Η ΑΛΕΠΟΥΔΕΝΙΑ
Στα πολύ παλιά τα χρόνια , τότε που οι άνθρωποι δεν ζούσαν σε πόλεις και χωριά όπως εμείς , χωρίς αμάξια και άλλες πολυτέλειες , αλλά στη φύση μέσα σε δάση , βουνά και λόφους.
Τα σπίτια τους δεν ήταν φτιαγμένα από τούβλα σαν τα δικά μας αλλά από ξύλα και μάλιστα ενός συγκεκριμένου δέντρου που λεγότανε <<Ορμιά>>. Τα ξύλα του ήταν πολύ γερά έτσι τα σπίτια τους γινόταν γερά και τους προστάτευαν από κάθε καιρό.
Είχανε και μαγαζιά βέβαια διαφορετικά από τα δικά μας αλλά χρήσιμα για τη ζωή τους . Όπως το ραφτάδικο , οπού εκεί έραβαν τα ρούχα και τα πουλούσαν χωρίς πληρωμή γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν χρήματα .
Η τροφή τους ήταν υγιεινή . Τρώγανε ψωμί , ζυμαρικά , όσπρια , γαλακτοκομικά . Πάρα πολλά φρούτα , λαχανικά και πίνανε μόνο φυσικούς χυμούς . Γλυκά και άλλα αναψυκτικά δεν υπήρχαν.
Έτσι , ήταν όλοι πάντα υγιής , χωρίς να πηγαίνουν ποτέ στο γιατρό. Όλοι δούλευαν . Έκαναν τις διάφορες δουλειές του νοικοκυριού , πήγαιναν για ψώνια και πολλά άλλα. Τον ελεύθερο χρόνο τους ασχολούνταν με το κέντημα που τους ηρεμούσε και τους χαλάρωνε .
Τα ρούχα αυτών των ανθρώπων δεν ήταν σαν τα δικά μας , ήταν φτιαγμένα από δέρματα ζώων και μάλιστα ανάλογα με το δέρμα ζώου που φορούσε κάποιος έπαιρνε και το όνομα του .
Αυτή ήταν η ζωή αυτών των ανθρώπων και τώρα ας γυρίσουμε στο
θέμα της ιστορίας μας που έχει ως ηρωίδα ένα παιδάκι (κοριτσάκι) . Όμως ένα παιδάκι που δεν κοροϊδεύει , δε λέει άσχημα λόγια και δεν χτυπά. Αντίθετα ήταν καλό , ευγενικό , ψύχραιμο , υπάκουο και υπομονετικό. Ένα παιδί που προσπαθούν με πολύ κόπο να μας κάνουν οι μανάδες μας .
Σε ένα δάσος μακρινό ζούσε μια γυναίκα που τη λέγανε
Γα’ι’δουρένια . Είχε μια κουκούλα γαϊδάρου , ξανθά μακριά μαλλιά , μακρύ φουσκωτό φόρεμα και τα μάτια της ήταν γκρι , σαν τα σύννεφα της βροχής που ήταν ο αγαπημένος της καιρός, αλλά της άρεσε και ο ήλιος. Η ασχολία της ήταν να φτιάχνει βαζάκια από πηλό και τα έβαζε στα ράφια του δωματίου της . Έτσι , τα ράφια της ήταν γεμάτα βαζάκια καφέ , με άσπρες γραμμές που μερικές φορές παρίσταναν διάφορα σχέδια .
Η ζωή της Γα’ι’δουρένιας κυλούσε χαρούμενα και όμορφα , όμως υπήρχε κάτι που δεν το είχε καθόλου και της έλειπε πολύ..Δεν είχε παιδιά !!!
Στο δάσος όλοι είχαν παιδιά , αγόρια ή κορίτσια και η μόνη που δεν είχε ήταν αυτή!! Ήταν πολύ λυπημένη !! Πόσο θα ήθελε να είχε ένα παιδάκι!!
Μια μέρα , η Γα’ι’δουρένια έφυγε από τα σπίτι της και πήγε στο Ναό της Θεάς που πίστευαν τότε .. τη Θεά Κυβέλη που ήταν Θεά της ανάγκης των ανθρώπων και της ασφάλειας . Όταν μπήκε μέσα στο Ναό γονάτισε μπροστά στη Θεά και προσευχήθηκε…:
-Ω ! Θεά Κυβέλη , προστάτιδα μας που μας φιλάς από τον πειρασμό και μας κρατάς ασφαλείς , αν έχεις την καλοσύνη δώσε και σε μένα ένα κοριτσάκι που να έχει ξανθά μακριά μαλλιά σαν το ήλιο και γαλάζια μάτια σαν τον ουρανό . Όποιος κι αν είναι ο χαρακτήρας της και η συμπεριφορά της εγώ θα την αγαπώ και θα την προσέχω σαν τα μάτια μου.
Η Θεά άκουσε την προσευχή της Γα’ι’δουρένιας και τη λυπήθηκε . Αποφάσισε λοιπόν να πραγματοποιήσει την επιθυμία της . Η γυναίκα έμεινε έγκυος και μόλις ήρθε ο καιρός γέννησε ένα όμορφο κοριτσάκι όπως το είχε ζητήσει .
Οι νονοί του παιδιού του έπαιρναν διάφορα όμορφα ρούχα που πίστευαν ότι θα του ταίριαζαν , όμως ό,τι και να του έπαιρναν δεν του ταίριαζε τίποτα.
Μόνο αν ένα ρούχο ταίριαζε στο μωρό θα μπορούσαν να το βαφτίσουν και να του δώσουν το όνομά του. Έτσι το είχανε τότε εκεί….
Άλλα ήταν μικρά , άλλα μεγάλα και άλλα..δεν του πήγαιναν καθόλου . Αυτό συνεχίστηκε για πολύ καιρό , ώσπου μια μέρα , ήρθε στο σπίτι της η θεία της μικρής και αδερφή της Γα’ι’δουρένιας . Είχε πάρει για το μωρό αλεπουδίσια ρούχα , μία κουκούλα και ένα φόρεμα . Του τα φόρεσαν λοιπόν για να δούνε αν του ταιριάζουν. Τότε τι να δουν! Τα ρούχα και του ταίριαζαν και του πήγαιναν ! Ήταν κούκλα !
Επιτέλους , βρήκανε ένα ρούχο και θα μπορούσαν να δώσουν και όνομα στο μωρό!!
Αυτό το κοριτσάκι λοιπόν το ονόμασαν Αλεπουδένια.
Πέρασαν τα χρόνια και η Αλεπουδένια μεγάλωσε κι έγινε ένα πανέμορφο κορίτσι . Κάθε μέρα βοήθαγε σε λίγες δουλειές τη μητέρα της και μετά έβγαινε έξω και έπαιζε με τους φίλους της όλη μέρα . Οι φίλοι της ήταν η Παπαγαλένια , η Αλογένα , η Παγονένια , η Πουλιένα , η Περιστένια , η Κριαρένια , η Αρκουδένια , η Ελαφένια , η Κουκουβαγιένια και ο Τιγρένιος . Παίζανε όλοι μαζί και περνούσαν πολύ καλά ανακαλύπτοντας καινούρια παιχνίδια..περνούσαν υπέροχα !!
Το απόγευμα , μετά από το παιχνίδι πήγαιναν σε μια παράγκα , καθόταν σε κύκλο κι έκανε το καθένα και μια ασχολία . Αυτή την ώρα την ονόμαζαν <<Ώρα της ασχολίας >> και περνούσαν πολύ ευχάριστα .
Η ασχολία της Αλεπουδένιας ήταν να φτιάχνει κοσμήματα ενώ του Τιγρένιου να παίζει καραγκιόζη και ήταν πολύ αστείο . Σηκωνόταν , πήγαινε μπροστά τους και έπαιζε το καραγκιόζη με τους φίλους του , κι άμα ήσουν και εσύ εκεί θα έσκαγες στα γέλια !! Έτσι περνούσε καθημερινά , ήρεμα και ωραία .
Μια μέρα ενώ έπαιζε άκουσε να τη φωνάζει η μητέρα της .
Πήγε ,τη συνάντησε και η μητέρα της την έδωσε ένα κίτρινο κουτί που είχε μια κόκκινη κορδέλα και κρεμασμένο πάνω του με μια μαύρη κλωστή έναν άσπρο φάκελο ..
–Αλεπουδένια , αυτό το δώρο με το φάκελο να το πάρεις και να το πας στη θεία σου , τη μάγισσα Αγλα’ί’α που μένει στο σκοτεινό δάσος πάνω σε ένα μακρινό ψηλό βουνό .
-Το βουνό όπου μένει η θεία μου είναι πολύ μακριά , αλλά παρόλο αυτά εγώ θα πάω….Γιατί τα παιδιά πρέπει να ακούνε τους γονείς τους και να κάνουνε ό,τι τους λένε.
–Έτσι μπράβο ! Τώρα είναι ώρα να φύγεις……είπε η μητέρα της.
Η Αλεπουδένια πήρε το δώρο με το φάκελο κι ένα καλάθι με φαγητό που της έδωσε η μητέρα της κι αφού την αποχαιρέτισε έφυγε από το σπίτι της .
Καθώς περπατούσε σιγά σιγά απομακρύνθηκε από τα σπίτια και ξαφνικά άκουσε βήματα πίσω της . Ήταν η φίλη της η Κουκουβαγιένια που βλέποντάς την να απομακρύνετε από τα σπίτια έτρεξε να τη ρωτήσει που πήγαινε .
-Πού πας Αλεπουδένια ;
-Πάω στη θεία μου……απάντησε .
–Στη θεία σου που μένει στο σκοτεινό δάσος ;
-Ναι.
-Αχ ! Πώς μπόρεσε η μητέρα σου να σε πει να πας κάπου τόσο μακριά! Παιδί είσαι , δεν είσαι μεγάλη!
-Άκουσε ,Κουκουβαγιένα … της λέει ήρεμα η Αλεπουδένια ….τρελό
είναι αυτό που μου είπε να κάνω η μητέρα μου , όμως είμαι παιδί της. Τα παιδιά πρέπει να ακούμε τους γονείς μας ό,τι και να μας πουν. Αν σε κάποιο από αυτά που μας λένε να κάνουμε, συναντήσουμε κινδύνους ,θα τα καταφέρουμε αρκεί να πιστεύουμε στον εαυτό μας .
-Έχεις δίκιο….παραδέχτηκε η Κουκουβαγιένα …καλή τύχη στο ταξίδι σου κι ελπίζω να φτάσεις στη θεία σου σώα και ασφαλής.
-Σε ευχαριστώ Κουκουβαγιένα κι εγώ σου υπόσχομαι ότι θα γυρίσω σύντομα και θα σου πω τι πέρασα σε εσένα και στους άλλους φίλους μας….Είπε η Αλεπουδένια κι αφού αγκαλιάστηκαν , αποχαιρέτισε η μία την άλλη.
Η Κουκουβαγιένια έφυγε τρέχοντας για το σπίτι της και η Αλεπουδένια χάθηκε στα δέντρα .
Περπάτησε, περπάτησε για πολλή ώρα ώσπου βγήκε από το δάσος . Μπήκε σε ένα μεγάλο μαύρο δρόμο , που είχε άσπρες γραμμές , σαν και αυτούς που περνάνε τα αυτοκίνητα .
Μετά από πολλές ώρες ακούστηκαν ήχοι από ρόδες καροτσιού και είδε μια κουκλίτσα με κοντό μπλε φουστανάκι με στρογγυλά μανίκια και ξανθά κοντά σγουρά μαλλιά. Είχε επίσης μακριά πόδια , φορούσε μπλε με άσπρο καλσόν και μπλε χοντρά παπούτσια. Κρατούσε και κουβαλούσε μπροστά της ένα θαλασσί καρότσι .
Η κουκλίτσα είδε την Αλεπουδένια που περπατούσε κι απόρησε . Πρώτη φορά έβλεπε άνθρωπο να περπατεί στο δρόμο . Συνήθως , εκεί περνούσαν βασιλιάδες και βασίλισσες , η κουκλίτσα την πλησίασε και της είπε… :
-Γεια και χαρά σου ξένη . Πες μου , γιατί ήρθες στα μέρη μας , εδώ συνήθως περνούν βασιλικές οικογένειες .
Η Αλεπουδένια διηγήθηκε την ιστορία της και η κουκλίτσα είπε…:
-Τώρα θα σου πω κι εγώ την ιστορία μου , άκου. Εγώ στην αρχή , δε ζούσα εδώ όπως τώρα . Με είχε μια μικρή πριγκίπισσα και περνούσα πολύ ωραία ώσπου μια μέρα με έκανε δώρο σε μια φίλη της που είχε γενέθλια . Η φίλη της όμως δε με ήθελε , έτσι με παράτησε εδώ πέρα για να με βρει κάποιος άλλος και να με κρατήσει. Για αυτό , τώρα εδώ ζω. Δεν μου είπες το όνομά σου , πώς σε λένε ;
-Αλεπουδένια , εσένα ;
-Εεε…αυτή που με είχε με φώναζε Μαίρη . Μπορώ να έρθω μαζί σου ; Βαρέθηκα εδώ πέρα τη μοναξιά.
-Εντάξι , τώρα ήρθε η ώρα για να φύγουμε . Πρέπει να πάω το δώρο μου στη θεία μου πριν νυχτώσει.
Έτσι , μπροστά η Αλεπουδένια και πίσω η μικρή Μαίρη , αφού έβαλαν το δώρο στο καρότσι συνέχισαν το δρόμο τους . Περπάτησαν κάμποσες ώρες ώσπου ήρθε το απόγευμα . Είχαν φτάσει σε ένα λόφο , γκρι σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και άρχισαν να ακούγονται οι πρώτες βροντές που τους έκαναν να φοβούνται …..:
-Καλύτερα να βρούμε ένα μέρος για να καθίσουμε , γιατί θα βρέξει….είπε τρομαγμένη η Μαίρη.
-Έχεις δίκιο , ας ψάξουμε…είπε η Αλεπουδένια και άρχισαν το ψάξιμο .
Καθώς έψαχναν , είδαν από μακριά ένα μικρό σπιτάκι που ήταν ανάμεσα σε δύο δέντρα και τα κλαδιά του σκέπαζαν την ξύλινη σκεπή του…
-Ας πάμε εκεί να καθίσουμε …λέει η Αλεπουδένια στη Μαίρη . Έτσι και οι δύο με γρήγορο βήμα πλησίασαν το σπίτι , ενώ άρχισε σιγά σιγά να ψιχαλίζει και χτύπησαν την πόρτα ..
-Ποιος είναι ; ακούστηκε μία γυναικεία φωνή από μέσα..
-Είμαι η Αλεπουδένια , ένα κορίτσι που έρχεται από ένα μακρινό δάσος και η φίλη μου η Μαίρη , η κούκλα.
-Μπορείτε να μας φιλοξενήσετε ; Γιατί θα βρέξει…είπε η Μαίρη , ενώ κοίταξε πίσω της και είδε τις ψιχάλες της βροχής να δυναμώνουν περισσότερο .
-Πολύ ευχαρίστως , περάστε . Η πόρτα άνοιξε και αντίκρισαν μια γελαστή κοπέλα με μακριά καφέ μαλλιά και καφέ μάτια . Φορούσε κίτρινα σκουλαρίκια και η λεοπαρδαλίτικη προβιά της σκέπαζε όλο το σώμα της . Τα κορίτσια μπήκαν μέσα και κάθισαν στο σαλόνι , σε ένα καναπέ ενώ η γυναίκα στη πολυθρόνα και άρχισαν την κουβέντα…..:
-Είμαι η Λεοπαρδαλένια , για πού το βάλατε ;
-Πάμε στο σκοτεινό δάσος….απάντησε η Αλεπουδένια...
-Και πού είναι ;
-Σε ένα μεγάλο μακρινό βουνό.
-Και γιατί πάτε εκεί ;
-Για να δώσω ένα δώρο στη θεία μου.
-Μήπως ξέρεις κατά πού είναι το βουνό ;….ρώτησε η Μαίρη.
-Δεν ξέρω , αλλά η μητέρα μου μπορεί να ξέρει . Είναι γεωγράφος και πολύ καλή μάλιστα.
Μόλις τελείωσε την κουβέντα της μπήκε μέσα στο σαλόνι μια ηλικιωμένη κυρία που φορούσε μια προβιά σκίουρου και κόκκινα σγουρά μαλλιά.
–Τι συμβαίνει εδώ ; Ποιες είναι αυτές ;
-Είναι δύο κορίτσια και πάνε στο σκοτεινό δάσος. Δεν είναι Λοφιανές. Πάνε να δώσουν ένα δώρο σε κάποια που μένει στο σκοτεινό δάσος. Χρειάζονται τη βοήθεια σου για να τους πεις κατά που είναι μητέρα….απάντησε η Λεοπαρδαλένια .
Η κυρία , η μητέρα της που ήταν η γιαγιά Σκιουρένια κάθισε στον καναπέ και της είπε ..:
-Πήγαινε κόρη μου και φτιάξε χυμό πορτοκάλι και μακαρονοσαλιγκαράκι για να τις κεράσουμε . Εγώ θα τις δώσω τις πληροφορίες που χρειάζονται .
Η Λεοπαρδαλένια σηκώνετε και φεύγει για την κουζίνα , ενώ η Σκιουρένια γύρισε στα κορίτσια και συνέχισε ……:
-Ώστε θέλετε να μάθετε ποια κατεύθυνση πρέπει να πάρετε ;
-Ναι..
-Μήπως θα θέλατε να μάθετε και την ιστορία αυτού του δάσους ; πιστεύω ότι είναι καλό να ξέρετε και κάποια πράγματα για αυτό.
-Ναι..
Η Σκιουρένια πήρε ένα βιβλίο που το είχε δίπλα της και αφού γύρισε πολλές σελίδες σταμάτησε κάπου στη μέση και άρχισε να τους λέει για το δάσος.
-Ο θρύλος λέει ότι στο μέρος αυτό είχαν έρθει πολλές οικογένειες από γίγαντες . Αυτοί κορόιδευαν τη θεά Τρεμνούλη , τη θεά των δασών . Αυτή θύμωσε πολύ και για να τους τιμωρήσει τους έκανε δέντρα. Τα δέντρα ήταν τεράστια και τα κλαδιά τους σκέπαζαν τον ουρανό και ήταν τόσο πυκνά που δεν περνούσαν ούτε οι ηλιαχτίδες για να φωτίσουν αυτό το μαγεμένο δάσος!! Έτσι πήρε και το όνομα του <<σκοτεινό δάσος>> , και όταν νυχτώσει γίνετε ακόμα ποια σκοτεινό και τρομαχτικό . Εκεί μένουν πολλοί λύκοι , αλεπούδες , νυχτερίδες και κουκουβάγιες . Μένουν ακόμα μάγισσες καλές και κακές ευτυχώς από ότι μαθαίνω οι περισσότερες είναι καλές . Το δάσος λοιπόν βρίσκετε ανατολικά σε ένα ψηλό βουνό , σας ξαναλέω έχει πολλούς κινδύνους. Προχωρώντας ανατολικά θα συναντήσετε έναν από αυτούς . Όταν με το καλό ανεβείτε στο βουνό θα φτάσετε σε ένα δάσος όπου τα πάντα είναι χρυσά και οι κάτοικοι του είναι χρυσά φαντάσματα , για αυτό λέγετε το <<Δάσος των χρυσών φαντασμάτων>>. Πρέπει να προσέχετε πολύ όταν θα φτάσετε εκεί….είπε η Σκιουρένια κλείνοντας το βιβλίο της .
Μέτα ήρθε η Λεοπαρδαλένια με τα μακαρονοσαλιγκάρια και το χυμό τοποθετημένα σε ένα δίσκο και αφού έφαγαν συνέχισαν την κουβέντα τους λέγοντας διάφορα και περισσότερο αστεία για να χαλαρώσουν και λίγο . Η ώρα περνούσε ευχάριστα παρόλο που έξω ο καιρός ήταν πάρα πολύ άσχημος με τη βροχή και τον αέρα να δυναμώνει συνεχώς .
Μες τη κουβέντα η ώρα πέρασε , ο καιρός έφτιαξε και τα κορίτσια αποφάσισαν να συνεχίσουν το δρόμο τους μόνο που όταν άνοιξαν την πόρτα είδαν ότι όλα είχαν πλημμυρίσει και μάλιστα πάρα πολύ. Προβληματίστηκαν και στεναχωρήθηκαν πάρα πολύ!!!
-Αν θέλετε μπορώ να σας βοηθήσω να περάσετε τα νερά με τη βάρκα μου…..τους πρότεινε η Λεοπαρδαλένια .
Τα κορίτσια δέχτηκαν , έτσι η Λεοπαρδαλένια τις ανέβασε στη βάρκα της και τις πέρασε από τα νερά . Εκεί η Αλεπουδένια και η Μαίρη ευχαρίστησαν την φίλη τους , την χαιρέτισαν και συνέχισαν τον δρόμο τους.
Μετά από κάμποσο περπάτημα έφτασαν στο βουνό και άρχισαν να το ανεβαίνουν .
Έφτασαν σε ένα δάσος όπου τα πάντα ήταν χρυσά…Τα δέντρα , τα λουλούδια , το γρασίδι ακόμα και τα έντομα!! Τι όμορφο δάσος , όλα έλαμπαν στον ήλιο!!
Τα κορίτσια χωρίς δισταγμό μπήκαν μέσα και άρχιζαν να το θαυμάζουν . Όμως ξεχάσαν ότι μέσα σε αυτό είχε χρυσά φαντάσματα και όποιος έμπαινε μέσα τον αρπάζανε και τον κάνανε και αυτόν φάντασμα! Κανένας δε κατάφερε να βγει από εκεί μέσα .
Καθώς λοιπόν περπατούσαν και θαύμαζαν όλα αυτά που έβλεπαν τις είδαν τα φαντάσματα , τις πιάσανε και τις οδήγησαν στο κρησφύγετό τους .
Η Μαίρη έτρεμε από το φόβο της ενώ η Αλεπουδένια ποιο ψύχραιμη δεν είχε φοβηθεί ιδιαίτερα .
-Πώς τολμάτε να έρχεστε στο δάσος μας!! Τις φώναξε ένα χρυσό φάντασμα….
–Δεν ξέρατε ότι εδώ είναι επικίνδυνα ; Τις είπε ένα άλλο , που ήταν κάπως αστείο αφού είχε κάτι χέρια πολύ χοντρά…..
-Πολύ θα διασκεδάσουμε με αυτά που θα πάθετε ….είπε ο αρχηγός τους και αφού σηκώθηκε από την καρέκλα του πήγε απέναντι τους με πηδηχτά βήματα ….
–Αρχηγέ πότε θα τις τιμωρήσουμε ; ρώτησαν με ανυπομονησία τα υπόλοιπα φαντάσματα….
–Τώρα κατευθείαν !! …απάντησε ο αρχηγός και διέταξε να τις πάρουν και να τις βάλουν κάτω στο πάτωμα. Όλα τα φαντάσματα μαζί θα έκαναν ένα κύκλο γύρο τους και χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις τους θα τις έκαναν όμοια με αυτά!!
Πριν προλάβουν όμως να τις βάλουν κάτω ήρθε τρέχοντας ένα μικρό φαντασματάκι……
–Αφέντη ,δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις δυνάμεις μας . Ο ήλιος δύει και χωρίς αυτόν δεν έχουμε καμία δύναμη!!
-Δίκιο έχεις , θα τις τακτοποιήσουμε αύριο πρωί πρωί με το πρώτο φως της ημέρας….και τις κλείδωσαν στη φυλακή…
Η Μαίρη φοβισμένη καθόταν λυπημένη αλλά και μετανιωμένη που έφυγε από το σπίτι της ενώ η Αλεπουδένια ποιο ψύχραιμη προσπαθούσε να βρει κάποιο τρόπο να ξεφύγουν . Πάνω από τα κρεβάτια τους είδε ένα παράθυρο και αμέσως έκανε μια ευχή από μέσα της….μακάρι το παράθυρο να είναι ξεκλείδωτο …Χωρίς να χάσει καιρό ανέβηκε στο κρεβάτι και για καλή της τύχη το παράθυρο το ξέχασαν ανοιχτό. Η ευχή της έπιασε , έτσι χωρίς να χάσουν καιρό βγήκαν από το παράθυρο και άρχισαν να τρέχουν για να απομακρυνθούν από το δάσος προτού ξημερώσει …και τα κατάφεραν . Σώθηκαν !! τα φαντάσματα δεν μπορούσαν τώρα να τις κάνουν τίποτα γιατί αυτές κατάφεραν και βγήκαν από το μαγεμένο δάσος..
Τότε έκατσαν να ξεκουραστούν αλλά άλλη μία έκπληξη τους περίμενε….
Το δάσος άρχιζε να αλλάζει όψη και να γεμίζει χρώματα. Από μέσα βγήκαν πανέμορφες νεράιδες και τις πλησίασαν….
-Σας ευχαριστούμε που μας γλιτώσατε από τα μάγια …τις είπαν και συνέχισαν…μια μέρα καθώς παίζαμε ήρθε εδώ ένας μάγος με μεγάλη μύτη και απέτισε να γίνει βασιλιάς του δάσους και εμείς του αρνηθήκαμε. Εκείνος θύμωσε πολύ και μας μάγεψε σε χρυσά φαντάσματα που θα προστατεύαμε το σκοτεινό δάσος και τις τέσσερις κόρες του που έμεναν εκεί. Τα μάγια θα λυνόταν μόνο αν κάποιος κατόρθωνε να βγει από το δάσος χωρίς να μαγευτεί όπως έγινε με εσάς!!!
Χαρούμενες η Αλεπουδένια και η Μαίρη που τελείωσαν όλα καλά χαιρέτισαν τις νεράιδες και συνέχισαν το δρόμο τους.
Κόντευε να βραδιάσει…τα κορίτσια φτάσανε στο κάστρο της θείας…βρέθηκαν μπροστά στη γιγάντια πύλη του κάστρου.
Η Αλεπουδένια έβγαλε το κολιέ της που το είχε δώσει η θεία της όταν ήταν πολύ μικρή, που είχε ένα ρόμβο, τον άνοιξε και πάτησε ένα από τα κουμπιά που είχε . Η πύλη άνοιξε και τα κορίτσια πέρασαν και μπήκαν στο παλάτι. Μετά έκλεισε τη πόρτα πατώντας πάλι το ίδιο κουμπί . Περπάτησαν κάμποσο μέσα και ανέβηκαν σε ένα δωμάτιο όπου είδαν τη μάγισσα Αγλα’ί’α να κάνει πειράματα.
Η Αλεπουδένια μόλις την είδε , έτρεξε κι αφού την αγκάλιασε της έδωσε το δώρο και το γράμμα της μητέρας της .
Η θεία πήρε τα κορίτσια και τα οδήγησε στο σαλόνι για να ξεκουραστούν και να μιλήσουν.
Μίλησαν για τις περιπέτειες που πέρασαν μέχρι να φτάσουν και για χίλια δυο άλλα πράγματα. Η ώρα πέρασε μα τα κορίτσια έπρεπε να επιστρέψουν , μόνο που είχε νυχτώσει και υπήρχε κίνδυνος να τις φάνε οι λύκοι και τα άγρια ζώα!!
–Μη στεναχωριέστε , μπορώ να σας στείλω εγώ στο σπίτι χωρίς να πάθετε τίποτα…είπε η θεία και έβγαλε από την τσέπη της ένα μπουκάλι που είχε μέσα ένα ροζ καπνό.
Άνοιξε το μπουκάλι και ένα ροζ σύννεφο σχηματίστηκε και στο λεπτό μετέφερε τα κορίτσια στα σπίτια τους..
Αφού διηγήθηκαν στους γονείς τους τι πέρασαν, έκαναν ένα ζεστό μπάνιο , έφαγαν και έπεσαν για ύπνο……..
ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ
ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ