Μια φορά κι έναν καιρό , ζούσαν στην Ελλαδοουρανούπολη δύο κορίτσια , τη μία τη λέγαν Ηλιένα και την άλλη Συννεφένια , που ήτανε πολύ καλές και αχώριστες φίλες. Πριν από καιρό όμως τη φιλία τους τη χάλασε ένα πρόβλημα. Η Ηλιένα και η Συννεφένια μάλωναν για το ποια ήταν η καλύτερη, δηλαδή ποια έκανε τον καλύτερο καιρό..:
– Εγώ κάνω ήλιο και οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν ότι θέλουν! Άρα εγώ είμαι η καλύτερη!…έλεγε η Ηλιένα.
-Όχι ! Εγώ είμαι η καλύτερη! Εγώ στέλνω βροχή και ποτίζω τα δέντρα , τους θάμνους,τα λουλούδια και όλα τα φυτά! Χωρίς εμένα όλα θα ξεραίνονταν ! Είμαι η σωτηρία της ομορφιάς των τόπων ! Εγώ είμαι η καλύτερη δύο φορές από εσένα ! Έλεγε η Συννεφένια…
και αυτό συνεχιζόταν πολύ καιρό , όποτε συναντιόντουσαν κάπου ή όταν πήγαν να δουν η μία την άλλη άρχιζε ο τσακωμός τους . Οι άλλες τους φίλες όταν τις έβλεπαν να τσακώνονται καθώς περνούσαν τις έλεγαν …:
-Μα γιατί τσακώνεστε για βλακείες ; και οι δυο σας είστε πολύ καλές , κάθε κοπέλα έχει το χάρισμά της . Μη χαλάτε τη φιλία σας για τέτοια πράγματα……. και οι φίλες τους που ερχόντουσαν στο σπίτι τους κι έκαναν παρέα τις έλεγαν..
-Έλα τώρα ! Μην τσακώνεστε για χαζά !και οι δυο είστε πολύ καλές και χρήσιμες για τη φύση και για τους ανθρώπους…. – Μην τσακώνεστε για ασήμαντα πράγματα ! Καλύτερες είστε και οι δύο μα το ποιο καλύτερο είναι η φιλία ! ..τους έλεγαν τα μικρά τους αδέλφια.
Η Ηλιένα και η Συννεφένεια όμως δεν άκουγαν κανέναν, ούτε ακόμα και τους γονείς τους. Μια μέρα,όταν καθόντουσαν , μία σκέψη τους πέρασε από το μυαλό τους και αποφάσισαν να πάνε στον βασιλιά Ουρανό. Ο Ουρανός ήταν ο βασιλιάς της Ελλαδοουρανούπολης , είχε μπλε μαλλιά και χιτώνα . Ήτανε πολύ έξυπνος και σοφός περισσότερο ακόμα και από τον ίδιο τον Οδυσσέα. Το παλάτι του ήταν πολύ μακριά , βαθιά χωμένο σε ένα δάσος με πελώρια δέντρα. Ήταν μπλε και είχε μπλε σημαίες . Τα σύννεφα του ουρανού σκέπαζαν το βασίλειο και του έδιναν μια παράξενη ομορφιά γεμάτη μυστήριο. Έτσι και έγινε , η Ηλιένα και η Συννεφένια ανέβηκαν πάνω στα άρματά τους και ξεκίνησαν πετώντας για τον προορισμό τους. Το άρμα της Ηλιένας ήταν ένας κίτρινος ήλιος και το άρμα της Συννεφένιας ήταν ένα γκρι σύννεφο . Σε τρις ώρες έφτασαν στο παλάτι του βασιλιά . Κατέβηκαν από τα άρματά τους , μπήκαν μέσα και παρουσιάστηκαν στον εξοχότατο ..:
– Καλημέρα σας μεγαλειότατε .
– Καλημέρα σας μεγαλειότατε ….του είπανε η Ηλιένα και η Συννεφένια σκύβοντας το κεφάλι τους με σεβασμό.
– Καλημέρα και σε σας , κυρίες. Ποιος καλός άνεμος σας έφερε εδώ ; … ρώτησε ο βασιλιάς Ουρανός.
– Ήρθαμε να σας κάνουμε μία ερώτηση.
– Σας ακούω.
– Ποια από εμάς είναι η καλύτερη ; Δηλαδή ποια κάνει τον καλύτερο καιρό.
Ο άρχοντας σκέφτηκε λίγο και μετά ρώτησε…:
– Τι καιρό κάνετε ;
– Εγώ κάνω ήλιο … είπε η Ηλιένα.
– Κι εγώ βροχή…. είπε η Συννεφένια.
Ο βασιλιάς ξαφνιάστηκε , σκέφτηκε αλλά δυσκολεύτηκε τι απάντηση να δώσει αφού και οι δύο ήταν χρήσιμες …..:
– Για να σκεφτώ την ερώτησή σας και να σας την απαντήσω μου χρειάζεται πολύς χρόνος , άρα πρέπει να περιμένετε λίγο καιρό. Γυρίστε τώρα στα σπίτια σας και όταν θα βρω την απάντηση θα σας ξανακαλέσω.
– Μάλιστα ! ……είπαν τα κορίτσια και αφού ξαναυποκλίθηκαν έφυγαν .
Ο Ουρανός έμεινε σκεφτικός καθισμένος πάνω στο θρόνο του…….:
– Πώς να καταφέρω να σκεφτώ να δώσω τη σωστή απάντηση , αφού και οι δυο είναι καλή και χρήσιμοι για τον άνθρωπο και τη φύση . Κανένας ποτέ δε μου έκανε τέτοια ερώτηση . Κάθε κοπέλα και άντρας από την Ελλαδοουρανούπολη είναι χρήσιμος ότι καιρό και αν κάνει γιατί στη γη χρειάζεται και ο ήλιος και η βροχή αλλά ακόμα και η παγωνιά όλα κάτι έχουν να μας δώσουν. Όμως , γιατί αυτές οι κοπέλες να φέρονται έτσι ;…..και μπήκε στη σκέψη να βρει την απάντηση.
Δέκα μέρες ο δίκαιος βασιλιάς σκεφτόταν τη λύση χωρίς να μπορεί να βρει την απάντηση. Γιατί ξέρετε και το ήξερε και εκείνος ότι ήταν αδύνατον για κανένα βασιλιά να σκεφτεί και να απαντήσει αυτή την ερώτηση. Ο κάθε καιρός είναι καλός και ο καθένας έχει τις χάρες του. Την δέκατη λοιπόν μέρα κάλεσε στο παλάτι του τη σύμβουλό του , τη Λευκομίχλη . Η Λευκομίχλη ήταν μια κοπέλα με άσπρα μακριά μαλλιά ,κατάλευκο δέρμα και φορούσε ένα άσπρο μακρύ φόρεμα . Έμενε πάνω σε λευκά σύννεφα ,λευκότερα και από τα σύννεφα της Ελλαδοουρανούπολης . Έβλεπε από ψηλά τι κάνουν οι πολίτες . Αυτά όλα τα σημείωνε σε πολύ μακριά χαρτιά που έφταναν μέχρι το πάτωμα . Η Λευκομίχλη υπάκουσε στο κάλεσμα του βασιλιά και τον επισκεύτικε κρατώντας τις τεράστιες σημειώσεις της και υποκλίθηκε ….:
– Καλημέρα σας Μεγαλειότατε.
– Καλημέρα Λευκομίχλη.
– Γιατί με καλέσατε ;
– Λοιπόν Λευκομίχλη , σε κάλεσα εδώ να μου λύσεις ένα πρόβλημα . Την Τετάρτη ήρθαν εδώ δύο κορίτσια από την Ελλαδοουρανούπολη και μου έκαναν μία ερώτηση , ποια κάνει τον καλύτερο καιρό . Εγώ δεν μπορώ να σκεφτώ αυτή την ερώτηση αφού θεωρώ ότι και οι δύο έχουν πολλά να μας δώσουν. Αυτό το ξέρουν όλοι οι Ελλαδοουρανοπολίτες και άλλοι από ξένες χώρες. Εσύ μήπως μπορείς να μου βοηθήσεις και να μου δώσεις μία σωστή και δίκαιη απάντηση ;
Η Λευκομίχλη αφού σκέφτηκε λίγο , απάντησε…:
– Μήπως από αυτές τις κοπέλες η μία είχε κίτρινα μαλλιά και η άλλη είχε γκρι ;
– Ναι.
– Τι καιρό κάνουν ;
– Η μία κάνει ήλιο και η άλλη βροχή.
– Α ! Ξέρω για αυτές τις κοπέλες και γιατί ήρθαν εδώ.
– Σε ακούω.
– Λοιπόν αυτά τα δύο κορίτσια είναι η Ηλιένα και η Συννεφένια , δυο κοπέλες από την Ελαδοουρανούπολη. Τον τελευταίο καιρό έχουν ένα πρόβλημα , μαλώνουν για το ποια ήταν η καλύτερη. Την Τετάρτη , τη μέρα που μου είπες ότι ήρθαν καθόντουσαν, τότε μια ιδέα τους κατέβηκε από το μυαλό και αποφάσισαν να έρθουν σε σας για να σας κάνουν αυτή την ερώτηση επειδή είστε έξυπνος και δίκαιος.
– Πότε άρχισε ο τσακωμός τους ;
– Θα σας πω , το έχω γράψει σε μια από τις σημειώσεις μου. Περιμένετε να το βρω…..και άρχισε να ψάχνει στις τεράστιες σημειώσεις της . – Το βρήκα ! Φώναξε με ενθουσιασμό , ενώ κρατούσε μία σημείωση που είχε το χρώμα των σταχυών, χρυσό.
– Λοιπόν τι λέει ;
– Θα σας πω, έγινε λίγο καιρό πριν πάρουν την απόφαση να έρθουν σε εσάς. Μια μέρα καλοκαιρινή, γεμάτη ζέστη , η Ηλιένα και η Συννεφένια πήγαν στην γη για να πάνε βόλτα που το είχαν αποφασίσει πριν από καιρό . Έβαλαν τα καλοκαιρινά καλά τους ρούχα , τα μεγάλα καπέλα τους, τις σαγιονάρες τους, τα σακίδια τους και ξεκίνησαν τη βόλτα τους. Πρώτα θα περπατούσαν, μετά θα καθόταν σε ένα μέρος να χαλαρώσουν , να φάνε το φαγητό τους που είχαν στα σακίδια τους και να συζητήσουν διάφορα θέματα . Καθώς περπατούσαν , είδαν απέναντι τους ένα χωράφι που ήταν σκεπασμένο από χρυσά στάχυα, το πλησίασαν . Όταν έφτασαν κοντά πίσω από ένα δέντρο είδαν δύο άντρες που φορούσαν μεγάλα κίτρινα καπέλα . Στη γη αυτούς που έχουν χωράφια με στάχυα τους λένε γεωργούς. Τους άκουσαν λοιπόν να λένε για τα καλά του ήλιου και της βροχής. Ένιωσαν περίεργα . Σιγά σιγά άρχισαν να φέρονται περίεργα η μια την άλλη , ώσπου μια μέρα άρχισαν να μαλώνουν για το ποια ήταν η καλύτερη . Αυτό συνεχίζετε μέχρι σήμερα!…….η Λευκομίχλη αφού διάβασε τη σημείωση της την τύλιξε και την άφησε μαζί με τις άλλες.
– Ώστε έτσι ξεκίνησε η ιστορία και για αυτό μου έκαναν αυτή την ερώτηση …….είπε κατάπληκτος ο Ουρανός.
– Θέλετε να σας πω κάτι άλλο ;
– Όχι , μπορείς να φύγεις.
Η Λευκομίχλη έφυγε. Ο Ουρανός έμεινε σκεπτικός. Θα μπορούσε να πει στην Ηλιένα και τη Συνεφένεια ότι δεν μπορούσε να σκεφτεί την απάντηση και το γιατί. Όμως ο Ουρανός δεν ήθελε να αφήσει τα δύο κορίτσια να έχουν αυτό το πρόβλημα . Έτσι για να σταματήσουν , αποφάσισε να τις δώσει ένα μάθημα. Τις κάλεσε την άλλη μέρα πρωί πρωί και τις είπε..:
– Για να δω ποια είναι η καλύτερη σκέφτηκα έναν άλλο τρόπο που θεωρώ ότι είναι δίκαιος και σωστός . Θα κάνετε έναν αγώνα για το ποια κάνει τον καλύτερο καιρό και όποια νικήσει αυτή θα είναι η καλύτερη!….η Ηλιένα και η Συννεφένια άρχισαν να χοροπηδούν χαρούμενες και ο Ουρανός συνέχισε :
– Οι κριτές θα είναι οι άνθρωποι και η φύση. Ο καιρός σας θα κρατήσει είκοσι μέρες και η απόφασή τους θα αναδείξει τη νικήτρια.
– Πότε θα γίνει ;…..ρώτησε με αγωνία η Συνεφένεια.
– Αύριο, όταν φανούν οι πρώτες αχτίνες του ήλιου….απάντησε ο Ουρανός.
– Μάλιστα θα έρθουμε ….είπαν και τα δυο κορίτσια μαζί.
– Τώρα μπορείτε να φύγετε , να θυμάστε αύριο εδώ, όταν φανούν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου. Εντάξει ;
– Μάλιστα Κύριε …. είπαν τα κορίτσια κι αφού υποκλήθηκαν έφυγαν και επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ήταν πολύ χαρούμενες , αύριο θα ήταν η ωραιότερη μέρα της ζωής τους. ( Επιτέλους! Για να δούμε ; Ποια από αυτές είναι η καλύτερη; Ανυπομονούσαν να δουν οι κοπέλες το αποτέλεσμα και σίγουρα η κάθε μία πίστευε για τον εαυτό της ότι θα νικούσε κάνοντας τον ποιο όμορφο καιρό. Μήπως έχουν άδικο ; Ας γυρίσουμε στη ιστορία μας και στο τέλος θα δούμε……… )
Την επόμενη μέρα, όταν φάνηκαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου , τράβηξαν και πάλι η Ηλιένα και η Συννεφένια για το παλάτι του Ουρανού. Ήταν πολύ χαρούμενες , γιατί σήμερα επιτέλους θα γινόταν ο διαγωνισμός . Μπήκαν στο παλάτι και παρουσιάστηκαν.
– Καλημέρα σας μεγαλειότατε …είπαν και υποκλήθηκαν .
– Γεια σας και πάλι , είστε έτοιμες ….είπε ο Ουρανός.
– Ναι!!
– Λοιπόν αρχίζουμε ! Να θυμάστε όμως όπως τα είπαμε.
Η Ηλιένα και η Συννεφένια έφυγαν από το παλάτι. Κάθε μία από αυτές θα πετάξει στη γη και θα κάνει το καιρό της που θα κρατήσει είκοσι μέρες , όπως είπε ο Ουρανός. Πρώτα από αυτές θα άρχιζε η Ηλιένα, ανέβηκε πάνω στο άρμα της και πέταξε για τη γη. Όταν έφτασε στη γη , χρησιμοποίησε τη φυσική δύναμη του καιρού της λέγοντας..:
– Ζέστη του ήλιου , λάμψη και λιακάδα ενωθείτε και δώστε καιρό ήλιο!
Επειδή στη γη είχε συννεφιά με τη μαγεία της τα εξαφάνισε και έφερε τον ήλιο. Οι άνθρωποι χάρηκαν που είχε ήλιο. Θα μπορούσαν να πάνε στη θάλασσα , να πετάξουν χαρταετό , να πάνε βόλτα και να κάνουν ένα σορό άλλα πράγματα . Η χαρά τους μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ όταν έμαθαν ότι πολλές μέρες θα είχε ήλιο. Έτσι περνούσε ο καιρός όμως συνέβη κάτι που δεν τους πέρασε καθόλου από το μυαλό τους . Από τον πολύ ήλιο και τη ζέστη τα φυτά άρχισαν να ξεραίνονταν , οι άνθρωποι ζεσταίνονταν πολύ , ίδρωναν και πολύ αρρώστησαν παθαίνοντας ηλίαση. Όταν πέρασαν οι είκοσι μέρες , η Ηλιένα έκανε τον καιρό όπως πριν και επέστρεψε απογοητευμένη στο σπίτι της.
Μετά ήρθε η σειρά της Συννεφένιας και αφού ανέβηκε στο δικό της άρμα πέταξε για τη γη. Όταν έφτασε εκεί, χρησιμοποίησε τη φυσική δύναμη του καιρού της , λέγοντας τα παρακάτω λόγια…..:
– Βροχερή δροσιά , σταγόνα και σύννεφο ενωθείτε και κάντε καιρό βροχής !
Τότε στη γη συννέφιασε , ακούστηκε ένας κεραυνός κι άρχισε να βρέχει. Οι άνθρωποι όταν είδαν ότι έβρεχε χάρηκαν πολύ. Τόσες μέρες είχε ήλιο, ζέστη , ξηρασία και λαχταρούσαν μια βροχούλα για να ποτιστούν τα φυτά και τα δέντρα γιατί κόντευαν να ξεραθούν. Έτσι, όλοι χάρηκαν με τη βροχή και την υποδέχτηκαν με χαρά. Όμως αυτό δεν κράτησε για πολύ. Από την πολλή βροχή τα φυτά άρχισαν να χαλάνε και τα λουλούδια άρχισαν να χάνουν το ωραίο χρώμα τους. Τα σπίτια των ανθρώπων πλημμύρισαν , τα παιδιά έκλαιγαν γιατί δεν μπορούσαν να βγουν έξω και να παίξουν. Όταν πέρασαν οι είκοσι μέρες , η Συννεφένια επέστρεψε απογοητευμένη στο σπίτι της.
Την επόμενη μέρα συναντήθηκαν για να μάθουν το αποτέλεσμα της αναμέτρησης . Η Ηλιένα μόλις την είδε την ρώτησε αν κέρδισε και η απάντηση ήταν πως όχι. Έτσι απογοητευμένες ξεκίνησαν για το παλάτι περπατώντας . Σε όλο το δρόμο καμία δε μιλούσε και προχωρούσαν λυπημένες . Τι θα πούνε τώρα στο βασιλιά! Περπάτησαν για πολλή ώρα ώσπου έφτασαν στο παλάτι. Μπήκαν μέσα και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά . Ο Ουρανός είδε τα κορίτσια απογοητευμένα και τα ρώτησε..:
– Τι συμβαίνει ; Γιατί είστε έτσι ; Κέρδισε καμιά ;
– Πού να σας τα λέμε μεγαλειότατε…είπε η Ηλιένα.
– Καμιά δε κέρδισε κάναμε τον καιρό μας και τον κρατήσαμε είκοσι μέρες όπως μας είπατε . Όμως η κριτές μας δεν έκριναν κανένα καιρό καλύτερο .Κάναμε έναν διαγωνισμό για το τίποτα!….είπε απογοητευτικά η Συννεφένια.
– Ελπίζω από αυτήν την ατυχία σας να πείρατε ένα καλό μάθημα. Πως κανένας καιρός δεν είναι καλύτερος, όλοι είναι το ίδιο καλοί και χρήσιμοι για τον άνθρωπο και τη φύση . Όλα χρειάζονται και η βροχή και ο ήλιος ακόμα και η παγωνιά, όλα έχουν κάτι να μας προσφέρουν . Πιστεύω να πήρατε το μάθημά σας .
Τα κορίτσια έμειναν με το στόμα ανοιχτό και ο Ουρανός συνέχισε … :
– Είδατε ; τόσο καιρό τσακώνεστε για βλακείες . Χαλάσατε και τον κρίκο της φιλία σας . Τώρα αρκετά είπαμε ! Ώρα να πάτε στα σπίτια σας . Προσπαθήστε να διορθώσετε τα πράγματα που φέρατε με το τσακωμό σας και να συμφιλιωθείτε μεταξύ σας .
Η Ηλιένα και η Συννεφένια έφυγαν από το παλάτι με σκυμμένο το κεφάλι . Στο δρόμο σκεφτόταν τα λόγια του σοφού και δίκαιου βασιλιά…..:
– Είχε δίκιο , ξέραμε ότι όλα χρειάζονται και ο ήλιος και η βροχή αλλά η αιτία του τσακωμού μας ήταν οι άνθρωποι του χωραφιού …….είπε η Ηλιένα.
– Έχεις δίκιο , τσακωνόμασταν για βλακείες τόσο καιρό. Ξεχάσαμε πως όλα χρειάζονται , εξαιτίας των ανθρώπων…… απάντησε η Συννεφένεια .
– Θέλεις να γίνουμε πάλι φίλες και να ξαναγίνουν τα πράγματα όπως πριν ;
– Ναι πάρα πολύ.
Στο τέλος αυτής της κουβέντας επικράτησε σιωπή. Τα κορίτσια σκεφτόταν πως όταν αλλάξουν τα πράγματα όλα θα ξαναγίνουν κανονικά .Αυτές θα περνούσαν καλά τόσο ανά μεταξύ τους όσο και με τις φίλες τους χωρίς να τσακώνονται. Μετά από πολλές ώρες φτάσανε στην Ελλαδοουρανούπολη . Ήδη ήταν απόγευμα , προτού αποχωριστούν για να πάνε στα σπίτια τους δώσανε τα χέρια και υποσχέθηκαν να μη μαλώσουν ποτέ ξανά. Τελικά κατάλαβαν την άδικη κόντρα τους και χάρη στο δίκαιο και σοφό βασιλιά κατάλαβαν το λάθος τους . Από τότε τα πράγματα και η φιλία τους έγιναν όπως πριν και δεν ξαναπήγαν ποτέ στη γη !!!!!!!!!!
Ψέματα ή αλήθεια έτσι λεν’ τα παραμύθια