Η κακομαθημένη βασιλοπούλα

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένας βασιλιάς με τη γυναίκα του και την κόρη του. Ο βασιλιάς ήταν πάρα πολύ πλούσιος. Κατοικούσε σε ένα μεγάλο και λαμπρό παλάτι που είχε δωμάτια τεράστιου μεγέθους με αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας και αποθήκες με αμύθητους θησαυρούς. Παράλληλα, το παλάτι έξω ήταν περιτριγυρισμένο από πανέμορφους κήπους , όπου εκεί μπορούσες να βρεις λουλούδια διαφόρων ειδών.

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα δεν ήταν μόνο πλούσιοι, αλλά και πολύ ικανοί ηγέτες. Κυβερνούσαν με σοφία το βασίλειό τους , φροντίζοντας για την ευημερία των υπηκόων τους. Για αυτό τον λόγο, οι κάτοικοι τους αγαπούσαν πολύ και τους εκτιμούσαν:

– Είμαστε πολύ τυχεροί που έχουμε αυτούς τους καλούς ηγέτες να μας κυβερνούν! Τέτοιους ανθρώπους είναι πολύ σπάνιο να βρεις!…… έλεγαν χαρούμενοι μεταξύ τους.

Όπως καταλαβαίνετε, το βασιλικό ζεύγος ήταν προικισμένο με του κόσμου τα αγαθά, ενώ ταυτόχρονα εμπνέανε το σεβασμό του βασιλείου. Επομένως, θα περίμενε κανείς ότι θα ήταν ευτυχισμένοι. Η πραγματικότητα όμως ήταν πολύ διαφορετική. Αν και η ζωή τους ήταν αξιοζήλευτη, ο βασιλιάς και η βασίλισσα είχαν ένα μεγάλο καημό. Η μονάκριβη κόρη τους δεν είχε καθόλου παρόμοια συμπεριφορά με εκείνη των γονιών της. Αντίθετα ήταν εγωίστρια, ανέντιμη, γκρινιάρα και ακατάδεκτη. Κάθε μέρα επιθυμούσε να πάρει διάφορα υλικά αγαθά όπως κοσμήματα, φορέματα και αξεσουάρ για τα μαλλιά. Δεν έμενε όμως ποτέ ικανοποιημένη και ζητούσε όλο και περισσότερα πράγματα. Το χειρότερο μάλιστα από όλα ήταν ότι εάν οι επιθυμίες της δεν ικανοποιούνταν, γκρίνιαζε ασταμάτητα, υποστηρίζοντας ότι κανείς δεν την αγαπούσε. Επιπλέον, μιλούσε άσχημα στους άλλους ανθρώπους και τους πρόσβαλλε χωρίς να νοιάζεται εάν πληγώνονταν συναισθηματικά , διότι πίστευε ότι σε σύγκριση με αυτή οι υπόλοιποι ήταν κατώτεροι. Έτσι, δεν είχε κανένα φίλο, ενώ παράλληλα όλοι στο βασίλειο την αντιπαθούσαν. Η συμπεριφορά της βασιλοπούλας έθλιβε τους γονείς της, οι οποίοι όσες προσπάθειες κι αν έκαναν για να τη συμμορφώσουν έπεφταν στο κενό.

Ένα απόγευμα, η βασιλοπούλα βγήκε έξω για να κάνει μια βόλτα στην πλατεία του βασιλείου. Εκείνη τη μέρα ο καιρός ήταν ζεστός και ηλιόλουστος. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, ενώ τα πουλάκια χαρούμενα κελαηδούσαν στις κορυφές των δέντρων. Ακόμα, στην πλατεία έβλεπες χιλιάδες ανθρώπους να πηγαίνουν στους προορισμούς τους και οι χαρούμενες φωνές των παιδιών αντηχούσαν παντού. Σε μερικές γωνιές είχαν στηθεί διάφοροι πάγκοι, όπου οι ιδιοκτήτες τους διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους.

Παρόλα αυτά, τίποτα δε χαροποιούσε τη βασιλοπούλα, η οποία καθώς προχωρούσε κοιτούσε τα πάντα γύρω της με απέχθεια:

<<Κοίτα τους κακόμοιρους! Καταδικασμένοι να ζουν μια μίζερη ζωή σε αυτόν τον άθλιο τόπο! Σε αντίθεση με αυτούς εγώ είμαι όμορφη, πλούσια και ό,τι θελήσω το έχω στα πόδια μου. Αυτοί οι ανόητοι χωριάτες ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι δε με φτάνουν!>>

Ξαφνικά, εκεί που προχωρούσε αμέριμνη, το μάτι της έπεσε σε τρία παλικάρια, τα οποία είχαν ένα άλογο που έσερνε ένα κάρο με κανάτια. Τα παλικάρια φορούσαν κουρελιάρικα ρούχα και από την όψη τους καταλάβαινες ότι ήταν άνθρωποι ταλαιπωρημένοι από τη φτώχεια και τις κακουχίες. Η ηρωίδα μας γούρλωσε τα μάτια της από τη φρίκη:

<<Καλέ! Ποιοι είναι αυτοί οι κουρελιάρηδες; Τι άσχημοι που είναι! Δεν ντρέπονται να κυκλοφορούν με αυτά τα ρούχα; Επίσης γιατί μεταφέρουν όλα αυτά τα κανάτια; Εάν προορίζονται για πούλημα, σιγά μην ξοδέψει κανείς τα χρήματά του για αυτά! Από όλα όσα έχω δει σε αυτό το μίζερο βασίλειο, αυτό είναι το χειρότερο!>>…… σκεφτόταν καθώς τους έβλεπε να προχωρούν παρέα με το ζώο τους.

Εκείνη τη στιγμή, μια διαβολική ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό της:

<<Γιατί να μην πάω να τρομάξω το άλογο για να ξεφορτωθώ τα κανάτια; Σιγά το εμπόρευμα! Ίσα ίσα χάρη θα κάνω στους κουρελιάρηδες! Έτσι κι αλλιώς αποκλείετε να θέλει κάποιος να τα αγοράσει και θα είναι κρίμα να ξεμείνουν με αυτά!>>

Έτσι, η βασιλοπούλα άρχισε να ακολουθεί τους δύο νεαρούς, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να αναλάβει δράση. Μόλις εκείνοι σταμάτησαν το κάρο και πήγαν στη κοντινότερη βρύση για να πιουν νερό, η κοπέλα πλησίασε το κάρο και φώναξε δυνατά, με αποτέλεσμα το άλογο να τρομάξει και να το βάλει στα πόδια, σέρνοντας μαζί του το κάρο με τα κανάτια:

-Ε! Γιατί τρέχει το άλογο! ….. φώναξε έκπληκτος ο ένας από τους νεαρούς.

– Δεν ξέρω! Πριν από λίγα λεπτά ήταν ήρεμο! Τι έγινε και τρόμαξε;….. αναρωτήθηκε ο δεύτερος νεαρός.

– Τρέξτε από πίσω του! Να το προλάβουμε! ……. ακούστηκε οι φωνή του τρίτου νεαρού.

Τα παλικάρια άρχισαν να τρέχουν προς την κατεύθυνση που πήρε το άλογο για να το σταματήσουν. Η βασιλοπούλα, κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο, παρακολουθούσε ικανοποιημένη τη σκηνή.

Ευχαριστημένη από την πραγματοποίηση του σχεδίου της, συνέχισε τη βόλτα της.

Από τότε πέρασαν πολλές ώρες. Όλα κυλούσαν ήσυχα ώσπου ξαφνικά μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον καταγάλανο ουρανό και από παντού άρχισαν να ακούγονται βροντές, σημάδι που προμήνυε κακοκαιρία. Οι κάτοικοι, μόλις αντιλήφθηκαν την αλλαγή του καιρού, έτρεξαν γρήγορα στα σπίτια τους. Ακόμα και η βασιλοπούλα, βλέποντας τον σκεπασμένο με σύννεφα ουρανό, πήρε γρήγορα το δρόμο για το σπίτι της. Δυστυχώς όμως δεν πρόλαβε, καθώς γρήγορα ξέσπασε καταιγίδα:

<<Αμάν! Άρχισε να βρέχει και δεν προλαβαίνω να γυρίσω σπίτι! Καλύτερα να βρω ένα μέρος για να προφυλαχτώ, ειδάλλως θα βραχεί το ολοκαίνουργιο φόρεμά μου!>>

Μετά από πολύ ψάξιμο, βρήκε ένα μαγαζί που διέθετε υπόστεγο και κάθισε από κάτω του. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο ο καιρός χειροτέρευε. Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν πλέον με δύναμη στο έδαφος, ενώ στον κατάμαυρο ουρανό μπορούσες να διακρίνεις πολλές αστραπές. Παράλληλα, φυσούσε ένας δυνατός αέρας, ο οποίος μπορούσε να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Η κοπέλα πανικοβλήθηκε:

<< Τι θα κάνω τώρα; Πώς θα γυρίσω στο σπίτι μου; Σε λίγο κοντεύει να βραδιάσει και δε θέλω σε καμία περίπτωση να περάσω εδώ ολομόναχη τη νύχτα!>>

Τις σκέψεις της αυτές τις διέκοψε μια άγνωστη φωνή:

– Ε κοπελιά! Τι κάνεις κάτω από το υπόστεγο;

Η βασιλοπούλα γύρισε το κεφάλι της προς την κατεύθυνση που ακούστηκε η φωνή και τότε είδε έναν νεαρό φτωχικά ντυμένο να την κοιτάζει με περιέργεια. Στο χέρι του κρατούσε μια ομπρέλα:

– Δε βλέπεις τι κάνω ανόητε χωριάτη; Κάθομαι εδώ για να προφυλαχτώ από τη βροχή!

– Εντάξει δε χρειάζεται να φωνάζεις. Από ενδιαφέρον ρώτησα.

– Ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις τι να κάνω! Εγώ είμαι πλούσια και απαιτώ να μου μιλάς με σεβασμό! Δε φτάνει μόνο που δεν μπορώ να γυρίσω σπίτι μου, έχω κι εσένα να με εκνευρίζεις!

-Για αυτό σκας; Τι θα έλεγες να έρθεις μαζί μου στο δικό μου σπίτι για να περάσεις το βράδυ;

-Ξέχασέ το ! Αποκλείεται να μείνω μαζί με έναν σαν του λόγου σου!

– Είσαι σίγουρη; Γιατί δε νομίζω ότι η καταιγίδα θα κοπάσει σύντομα. Επίσης θα βραδιάσει σε λίγο και τις νύχτες είναι πολύ επικίνδυνο να κυκλοφορείς μόνη σου εδώ.

Γρήγορα η βασιλοπούλα κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Έτσι, με βαριά καρδιά δέχτηκε την πρόταση του άγνωστου νεαρού και μαζί πήραν το δρόμο για το σπίτι του.

Μετά από λίγα λεπτά δρόμο έφτασαν στον προορισμό τους. Το σπίτι του νεαρού ήταν μικρό, με τοίχους που ήταν ξεβαμμένοι και βρόμικοι. Καμία σχέση με το μεγάλο παλάτι της ηρωίδας μας, του οποίου οι τοίχοι ήταν κατασκευασμένοι από χρυσό. Το παλικάρι χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε μια μεσήλικη γυναίκα. Η γυναίκα ήταν πολύ αδύνατη , φορούσε ένα φόρεμα γεμάτο μπαλώματα και τα ατημέλητα μαλλιά της τα είχε πιασμένα σε μια πρόχειρη κοτσίδα. Επιπλέον, είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της, ενώ το πρόσωπο της ήταν αυλακωμένο με ρυτίδες:

– Καλώς ήρθες γιε μου! Ποια είναι η κοπέλα δίπλα σου;

-Γεια σου μάνα! Η δεσποινίς δεν μπορεί να γυρίσει στο σπίτι της λόγω του καιρού. Μπορεί να περάσει μαζί μας το βράδυ;

-Φυσικά! Περάστε μέσα!

Οι δύο νέοι μπήκαν μέσα και ακολούθησαν τη γυναίκα στο σαλόνι. Η βασιλοπούλα έμεινε έκπληκτη από το εσωτερικό του σπιτιού : Ο χώρος ήταν πολύ μικρός και τα μοναδικά αντικείμενα που υπήρχαν ήταν ένα τραπέζι με λίγες καρέκλες. Μπροστά στα τεράστια και μεγαλοπρεπή δωμάτια του κάστρου, έμοιαζε με μικρή αποθήκη. Σε μία γωνιά του σπιτιού, πάνω σε ένα τρυπημένο χαλάκι, κάθονταν δύο κοριτσάκια τα οποία έπαιζαν με ξεχαρβαλωμένες κούκλες. Μόλις τους είδαν να μπαίνουν μέσα, παράτησαν αμέσως το παιχνίδι τους κι έτρεξαν προς το νεαρό:

-Αδερφέ! Γύρισες επιτέλους!

Ο νεαρός αγκάλιασε τα κοριτσάκια, χαϊδεύοντας τρυφερά τα κεφαλάκια τους:

-Κι εγώ χαίρομαι που σας βλέπω αδερφούλες μου!

Έμειναν για κάμποσα λεπτά αγκαλιασμένοι. Κάποια στιγμή, οι μικρές αντιλήφθηκαν την παρουσία της άγνωστης κοπέλας που στεκόταν δίπλα στον αδερφό τους:

– Αδερφέ, ποια είναι αυτή;

– Είναι η φιλοξενούμενή μας. Θα μείνει μαζί μας σήμερα.

Στη συνέχεια, ο νεαρός και οι αδερφές του πήγαν στην τραπεζαρία για να βοηθήσουν τη μητέρα τους στο στρώσιμο του τραπεζιού.

– Όση ώρα εγώ και τα παιδιά μου ετοιμάζουμε το τραπέζι, εσύ κοπέλα μου πήγαινε μέσα στο μπάνιο να πλυθείς και να φορέσεις στεγνά ρούχα. Από ότι βλέπω, το φόρεμα σου είναι βρεγμένο και δε θέλω να πάθεις κανένα κρυολόγημα.

Η βασιλοπούλα υπάκουσε και υποχρεώθηκε να βάλει ένα κουρελιάρικο φόρεμα:

<<Τι απαίσιο που είναι! Πού ακούστηκε μια βασιλοπούλα σαν κι εμένα να βάλει αυτό το βρόμικο ρούχο! Δεν έχω όμως άλλη επιλογή. Μια βραδιά είναι θα περάσει. >>

Κάποια στιγμή χτύπησε ξανά η πόρτα. Η γυναίκα πήγε να ανοίξει και ένας φτωχικά ντυμένος άντρας μπήκε μέσα. Από τη θερμή υποδοχή των παρευρισκόμενων, η ηρωίδα μας κατάλαβε ότι ήταν ο πατέρας των παιδιών και ο σύζυγος της οικοδέσποινας.

Αφού έγιναν οι απαραίτητες προετοιμασίες για το στρώσιμο του τραπεζιού, οι ήρωές μας κάθισαν για να φάνε. Η βασιλοπούλα παρατήρησε ότι το φαγητό τους ήταν πολύ λιτό και ελάχιστο, που μετά βίας μπορούσε να χορτάσει κανείς:

– Να μας συμπαθάς κοπέλα μου, αλλά δεν έχουμε αρκετό φαγητό για να φάμε. Ελπίζω αυτή η μερίδα που σου έβαλα να σε ικανοποιήσει…… δικαιολογήθηκε η γυναίκα.

-Γιατί; Δεν αγοράζετε τρόφιμα από την αγορά;

– Δυστυχώς τα χρήματά μας δεν επαρκούν για να καλύψουμε τις ανάγκες μας.

-Και δεν πεινάτε;

-Πεινάμε, αλλά μάθαμε να αρκούμαστε στο λιγοστό φαγητό που έχουμε. Τουλάχιστον έχουμε κάτι να φάμε, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να αγοράσουν ούτε ένα κομμάτι ψωμί.

Η βασιλοπούλα έμεινε έκπληκτη από τα λόγια της οικοδέσποινας. Δεν ήξερε ότι υπήρχαν στον κόσμο άνθρωποι που δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα. Από τότε που γεννήθηκε, η ζωή της ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα και ούτε καν μπορούσε να διανοηθεί ένα βίο γεμάτο δυσκολίες:

– Πώς πήγε η δουλειά άντρα μου;…… ρώτησε η γυναίκα το σύζυγό της.

-Λίγο καλύτερα. Στον φούρνο σήμερα είχα αρκετούς πελάτες.

– Αυτά είναι υπέροχα νέα! Σε σύγκριση με άλλες φορές που ερχόντουσαν λιγότεροι πελάτες, αυτό είναι μια εξέλιξη!…… σχολίασε χαρούμενη η γυναίκα.

– Όπως τα λες γλυκιά μου. Μακάρι από εδώ και πέρα να αυξηθεί η πελατεία στον φούρνο, για να δούμε κι εμείς μια άσπρη μέρα.

-Μακάρι! Εσένα γιε μου πώς πήγαν τα πράγματα σήμερα στην δουλειά σου;…… ρώτησε η γυναίκα τον γιο της, ο οποίος όλη αυτήν την ώρα ήταν σκεφτικός και προβληματισμένος.

– Όχι και τόσο καλά μάνα….. απάντησε εκείνος θλιμμένα.

– Δεν πειράζει αγόρι μου! Συμβαίνει μερικές φορές τα πράγματα να μην έχουν την κατάληξη που επιθυμούμε , αλλά είμαι σίγουρη ότι αύριο όλα θα πάνε καλά…… του είπε χαμογελώντας η μάνα του. Παράλληλα, του άγγιξε τρυφερά το χέρι, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει. Ο νεαρός ανταπέδωσε το χαμόγελο της μητέρας του:

– Εσύ φιλοξενούμενη, για πες μας από πού έρχεσαι;……. ρώτησε ο άντρας με περιέργεια τη βασιλοπούλα.

– Από εδώ είμαι, μένω λίγο πιο μακριά από την πλατεία σε ένα μεγάλο σπίτι.

– Αλήθεια;

-Ναι. Στο σπίτι μου υπάρχουν πολλά δωμάτια με ακριβά έπιπλα, αποθήκες με θησαυρούς και κήποι με πανέμορφα λουλούδια . Βλέπετε, κατάγομαι από πλούσια οικογένεια.

– Αχ τι ωραία! Είσαι πολύ τυχερή που διαθέτεις όλα αυτά τα αγαθά! Θα πρέπει να είσαι πολύ χαρούμενη για αυτά που έχεις!……. της είπε η γυναίκα, ενθουσιασμένη από τα λόγια της φιλοξενούμενής της.

-Φυσικά…. απάντησε αμήχανα η βασιλοπούλα. Τι να τους έλεγε δηλαδή; Ότι δεν έμενε με τίποτα ευχαριστημένη και ζητούσε πάντα από τους γονείς περισσότερα υλικά αγαθά;

Μόλις τελείωσε η ώρα του βραδινού, η μητέρα με τον γιο της πήγαν να βάλουν τα κορίτσια για ύπνο. Η βασιλοπούλα, μένοντας μόνη με τον άντρα, τον ρώτησε:

-Πώς αντέχετε και ζείτε μέσα στη φτώχεια; Σίγουρα αντιμετωπίζετε πολλά προβλήματα.

– Πράγματι, η ζωή δεν στάθηκε γενναιόδωρη με εμάς. Αλλά μάθαμε να αντεπεξερχόμαστε στις δυσκολίες μας με χαμόγελο και υπομονή, χωρίς παράπονο. Εξάλλου, υπάρχουν άνθρωποι που περνούν χειρότερα από εμάς.

– Τι εννοείτε δηλαδή;

– Στη γειτονιά μας, οι περισσότεροι δεν μπορούν τόσο να θρέψουν τις οικογένειές τους, όσο και να επισκεφτούν τον γιατρό σε περίπτωση που αρρωστήσουν. Επιπλέον, πολλά παιδιά εδώ είναι ορφανά, ενώ δεν λείπουν κι αυτοί που κυκλοφορούν άστεγοι στους δρόμους, ζητιανεύοντας από τους περαστικούς.

– Αυτό είναι φοβερό!

-Είναι. Ευτυχώς όμως εσύ δε ζεις σε τέτοιες συνθήκες. Είσαι τυχερή που οι γονείς σου είναι πλούσιοι. Ο θεός να σε έχει πάντα καλά!

Σε λίγη ώρα, οι ήρωές μας πήγαν στα κρεβάτια τους για να κοιμηθούν. Η βασιλοπούλα όμως δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Σκεφτόταν όλα όσα είχε δει και ακούσει στο σπίτι της οικογένειας. Ούτε μπορούσε να φανταστεί πως θα ήταν να ζούσε όπως κι αυτοί, σε ένα σπίτι με ανεπαρκείς ανέσεις, με ελάχιστο φαγητό, χωρίς χρήματα και φορώντας μπαλωμένα ρούχα. Άρχισε να αισθάνεται θλίψη για τον νεαρό και τους δικούς του. Ποια; Αυτή! Αυτή που πάντα ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό της και για κανέναν άλλο, πόσο μάλλον για άτομα που δεν άνηκαν στην ίδια κοινωνική τάξη με εκείνη:

<< Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν πολλά χρήματα και αγωνίζονται για ένα κομμάτι ψωμί. Κι εγώ, αντί να είμαι ευγνώμων για όλα όσα έχω, συνέχεια γκρινιάζω.>>…… σκεφτόταν, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να αισθάνεται άσχημα για τη στάση ζωής της.

Ξημέρωσε η επόμενη μέρα και η κοπέλα, αφού φόρεσε ξανά το δικό της φόρεμα και έφαγε πρωινό με τους οικοδεσπότες της, έφυγε μαζί με τον νεαρό. Έξω δεν έβρεχε πια. Ο καιρός ήταν υπέροχος, με τον ήλιο να σκορπά απλόχερα το φως του σε όλη την πλάση. Τα πουλάκια κελαηδούσαν χαρούμενα και οι άνθρωποι ξεκινούσαν για τις δουλειές τους:

-Ελπίζω να έμεινες ευχαριστημένη από τη φιλοξενία μας …… της είπε ο νεαρός.

– Ναι, οι γονείς σου είναι πολύ ευγενικοί άνθρωποι.

– Χαίρομαι. Θα σε συνοδεύσω μέχρι την πλατεία και μετά θα πάω στη δουλειά μου.

– Δε χρειάζεται. Μπορώ να γυρίσω μόνη μου στο σπίτι. Ξέρω τον δρόμο.

– Δε δέχομαι αντιρρήσεις. Πρέπει να είμαι σίγουρος ότι δε θα μπεις στον πειρασμό να τρομάξεις το άλογο κάποιου άλλου ανθρώπου.

Εμβρόντητη έμεινε η βασιλοπούλα από αυτό που άκουσε. Ώστε αυτός ο νεαρός ήταν…..

– Χτες εγώ και οι φίλοι μου έπρεπε να παραδώσουμε δώδεκα κανάτια σε έναν έμπορο, ο οποίος δέχτηκε να τα αγοράσει σε καλή τιμή. Ξαφνικά, όταν πήγαμε στη βρύση για να πιούμε λίγο νερό, το άλογο άρχισε να χλιμιντρίζει τρομαγμένο και άρχισε να τρέχει προς άγνωστη κατεύθυνση. Τρέξαμε να το προλάβουμε, αλλά δυστυχώς το άλογο χάθηκε μαζί με τα κανάτια. Και δε φτάνει μόνο αυτό, αλλά ο έμπορος θύμωσε μαζί μας, χαρακτηρίζοντας μας αναξιόπιστους! Εγώ ήξερα ότι έφταιγες εσύ, γιατί σε είδα που έφευγες ξεκαρδισμένη στα γέλια. Επιπλέον, κατάλαβα ότι είσαι η κόρη του βασιλιά μας. Έχω ακούσει για την άσχημη συμπεριφορά σου, αλλά ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα είσαι τόσο κακομαθημένη. Όταν λοιπόν σε είχα δει χτες κάτω από το υπόστεγο, η πρώτη μου σκέψη ήταν να σε αφήσω. Τελικά όμως, αποφάσισα να σε φιλοξενήσω στο σπίτι μου, για να δεις με τα ίδια σου τα μάτια πως ζουν άνθρωποι σαν κι εμένα, με την ελπίδα ότι θα έπαιρνες ένα γερό μάθημα.

– Πράγματι, το να είσαι φτωχός είναι πολύ δύσκολο. Σου ζητώ συγγνώμη για αυτό που έκανα σε εσένα και στους φίλους σου. Τώρα καταλαβαίνω πόσο αχάριστη και ακατάδεκτη ήμουν. Σε ευχαριστώ που με βοήθησες να το καταλάβω.

Σε λίγα λεπτά οι δύο νέοι έφτασαν στην πλατεία, αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον και ο καθένας κίνησε για τον προορισμό του. Ο νεαρός για τη δουλειά του και η βασιλοπούλα για το παλάτι, αποφασισμένη να αλλάξει συμπεριφορά και να γίνει καλύτερος άνθρωπος.

Από τότε η βασιλοπούλα σταμάτησε να γκρινιάζει. Έγινε μία καλοσυνάτη , ευγενική κι έντιμη κοπέλα, που πρόθυμα βοηθούσε τους συνανθρώπους της. Οι γονείς της ξαφνιάστηκαν με αυτή την αλλαγή και αναρωτιούνταν συνεχώς ποια ήταν η αιτία της αλλαγής της συμπεριφοράς της κόρης τους. Επίσης, δεν ξέχασε ποτέ τον φτωχό νέο, με τον οποίο έγιναν καλοί φίλοι. Μάλιστα, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, φρόντισε ώστε η οικογένειά του να ξεπεράσει τα οικονομικά της προβλήματα.

Όταν τα χρόνια πέρασαν και ανέλαβε αυτή τον βασιλικό θρόνο, κυβέρνησε ορθά το βασίλειο και εξασφάλισε για όλους τους κατοίκους έναν ικανοποιητικό τρόπο ζωής.

Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λεν΄ τα παραμύθια!