ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Στα πολύ παλιά τα χρόνια, τότε που στη χώρα της Αρχαιότητας
βασίλευε η θεά Γνώση, ζούσε ένας συγγραφέας.
Αυτός ο συγγραφέας ήταν πολύ διάσημος και είχε πραγματικό ταλέντο στο να γράφει παραμύθια. Όλοι οι άνθρωποι που έμεναν εκεί έλεγαν ότι έγραφε τις καλύτερες ιστορίες σε όλο τον κόσμο. Δεν είχε λοιπόν κανένα παράπονο ή πρόβλημα στο σπιτικό του. Όλα τα είχε!!
Ποιο πολύ όμως του άρεσε η βιβλιοθήκη του. Ήταν τεράστια!!
Ήταν κίτρινη με μπλε σαν τον ήλιο με τον ουρανό και ο διάδρομος κάτω
είχε το χρώμα της νύχτας, στη μέση είχε το φεγγάρι που ήταν στρογγυλό με ένα πλατύ χαμόγελο και γύρο του πολλά γελαστά αστεράκια.
Στα ράφια της βιβλιοθήκης είχε πάνω βιβλία που ήταν αμέτρητα!
Αυτά τα βιβλία όμως, παρόλο που ήταν καλογραμμένα με ωραίες ιστορίες
είχαν κάτι το ξεχωριστό….μιλούσαν!
Ήταν φίλοι μεταξύ τους και ήταν πάντα ευτυχισμένα με καλή διάθεση.
Κάθε μέρα που περνούσε ήταν σαν μια γιορτή για τα βιβλία.
Τους άρεσε όλα όσα έκαναν μα ποιο πολύ τους άρεσε να χαζεύουν τον
κόσμο που ερχόταν στη βιβλιοθήκη.
Όλα τα βιβλία ήταν καλά,έξυπνα,άξια και ευγενικά..Όλα εκτός από ένα
που διέφερε από τα άλλα.
Δεν ήταν ούτε καλό,ούτε ευγενικό αλλά κακό,γκρινιάρικο,αδέξιο κι ακατάδεκτο.
Κανένα βιβλίο δεν το ήθελε και κανένα δεν το έκανε παρέα, για αυτό έμενε συχνά μόνο του.
Το ποιο τρελό πράγμα που είχε το βιβλίο ήταν πως ήταν άγραφο,δηλαδή δεν είχε ιστορία!Όσο κι αν τα βιβλία με τον συγγραφέα το παρακαλούσαν
να καθίσει να του γράψουν κάτι τέλος πάντων!
Εκείνο δεν άκουγε κανέναν, μονάχα τους έλεγε….:
–Και γιατί παρακαλώ πρέπει εγώ να καθίσω να με γράψετε; Όχι! Δεν θέλω να μουτζουρωθούν οι όμορφες λευκές σελίδες μου!
Έτσι έκανε το βιβλίο, όμως δεν ήξερε ότι αυτή τη βραδιά θα συναίβενε
κάτι αναπάντεχο. Κάτι που θα το έκανε να καταλάβει τα λάθη του και να αλλάξει συμπεριφορά.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν,εκεί που κοιμόταν άκουσε ένα θόρυβο. Ξύπνησε και άρχισε να κοιτάζει μια εδώ,μια εκεί,αλλά δεν είδε τίποτα. Ο θόρυβος ξανακούστηκε αλλά από ότι κατάλαβε ερχόταν κάτω από τη βιβλιοθήκη.
Το βιβλίο κοίταξε κι εκεί, μα αυτό που είδε το έκανε να μη πιστεύει στα μάτια του!
Ήταν ένα κορίτσι, να τόσο δα, που φορούσε ένα μακρύ φουσκωτό
γαλάζιο φόρεμα με μια άσπρη ποδιά και τα ξανθά μαλλιά της
έφταναν σχεδόν ως τα ξυπόλυτα πόδια της. Τα είχε δεμένα πλεξούδα με ένα μοβ φιόγκο. Η Νάιλα, έτσι την έλεγαν. Μόλις είδε το βιβλίο το
χαιρέτισε λέγοντας….:
-Καλησπέρα, συγνώμη που σε ξύπνησα. Μπορείς σε παρακαλώ να με ανεβάσεις επάνω;
Το βιβλίο δεν είχε καμιά όρεξη να την ανεβάσει. Καταρχήν,
πώς τόλμησε μια παράξενη ξένη να έρθει από το πουθενά και να το ξυπνήσει μέσα στα μεσάνυχτα!
Όμως επειδή φοβόταν μήπως η μικρή φωνάξει , κατέβηκε, την ανέβασε
και αφού ξανακάθησε στη θέση του την ρώτησε…:
-Γιατί ήρθες σε μένα; Τι θέλεις τέτοια ώρα νυχτιάτικα;
-Ήρθα να σου κάνω μια ερώτηση….του απάντησε η Νάιλα.
-Γιατί τέτοια ώρα; Έλα αύριο..!!
-Σε παρακαλώ, μόνο για λίγο. Η ερώτησή μου είναι μικρή.
-Καλά! Πες την να τελειώνουμε! ….της είπε το βιβλίο που είχε αρχίσει να βαριέται.
–Έχεις ιστορία;
-Φυσικά και όχι!
-Τότε μπορώ να γίνω εγώ η ιστορία σου;
-Όχι!
Όσο κι αν το παρακαλούσε η Νάιλα το βιβλίο αρνιόταν. Τότε το κορίτσι, αγανακτισμένο του είπε…:
–Μου φαίνεται ότι είσαι εκείνο το βιβλίο που λένε. Ποτέ δε φαντάστηκα ότι
είσαι τόσο κακό!! Λοιπόν θα σου πω λίγα πράγματα για εμάς τους ήρωες και θα φύγω. Πρόσεξε, αυτά που θα σου πω να τα σκεφτείς πολύ καλά. Την άλλη νύχτα θα ξανά ‘ρθω για να δω αν άλλαξες γνώμη. Εμείς οι ήρωες, μένουμε μέσα σε εσάς, είστε δηλαδή σαν σπίτια. Εμείς ζούμε τις περιπέτειές μας με κινδύνους αλλά είμαστε όλοι φίλοι κι αδέλφια, όλοι μαζί παίζουμε, γλεντάμε, μιλάμε και άλλα που ξέρεις. Θα μπορούσα να τα κάνω αυτά αλλά δεν μπορώ γιατί δεν έχω σπίτι! Αυτά ήθελα να σου πω. Καληνύχτα!
Μόλις τελείωσε τα λόγια που ήθελε
να του πει. Η Νάιλα πήδηξε από την βιβλιοθήκη και χάθηκε από τα μάτια του βιβλίου.
Το βιβλίο έμεινε για λίγο ακίνητο να κοιτάζει το πάτωμα και μετά από λίγο σκέφτηκε….<<Έλα βιβλίο, μην κάνεις έτσι! Η Νάιλα τα είπε αυτά γιατί σε ζηλεύει! Ας πέσω τώρα για ύπνο.>>
Μα ύπνος δεν το έπαιρνε. Έτσι έμεινε ξύπνιο ξαπλωμένο στο χώρο του.
Το βιβλίο σκεύτηκε τα λόγια που του είχε πει το κορίτσι και σιγά σιγά άρχισε να καταλαβαίνει το λάθος του. Τέλος αποφάσισε να ζητήσει
συγνώμη από τη Νάιλα και να της πει ότι δέχεται να μπει μέσα του. Έτσι το βιβλίο, ήσυχο ποια κοιμήθηκε.
Την άλλη μέρα λοιπόν, όταν όλοι έπεσαν να κοιμηθούν, το βιβλίο
κάθισε κι άρχισε να την περιμένει υπομονετικά. Κανέναν όμως
δεν είδε, ούτε άκουσε κανένα θόρυβο, τότε σκέφτηκε..:<<Φαίνεται ότι δεν θα πίστεψε ότι άλλαξα γνώμη. Καλύτερα να τη βρω εγώ.>>
Έτσι, κατέβηκε προσεκτικά από τη βιβλιοθήκη και πατώντας στις μύτες των ποδιών, το βιβλίο έψαχνε εδώ και εκεί για να τη βρει. Ξαφνικά
εκεί που έψαχνε είδε σε ένα τοίχο μια τρύπα γεμάτη φως. Ρίχνει μια ματιά μέσα και είδε τη Νάιλα καθισμένη σε μια κουνιστή καρέκλα να πλέκει.
Είδε το βιβλίο .. κι εκείνο της είπε ότι της ζητά συγνώμη και ότι θέλει να γίνει η ιστορία του…..
-Επιτέλους! Βλέπω ότι σκέφτηκες τα λόγια μου, ελπίζω να πήρες ένα καλό μάθημα.
Το βιβλίο άνοιξε τις σελίδες του, ενώ το κορίτσι προχώρησε και μπήκε μέσα. Τώρα είχε κι εκείνο τη δική του ιστορία! Ήταν χαρούμενο!!
Από τότε το βιβλίο σταμάτησε να είναι κακό, είχε γίνει καλό σας όλα τα άλλα.
Απόχτησε και μια φίλη, τη Νάιλα. Ξέρετε, τα βράδια κάθονται μαζί και μιλάνε ή διασκεδάζουν με αστεία….
ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ
ΕΤΣΙ ΛΕΝ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ