Η αγάπη ενός ψαρά και μιας βοσκοπούλας.

 

Πριν από πολλά χρόνια, σε ένα μακρινό θαλασσοχώρι, ζούσε

μια γυναίκα χήρα που είχε δυο παιδιά, τον Οβένιο και τη Διανάλω.

Καθώς ήταν πολύ φτωχή με δυσκολία κατάφερνε να αναθρέψει τα παιδιά της. Ο γιος και η κόρη της μπορεί να ήταν αγράμματα, βρομιάρικα και αχτένιστα όμως ήταν καλόψυχα,υπάκουα, πρόθυμα, φρόνιμα και φιλικά παιδιά με όλους. Αυτό ήταν που έκανε τη μητέρα τους πολύ ευχαριστημένη.

Τα χρόνια πέρασαν και τα παιδιά της γυναίκας μεγάλωσαν.

Ο Οβένιος έγινε ένα έξυπνο, πανέμορφο παλικάρι και η Διανάλω μια όμορφη γοητευτική γυναίκα. Η μητέρα τους τα καμάρωνε, ώσπου μια μέρα αρρώστησε βαριά. Πριν κλείσει για πάντα τα μάτια της τους είπε:

-Παιδιά μου, πριν φύγω για πάντα από τη ζωή θέλω να σας πω μερικά πράγματα. Όταν ήσασταν μικρά, εγώ δούλευα σκληρά για να μπορέσω να σας μεγαλώσω. Τώρα είστε αρκετά μεγάλα. Πρέπει να δουλέψετε για να βγάλετε το ψωμί σας και ό,τι άλλο χρειάζεστε. Όμως το ποιο σημαντικό είναι να είστε αγαπημένα και ενωμένα.

Αυτά είπε η γυναίκα και ξεψύχησε…

Κάποια μέρα ένα ξένο βασιλόπουλο ήρθε στο χωριό με σκοπό να βρει

μια ωραία κοπέλα για να τη παντρευτεί. Κατά τύχη είδε τη Διανάλω και

θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Χωρίς να χάσει καιρό της ζήτησε να γίνει

γυναίκα του και εκείνη δέχτηκε να τον παντρευτεί.

Σε λίγες μέρες έγινε ο γάμος τους και κάλεσαν μάλιστα όλο το χωριό!

Ήταν ένας λαμπρός γάμος και όλοι πέρασαν καταπληκτικά. Ο γαμπρός και η νύφη χόρεψαν τόσο ωραία που όλοι τους κοιτούσαν με μεγάλο θαυμασμό! Όταν τελείωσε ο γάμος οι νιόπαντροι ετοιμάστηκαν να φύγουν

για το παλάτι και να συνεχίσουν τη ζωή τους! Φυσικά δε ξέχασαν τον Οβένιο που τον κάλεσαν να πάει να ζήσει μαζί τους στο παλάτι. Εκείνος αρνήθηκε ευγενικά που ήδη είχε πάρει την απόφαση του. Αποφάσισε

να αφήσει το χωριό του, να πάει κάπου αλλού και με τις οικονομίες που είχε να κάνει μια νέα αρχή. Έτσι και έκανε . Πήγε σε μια παραθαλάσσια

πόλη, όπου έγινε ψαράς.

Ξεκινούσε τη μέρα του πολύ πρωί ψαρεύοντας και το μεσημέρι ότι ψάρια έπιανε τα πουλούσε στην αγορά. Το απόγευμα ξεκουραζόταν πηγαίνοντας βόλτες με τους φίλους του!Έτσι ζούσε μια χαρούμενη και ήρεμη ζωή!

Μια μέρα, ένας φίλος του Οβένιου που ήταν βοσκός τον κάλεσε να πάει στο σπίτι του να τον φιλοξενήσει. Στο μέρος εκείνο γινόταν μια μεγάλη τριήμερη γιορτή και γινόταν σπουδαίο γλέντι. Γιόρταζε η Χρωματιστή θεά των χρωμάτων, η Νότα θεά της μουσικής και η Πέρνα θεά των εργαλείων. Ο Οβένιος δέχτηκε με χαρά!

Αφού τακτοποίησε τις δουλειές του ξεκίνησε για το σπίτι του φίλου του.

Φτάνοντας εκεί τον είδε να κάθετε μαζί με τη γυναίκα του στο τραπέζι

περιμένοντάς τον. Ο βοσκός είχε και μία πάρα πολύ όμορφη κόρη με καταπράσινα μάτια σαν το λάδι. Το όνομα της ήταν Πορτοκαλένια που το είχε πάρει από το πορτοκαλί μαλλί που είχε. Φορούσε ένα μπλε φόρεμα και καθότανε μαζί με τους γονείς της…

Ο Οβένιος μόλις την αντίκρισε ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά! Με τη πρώτη ματιά την ερωτεύτηκε, μα δεν το έδειξε!

Κάθισε και φάγανε όλοι μαζί, αυτός όμως δεν έπαψε να κρυφοκοιτάζει την όμορφη κόρη !!

Περνούσαν πολύ όμορφα και η Πορτοκαλένια με τον Οβένιο ήρθαν αρκετά κοντά. Έκαναν διάφορες δουλειές μαζί, συζητούσαν και τα απογεύματα πήγαιναν βόλτες θαυμάζοντας τις ομορφιές του βουνού.

Οι τρεις μέρες πέρασαν, το πανηγύρι τελείωσε και ο Οβένιος έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του.

Το τελευταίο βράδυ, την ώρα που συζητούσαν ο Οβένιος εξομολογήθηκε στην Πορτοκαλένια για το τι ένοιωθε για αυτήν!

Η κοπέλα τρόμαξε!!και του είπε…:

Αχ! Οβένιε μου και εγώ σε αγαπώ μα δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί. Είμαστε διαφορετικοί. Εσύ είσαι ένας ψαράς κι εγώ μια βοσκοπούλα. Δε θα μπορέσουμε ποτέ να παντρευτούμε!

-Τι σημασία έχει! Θα μιλήσουμε στους γονείς σου και αφού μας δώσουν την άδεια και την ευχή τους θα μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί!

Βλέποντας όμως την κόρη τρομαγμένη, δεν συνέχισε άλλο. Μόνο της είπε…:

-Αν το μετανιώσεις και αλλάξεις γνώμη θα με βρεις στο λιμάνι της Καρνάλης.

Αυτά είπαν και πήγανε στα κρεβάτια τους να κοιμηθούν.

Το άλλο πρωί αφού φάγανε όλοι μαζί πρωινό το παλικάρι τους χαιρέτισε και γύρισε στο σπίτι του και στη δουλειά του.

Πέρασε πολύ καιρός. Ένα πρωί καθώς ο βοσκός πρόσεχε τα πρόβατά του

ένας αγγελιοφόρος του βασιλιά εμφανίστηκε από μακριά κρατώντας έναν φάκελο.

Ο βασιλιάς της πόλης ήταν νέος και δυνατός αλλά ήταν άσχημος με πολύ κακούς τρόπους και συνήθειες! Έπινε πάρα πολύ και κάθε μέρα γύρναγε τα ξημερώματα στο παλάτι βρίζοντας τόσο τους υπηρέτες του όσο και τους ίδιους του τους γονείς.!

Χωρίς να χάσει καιρό άνοιξε το γράμμα και διάβασε…

<<Είδα την κόρη σου στην αγορά, είναι η ποιο όμορφη κοπέλα που συνάντησα και αποφάσισα να την πάρω στο παλάτι μου και να την παντρευτώ. Το καλό που σου θέλω είναι να δεχτείς…Περιμένω να απαντήσεις και το απόγευμα θα έρθω να την πάρω…>>

Ο βοσκός δέχτηκε αφού δεν είχε και άλλη επιλογή. Ο αγγελιοφόρος πήρε την απάντηση και έφυγε ενώ ο βοσκός έτρεξε να βρει και να το πει στην κόρη του. Η Πορτοκαλένια μόλις το άκουσε αρνήθηκε να γίνει αυτός ο γάμος.

-Πατέρα, δεν τον θέλω για άντρα μου!!Είναι ένας απαίσιος άνθρωπος!!Να ξέρεις ότι αγαπώ έναν άλλον!!

-Αυτός ο γάμος θα γίνει, δεν έχουμε άλλη επιλογή!

Ο πατέρας φοβισμένος δεν δεχόταν κουβέντα και η Πορτοκαλένια αναγκάστηκε να σωπάσει! Έβαλε λοιπόν τα καλά της και βγήκε μαζί με τον πατέρα της έξω από το σπίτι για να περιμένουν την βασιλική άμαξα.

Αργά το απόγευμα ήρθε η βασιλική άμαξα. Μέσα από αυτήν

ξεπρόβαλε ο βασιλιάς και αφού έδωσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στον πατέρα της πήρε την Πορτοκαλένια και έφυγε για το παλάτι.

Όταν φτάσανε, διέταξε να την ετοιμάσουν το καλύτερο δωμάτιο του παλατιού και να την δώσουν τα ωραιότερα φορέματα και κοσμήματα που είχαν καθώς και ό,τι άλλο επιθυμούσε!!

Η όμορφη κοπέλα παρόλο που είχε τα πάντα ήταν πολύ δυστυχισμένη!

Κλείστηκε στο δωμάτιο και δε μιλούσε σε κανέναν! Σκεπτόταν τον Οβένιο και σιωπηλά δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Για καλή της τύχη

η μητέρα του βασιλιά που ήταν πάρα πολύ καλή κατάλαβε τον πόνο της!

Την κάλεσε λοιπόν ένα πρωί και της είπε…:

-Καταλαβαίνω πώς νιώθεις καλή μου. Μα δεν χρειάζεται να παντρευτείς κάποιον που δεν αγαπάς. Σε συμβουλεύω το βράδυ να το σκάσεις και να πας σε αυτόν που αγαπάς πραγματικά.

-Σας ευχαριστώ κυρία…της είπε η κοπέλα.

Έτσι κι έγινε, μόλις σκοτείνιασε αρκετά η κοπέλα έφυγε παίρνοντας το δρόμο για το λιμάνι της Καρνάλης. Μόλις έφτασε εκεί έψαξε και βρήκε τον Οβένιο και του είπε την ιστορία της. Η συγκίνηση και η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Αφού κουβέντιασαν για πολύ ώρα αποφάσισαν να φύγουν κάπου μακριά γιατί ο βασιλιάς θα την έψαχνε για να τη βρει και να την πάει πίσω στο παλάτι.

Έτσι έπεσαν για ύπνο ώστε να ξυπνήσουν πρωί και να φύγουν μακρυά.

Το άλλο πρωί ο βασιλιάς ξύπνησε και πήγε να καλημερίσει την γυναίκα του. Μα μόλις μπήκε στο δωμάτιο της είδε πως δεν ήταν εκεί! Τότε σκέφτηκε να ψάξει στα διαμερίσματα του παλατιού μα δεν ήταν πουθενά.

Αναστατωμένος ο βασιλιάς ανέβηκε στο άλογό του και μαζί με τους φρουρούς του πήραν το δρόμο για την πόλη. Ρωτούσαν κάθε

άνθρωπο που έβλεπαν για την Πορτοκαλένια όμως κανένας δεν ήξερε τίποτα.

Ο βασιλιάς γύρισε πίσω στο παλάτι χωρίς να το πάρει και πολύ κατάκαρδα

γιατί στην πραγματικότητα η αληθινή του αγάπη ήταν η ταβέρνα και το ποτό. Το μόνο λοιπόν που είχε να κάνει ήταν να περιμένει να βραδιάσει για να πάει να τη συναντήσει…..

Ο Οβένιος με την Πορτοκαλένια έκαναν μια καινούρια αρχή. Παντρεύτηκαν, έκαναν πολλά παιδιά και έζησαν ευτυχισμένοι για πάντα!!!

ΨΈΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ..

 

Advertisement