ΤΟ ΚΡΕΜΜΥΔΑΚΙ
Στα πολύ παλιά τα χρόνια, τότε που όλα είχαν ανθρώπινη λαλιά
ζούσαν σε ένα κήπο πολλά και διάφορα φρούτα μαζί με λαχανικά.
Στο μέρος που έμεναν δεν ζούσαν καθόλου καλά, γιατί
πάντα φοβόταν μην έρθει κανένας άνθρωπος, να πάρει κανένα τους και να το φάει!
Επειδή δε μπορούσαν να ζούνε άλλο έτσι αποφάσισαν να φύγουν, να πάνε να μείνουν αλλού.
Περπάτησαν…περπάτησαν για πολλές μέρες, ώσπου
βρέθηκαν μπροστά σε μια διασταύρωση. Είχε πολλούς δρόμους
που οδηγούσαν σε διάφορους τόπους της Παραμυθοχώρας.
Το πρόβλημα ήταν που δεν μπορούσαν να πάνε όλοι μαζί γιατί δε θα χωρούσαν τόσα πολλά που ήταν. Τότε ο αρχηγός αφού σκέφτηκε για λίγο είπε…:
-Παιδιά, νομίζω πως ήρθε η στιγμή να χωριστούμε σε ομάδες και κάθε μια από αυτές να πάρει τον δικό της δρόμο. Ας πούμε ένα αντίο, ας ευχηθούμε ο ένας τον άλλον να ζήσει καλά χωρίς να φοβάται τίποτα!
Τα φρούτα αποχαιρέτισαν τους φίλους τους, με δάκρυα στα μάτια και πήρε η κάθε ομάδα τον δρόμο της.
Τα πορτοκάλια, μαζί με τον αρχηγό πήραν το δρόμο που οδηγούσε στη Δεντρόπολη. Τα λεμόνια πήραν το δρόμο που οδηγούσε στην Ηλιούπολη. Τα ρόδια για τη Χρωματούπολη ενώ τα καρπούζια με τα λαχανικά πήραν το δρόμο για την Ωρολογοχώρα.
Τα κεράσια έμειναν τελευταία. Αυτά δεν ήξεραν ποιο δρόμο να πάρουν και τελικά πήραν ένα στη τύχη.
Μετά από πολύ περπάτημα έφτασαν σε ένα πανέμορφο μέρος.
Κάθισαν και το κοιτούσαν κατάπληκτα.
Το μέρος ήταν καταπράσινο. Παντού είχε μεγάλα δέντρα και ωραία λουλούδια που μύριζαν πολύ ωραία, ενώ μπορούσαν να ακούσουν τη γλυκιά μελωδία της φύσης!
Αφού θαύμασαν το μέρος, τα κεράσια έφτιαξαν τα σπίτια στους
ανάμεσα στα δέντρα. Έφτιαξαν και ένα ωραίο σχολείο και έβαλαν για δάσκαλο ένα έξυπνο σκαθάρι.
Αυτόν τον τόπο τον ονόμασαν <<Κερασοχώρα>>.
Τα κεράσια όταν τελείωσαν είχαν ένα φωτεινό χαμόγελο στο πρόσωπό τους.
Από τότε πέρασε κάμποσος καιρός, ας δούμε όμως τι γίνετε στο σχολείο…
Το σχολείο ήταν κόκκινο χρώμα και βρισκόταν κάτω από ένα θάμνο, ενώ έξω υπήρχαν πολλά παιχνίδια. Εκεί πήγαιναν τα κερασάκια, τα οποία περνούσαν πολύ καλά. Πρώτα έκαναν μάθημα και όταν τελείωναν έκαναν ό,τι ήθελαν. Ζωγράφιζαν, έπαιζαν, τραγουδούσαν και πολλά άλλα.
Η ώρα του σχολείου περνούσε ήρεμα κι ωραία. Μια μέρα συνέβηκε κάτι παράξενο, που διατάραξε την ηρεμία της τάξης και προκάλεσε πολλή φασαρία.
Εκείνο το πρωινό λοιπόν ο δάσκαλος τους είπε ότι θα ερχόταν
ένα καινούριο παιδί στην τάξη. Τα κερασάκια χάρηκαν πολύ γιατί θα αποκτούσαν έναν καινούριο φίλο και περίμεναν υπομονετικά να το γνωρίσουν.
Σε λίγο μπήκε στη τάξη ο δάσκαλος με το νέο μαθητή.
Τα κερασάκια όταν τον είδαν έμειναν με το στόμα ανοιχτό ενώ τα μάτια τους γούρλωσαν από έκπληξη. Ο νέος τους συμμαθητής ήταν εντελώς διαφορετικός από αυτούς. Δεν ήταν κόκκινος όπως αυτά, αλλά είχε ένα άσπρο χρώμα με ξερές φλούδες και λίγο γεματούτσικος. Λόγο της περίεργης εμφάνισής του, τα κερασάκια δεν το συμπάθησαν καθόλου. Άρχισαν να τον κοροϊδεύουν λέγοντας τον άσχημα λόγια…:
-Τι είδος φρούτου είσαι εσύ;
-Ό,τι και να είσαι δεν ταιριάζεις με μας.
-Κοιτάξτε τι άσχημο που είναι!
-Δε φεύγεις καλύτερα από εδώ;
Έτσι του έλεγαν τα κερασάκια. Το κακόμοιρο το κρεμμυδάκι στεναχωριόταν πολύ. Ο δάσκαλος τους, ο κύριος Σκαθάρης, θύμωσε όταν είδε αυτή τη συμπεριφορά και τα μάλωσε λέγοντας τα…:
-Σταματήστε! Γιατί παιδιά κοροϊδεύετε το νέο σας συμμαθητή; Αυτό δεν είναι σωστό! Δε θυμάστε πριν χωριστείτε στη διασταύρωση; Παίζατε και με άλλα φρουτάκια και λαχανικάκια εκτός από κεράσια!
-Ναι κύριε το θυμόμαστε! Μα δεν έχω ξαναδεί κρεμμύδι!
-Τι σημασία έχει! Τέλος πάντων! Το μόνο που θέλω, είναι από εσάς να τον κάνετε φίλο σας και να το φέρεστε καλά. Σύμφωνοι;
-Σύμφωνοι!
Τα κερασάκια έκαναν ότι τους είπε ο δάσκαλός τους, κατά βάθος όμως δεν τον είχαν συμπαθήσει.
Πέρασαν οι ώρες και ήρθε η ώρα που σχόλασαν. Όλοι
έφυγαν από το σχολείο χαρούμενοι, μόνο το κρεμμυδάκι ήταν λυπημένο. Δεν είχε περάσει καθόλου καλά την πρώτη του μέρα στο σχολείο. Όταν έφτασε στο σπίτι του η μητέρα του, η κυρία Κρεμμυδίτσα πρόσεξε ότι το παιδί της ήταν δυστυχισμένο και το ρώτησε….:
-Γιατί παιδί μου είσαι έτσι;
Τότε το κρεμμυδάκι της διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί.
Η κυρία Κρεμμυδίτσα το αγκάλιασε και του είπε…:
-Μη στεναχωριέσαι,κάνε υπομονή και όλα θα φτιάξουν!
-Μα πώς;Αφού είμαι διαφορετικός από αυτούς!
-Θα στο ξαναπώ κάνε υπομονή!!
Κάθε απόγευμα όποτε είχε καλό καιρό, οι μητέρες με τα παιδιά τους πήγαιναν στο πάρκο. Εκεί συζητούσαν πίνοντας τον καφέ τους ενώ τα μικρά έπαιζαν ανέμελα.
Ξαφνικά, εκεί που όλα ήταν ήσυχα, ακούστηκαν από μακρυά
βήματα βαριά. Τότε, μπροστά του παρουσιάστηκε ένας άνθρωπος!!!
Οι μεγάλοι μόλις τον είδαν σάστισαν και άρχισαν να τρέχουν φοβισμένοι, ενώ τα μικρά βρέθηκαν στη σακούλα που κρατούσε ο άνθρωπος.
Το κρεμμυδάκι, που έπαιζε στην άκρη του πάρκου με τα αδελφάκια του, είδε τι είχε συμβεί. Θα μπορούσε να φύγει σαν τους άλλους για να γλυτώσει. Αυτό όμως δεν το έκανε. Γύρισε στα αδελφάκια του και είπε…:
-Τι κάθεστε έτσι; Εμπρός, πάμε να τους βοηθήσουμε! Εσύ,πήγαινε στο σπίτι και φέρε μερικές βέργες της μαμάς και εσύ φέρε αγκάθια από τον αγκαθόκηπό μας.
Χωρίς να χάσουν καιρό, τα κρεμμυδάκια έφυγαν και γυρνώντας αμέσως έφεραν αυτά που τους είπε. Πρώτα άρχισαν να χτυπούν τον άνθρωπο με τις βέργες. Πόνεσε αλλά δεν άφησε τα κερασάκια. Το κρεμμυδάκι τότε είπε…:
-Ας τον τσιμπήσουμε με τα αγκάθια!
Τότε όλα μαζί άρχισαν να τον τσιμπάνε με δύναμη.
Ο άντρας δεν άντεξε τον πόνο, άρχισε να ουρλιάζει δυνατά. Στο τέλος πέταξε τη σακούλα με τα κερασάκια και έφυγε μακριά!
Μόλις ο κίνδυνος πέρασε, όλα τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω από
τον ήρωά τους…:
-Σε ευχαριστούμε που μας έσωσες!
-Αν δεν ήσουν εσύ, τώρα δε θα ζούσαμε!
-Γιατί μας έσωσες; Αφού δε σου φερθήκαμε καλά!
-Έκανα αυτό που έπρεπε. Τώρα ας ξεχάσουμε τι έγινε. Θα σας πάω τώρα στα σπίτια σας γιατί οι γονείς σας θα ανησυχούνε πολύ!
Ξεκίνησαν όλα μαζί πιάνοντας χέρι-χέρι το ένα με το άλλο.
Από τότε τα κερασάκια
δεν κορόιδεψαν ξανά το κρεμμυδάκι και τον έκαναν καλό τους φίλο. Πήρανε όμως και ένα μάθημα που θα το θυμούνται για όλη τους τη ζωή……
Δεν κοροϊδεύουμε κανέναν, όσο διαφορετικός και αν είναι από εμάς γιατί δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί!!
ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ
ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ