έστρωσαν το τραπέζι και έγιναν οι μαγικοί σπόροι φαγητά, κάθισαν να φάνε. Η οικογένεια ήταν πολύ χαρούμενη που επιτέλους είχαν να φάνε ένα πλουσιοπάροχο γεύμα και μάλιστα πολύ νόστιμο! Μόλις τελείωσαν το φαγητό τους μάζεψαν τα πιάτα και έπεσαν να κοιμηθούν. Ο άντρας καθώς ξάπλωσε στο κρεβάτι, σκεφτόταν

όλα όσα είχαν συμβεί εκείνη την μέρα και ευχαρίστησε με την καρδιά του τη νεράιδα

που χωρίς αυτήν δε θα συνέβαιναν όλα αυτά τα καλά!

Οι μέρες περνούσαν και η ζωή της οικογένειας καλυτέρεψε αρκετά. Όποτε πεινούσαν, τοποθετούσαν τους μαγικούς σπόρους στο τραπέζι και μεταμορφωνόταν

σε νοστιμότατα φαγητά. Το χαμόγελο επέστρεψε στα πρόσωπά τους.

Ένα απόγευμα, καθώς ο μπάρμπα-Μπόρλης πήγαινε στην ταβέρνα για να συζητήσει με τους φίλους του, είδε κρεμασμένη σε μια κολόνα μια αφίσα. Περίεργος , πλησίασε την κολόνα για να δει τι έγραφε. Η αφίσα έλεγε ότι ο βασιλιάς της περιοχής ήθελε ένα μάγειρα και ότι όσοι νόμιζαν ότι μαγείρευαν καλά να παρουσιαστούν στο βασιλιά για να δοκιμάσει τα φαγητά τους. Όποιον διάλεγε θα τον έκανε μάγειρα του παλατιού και θα του έδινε πολλά χρήματα.

Ο μπάρμπα-Μπόρλης όταν την διάβασε σκέφτηκε να πάει και αυτός εκεί, για να δοκιμάσει την τύχη του. Έτσι αφού πήγε στο σπίτι του για να πάρει ένα φαγητό, ξεκίνησε για το παλάτι.

Όταν έφτασε εκεί, στην μεγαλοπρεπή αυλή του παλατιού συνάντησε πολλούς διάσημους μάγειρες. Φορούσαν πλούσια, υπέροχα, χρωματιστά ρούχα. Στα χέρια τους κρατούσαν υπέροχες λιχουδιές. Ένας μάγειρας κρατούσε μια τεράστια τούρτα σοκολάτας, ένας άλλος είχε μια μεγάλη ζουμερή μπριζόλα και πόσοι άλλοι με διάφορα φαγητά και γλυκά που μόνο που τα έβλεπες σου έτρεχαν τα σάλια!

Ο μπάρμπα-Μπόρλης κρατούσε ένα πιάτο που είχε μόνο ένα κοτόπουλο. Όλοι τους τον κοιτούσαν παράξενα χωρίς όμως να ξέρουν πώς το έκανε και το μυστικό του. Όλοι τους άρχισαν να τον σχολιάζουν…:

-Τι δουλειά έχει ένας απλός χωρικός σε αυτόν το διαγωνισμό;

-Σιγά μη κερδίσει!

-Ενώ εμείς έχουμε υπέροχα φαγητά, αυτός έχει μόνο ένα κοτόπουλο!

Εκείνος όμως δεν τους έδινε καθόλου σημασία. Μετά από λίγο εμφανίστηκε ο βασιλιάς. Όταν τον είδαν να περνάει όλοι υποκλήθηκαν! Ο βασιλιάς έκατσε στο χρυσό του θρόνο, διέταξε το πλήθος να σηκωθεί και να περάσει ένας-ένας από μπροστά του για να δοκιμάσει τα φαγητά τους. Οι μάγειρες μπήκαν σε μια σειρά και άρχισαν να περνάνε μπροστά από το βασιλιά. Ο βασιλιάς δεν ενθουσιάστηκε με κανένα φαγητό και τελευταίος έμεινε ο μπάρμπα-Μπόρλης . Όταν τον είδε ο βασιλιάς γέλασε ειρωνικά αλλά από περιέργεια δοκίμασε.

Με τη πρώτη μπουκιά όμως ξετρελάθηκε και το έφαγε όλο!

-Αυτό που έφαγα ήταν το πιο νόστιμο φαγητό που έφαγα ποτέ! Εσύ θα γίνεις ο μάγειρας του παλατιού! …είπε με ενθουσιασμό!

Έτσι αυτός κέρδισε το διαγωνισμό και μια θέση στο παλάτι. Οι υπόλοιποι απογοητευμένοι επέστρεψαν στα σπίτια τους. Από εκείνη τη μέρα άρχισε να μαγειρεύει για το βασιλιά και την οικογένειά του.

Πήγαινε στο παλάτι κάθε πρωί και έφευγε το απόγευμα για να πάει στο σπίτι του να ξεκουραστεί. Έβγαζε πολλά χρήματα και μπορούσαν να έχουν στο σπίτι ότι θέλουν. Κάπου κάπου επισκεπτόταν την καλή νεράιδα και του έδινε συμβουλές, μάλιστα του χάρισε και ένα βιβλίο που είχε πολλά μυστικά για τα φαγητά. Τους μαγικούς σπόρους τους έδωσε στη γυναίκα του γιατί δεν τους χρειαζόταν άλλο. Όλα πήγαιναν μια χαρά, μάλιστα καλύτερα από ότι περίμενε ο μπάρμπα-Μπόρλης.

Ο βασιλιάς είχε μια έφηβη κόρη την Κάμελοτ. Ήταν πολύ όμορφη. Είχε μακριά μεταξένια καστανοκόκκινα μαλλιά, φορούσε ένα βυσσινί μεταξένιο φόρεμα γεμάτο πολύτιμους λίθους και τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα σαν το ρόδι. Σαν αγγελάκι ήταν! Όμως όσο όμορφη εμφάνιση είχε τόσο κακιά ήταν η ψυχή της! Ο χαρακτήρας της ήταν πολύ άσχημος, ήταν γκρινιάρα, ζηλιάρα, πονηρή και γενικά έκανε όλο τον κόσμο άνω-κάτω! Η πριγκίπισσα αναρωτιόταν ποιο ήταν το μυστικό του μάγειρά τους και φτιάχνει τόσο νόστιμα φαγητά! Μέρες το σκεφτόταν ώσπου ένα πρωί καθώς ο μπάρμπα-Μπόρλης μαγείρευε στη κουζίνα τον πλησίασε και τον ρώτησε…:

Μάγειρα, ποιο είναι το μυστικό και φτιάχνεις τόσο νόστιμα φαγητά;

Ο μπάρμπα-Μπόρλης τα έχασε! Δεν ήξερε τι να απαντήσει! Επειδή ήταν καλός άνθρωπος και δεν έλεγε ψέματα, της είπε όλη την αλήθεια παρόλο που του είπε η νεράιδα να μη τίποτα σε κανέναν! Η πριγκίπισσα αφού έμαθε αυτό που ήθελε τον άφησε στη δουλειά του και έφυγε.

<< Γιατί να μη πάω και εγώ; Θα ξέρω να μαγειρεύω κι εγώ πολύ καλά και με τα

χρήματα που θα βγάζω θα αγοράζω ότι θέλω, ρούχα παιχνίδια χωρίς να ρωτάω κανέναν! Οι φίλες μου θα σκάσουν από την ζήλια τους!>>

Αυτά σκέφτηκε και αφού ενημέρωσε τους γονείς της ξεκίνησε για το δάσος των φαγητών. Περπάτησε, περπάτησε για πολλές ώρες ώσπου τελικά έφτασε στο μέρος όπου βρισκόταν η πύλη. Χωρίς δισταγμό την άνοιξε και όταν αντίκρισε το δάσος των φαγητών αισθάνθηκε…απαίσια!

-Αυτό είναι το δάσος που μου περιέγραψε ο μάγειρας μας; Τι απαίσιο! Παντού φαγητά υπάρχουν, ούτε ένα χορταράκι δεν υπάρχει! Είναι λες και είμαι μέσα σε κατσαρόλα!…μουρμούριζε η πριγκίπισσα μπαίνοντας μέσα.

Δεν πρόλαβε να κάνει τρία βήματα και ξαφνικά αντίκρισε μπροστά της μια γυναίκα, η οποία δεν ήταν άλλη από την νεράιδα. Πλησίασε την πριγκίπισσα και της είπε…:

-Καλώς ήρθατε στο δάσος των φαγητών, θα θέλατε κάτι;

-Θέλω να φάω!...της απάντησε αγενέστατα η Κάμελοτ.

-Όπως επιθύμητε. Ακολουθήστε με για να βρούμε το κατάλληλο μέρος.

-Πάλι περπάτημα; Όχι! Κάνε εδώ τα μαγικά σου!…της φώναξε η πριγκίπισσα.

-Καλά εντάξει. Μη φωνάζετε! …της είπε η νεράιδα.

Κούνησε το μαγικό ραβδί της και με τον ίδιο τρόπο όπως στον μπάρμπα-Μπόρλη εμφανίστηκε ένα τραπέζι γεμάτο υπέροχα φαγητά. Η πριγκίπισσα όμως πάλι δεν ήταν ευχαριστημένη!

-Αυτό το τραπέζι δεν είναι ιδανικό για τις πριγκίπισσες! Μόνο οι ανόητοι κάθονται σε τέτοια τραπέζια!

-Λυπάμαι, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς… της είπε η νεράιδα που είχε αρχίσει να θυμώνει!

Η πριγκίπισσα κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να τρώει. Έτρωγε τόσο λαίμαργα

που η νεράιδα την κοιτούσε με αηδία. Παρόλο που έτρωγε δε σταμάτησε να κάνει άσκημη κριτική! Η νεράιδα έχασε την υπομονή της και θυμωμένα της φώναξε…:

Είσαι πολύ κακιά! Μπορεί να είσαι εξωτερικά πολύ όμορφη αλλά η ψυχή σου είναι μαύρη σαν την πίσσα! Επειδή είσαι πλούσια νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις; Είσαι πολύ κακομαθημένη! Για να σε τιμωρήσω θα σου δώσω μια κατάρα. Άμα γυρίσεις στο σπίτι σου να γίνεις πολύ φτωχιά!

-Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι; Έχεις άσχημη συμπεριφορά απέναντί μου! Θα φύγω από αυτό το μέρος και θα επιστρέψω με τη φρουρά μου για να σε κλείσω στη φυλακή!…της φώναξε νευριασμένα η Κάμελοτ.

Σηκώθηκε από το τραπέζι, άνοιξε τη πύλη και έφυγε χωρίς καν να χαιρετίσει!

Όταν έφτασε στο παλάτι της συνέβηκε κάτι παράξενο. Πήγε να ανοίξει τις ασημένιες του πύλες αλλά οι φρουροί που ήταν εκεί δεν την άφησαν να μπει. Ξαναπροσπάθησε μα πάλι την εμπόδισαν…

-Γιατί δεν με αφήνετε να μπω;

-Έτσι, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να έρχεσαι εδώ!…της φώναξε ένας φρουρός.

-Γιατί δεν έχω το δικαίωμα; Είμαι η πριγκίπισσα. Σας διατάζω να παραμερίσετε!

-Δε δεχόμαστε διαταγές από μια ζητιάνα! ... της είπε ο ίδιος ο φρουρός.

-Ζητιάνα; …είπε ξαφνιασμένα και κοίταξε τα ρούχα της. Το όμορφο μεταξένιο βυσσινί γεμάτο πολύτιμους λίθους φόρεμά της είχε εξαφανιστεί και στη θέση του βρισκόταν ένα μπαλωμένο καφέ φόρεμα γεμάτο λεκέδες. Τα μάγουλά της έπαψαν να είναι κατακόκκινα και τα πόδια της ήταν ξυπόλητα.

-Πιστέψτε με, εγώ είμαι η πριγκίπισσα! Μια παρεξήγηση έγινε! …προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

-Η πριγκίπισσα είναι στο παλάτι. Της απάντησε ο δεύτερος φρουρός και της έδειξε ένα κορίτσι πλούσια ντυμένο να μαζεύει λουλούδια στον κήπο. Μόλις το είδε αυτό η Κάμελοτ άρχισε να ουρλιάζει!

-Σταμάτα να φωνάζεις! Αν δεν φύγεις αμέσως θα σε κλείσουμε στη φυλακή!…την απείλησαν τώρα και οι δύο φρουροί.

Η Κάμελοτ δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Καθώς έφευγε από εκεί σκεφτόταν την αιτία που κατάντησε έτσι. Θυμήθηκε τα γεγονότα που συνέβησαν εκεί και μετάνιωσε για την συμπεριφορά της. Μετάνιωσε ακόμα και για την συμπεριφορά της απέναντι στους υπηκόους της. Οι ώρες περνούσαν και κανένας από τους χωρικούς δεν ήθελε να τη φιλοξενήσει. Έφτασε στο τελευταίο σπίτι. Χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε μια ευγενική γυναίκα η οποία τη ρώτησε…:

-Τι θα ήθελες καλή μου;

-Θα ήθελα άμα μπορείτε να με φιλοξενήσετε.

-Φυσικά και μπορώ! Πέρνα μέσα, κάνε ένα μπάνιο και θα σου δώσω να φορέσεις καθαρά ρούχα…της είπε η γυναίκα η οποία δεν ήταν άλλη, από τη σύζυγο του μπάρπα-Μπόρλη.

Η κοπέλα μπήκε στο σπίτι, έκανε μπάνιο, φόρεσε το φόρεμα που της έδωσε η γυναίκα και κάθισε στην τραπεζαρία για να φάνε. Καθώς έτρωγαν η Κάμελοτ της διηγήθηκε την ιστορία της, για το πως κατάντησε έτσι. Τότε η γυναίκα της είπε…:

-Σε λυπάμαι που κατάντησες έτσι, αλλά δεν έπρεπε να συμπεριφερθείς έτσι στη νεράιδα!

-Κατάλαβα το λάθος μου, μετάνιωσα που ήμουν τόσο κακιά απέναντί της!

-Μην ανησυχείς, όταν θα γυρίσει ο άντρας μου από την δουλειά του θα του πω να πάει να πείσει τη νεράιδα να σε συγχωρέσει … της είπε η σύζυγος του μπάρμπα-Μπόρλη χτυπώντας την φιλικά στην πλάτη.

Την άλλη μέρα ο μπάρμπα-Μπόρλης πήγε στο δάσος των φαγητών για να μιλήσει

στη νεράιδα. Εκείνη τον άκουσε με προσοχή και τελικά έλυσε την κατάρα. Έτσι, η Κάμελοτ έγινε ξανά πριγκίπισσα και επέστρεψε στο παλάτι της. Από τότε άλλαξε και σταμάτησε να είναι γκρινιάρα και κακιά. Έγινε ένα καλό, πρόθυμο, ταπεινό και ευγενικό κορίτσι. Βοηθούσε τους υπηρέτες στις δουλειές που έκαναν. Φρόντιζε εκείνη τον κήπο και τάιζε τα ζωάκια που ήταν εκεί. Βοηθούσε τις φτωχές οικογένειες δίνοντας τις χρήματα. Η συμπεριφορά της άλλαξε τόσο πολύ προς το καλό που απόρησε και ο ίδιος ο βασιλιάς!

Όταν τα χρόνια πέρασαν και οι γονείς της πέθαναν, κυβέρνησε το βασίλειο με σοφία και δικαιοσύνη! Όσο για τον μπάρμπα-Μπόρλη και την οικογένειά του έζησαν ευτυχισμένοι για πάντα!

ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ

ΕΤΣΙ ΛΈΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Advertisement