Έρωτας με άρωμα θάλασσας

Η ιστορία μας διαδραματίζετε στην Κάμπτη, ένα νησί που βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα. Το νησί αυτό αποτελούσε ένα από τα γνωστότερα της χώρας . Φημιζόταν τόσο για την ποιότητα των εμπορευμάτων του όσο και για την γεωγραφική θέση του . Από όποιο σημείο της Κάμπτης κι αν βρισκόσουν έβλεπες παντού την θάλασσα. Επιπροσθέτως, ο καιρός εκεί ήταν πάντοτε ζεστός και ηλιόλουστος τόσο το καλοκαίρι όσο και τον χειμώνα . Οι κάτοικοι ήταν περήφανοι για το νησί τους και αισθάνονταν τυχεροί που ζούσαν σε ένα τόσο φημισμένο μέρος που τους εξασφάλιζε μία ήρεμη και ευχάριστη ζωή . Στην Κάμπτη θα διαδραματιστεί η ιστορία μας, μία ιστορία αγάπης στην οποία οι ήρωες της , αν και ήταν διαφορετικοί ως προς την καταγωγή τους , αισθάνθηκαν έναν μεγάλο κι ανιδιοτελή έρωτα ο ένας για τον άλλον, έναν έρωτα με άρωμα θάλασσας….

Η ζωή μου δεν ήταν ποτέ εύκολη. Παρόλο που η οικογένειά μου ήταν μία από τις πιο ευκατάστατες της Κάμπτης , ήμουν πολύ δυστυχισμένη. Στο σχολείο δεν είχα κανένα φίλο και καθημερινά γινόμουν περίγελος από τα υπόλοιπα παιδιά εξαιτίας των κιλών μου και της ακμής που είχα στο πρόσωπο. . Η Χέλα , το πιο δημοφιλές κορίτσι του σχολείου και η παρέα της όποτε με έβλεπαν με κορόιδευαν :

– Κοιτάξτε πια ήρθε! Η χοντρή σπυριομούρα!!!

– Τι άσχημη που είσαι Σούφη ! Απορώ που είσαι κόρη πλούσιων επιχειρηματιών!

– Σιγά μη γυρίσει αγόρι να σε κοιτάξει !

– Πού πας χοντρή ; Στο φαστφουντάδικο για μπέργκερ ;

Τέτοια λόγια μου έλεγαν τα κορίτσια. Μάλιστα , μου είχαν αποδώσει κι ένα σωρό παρατσούκλια όπως φούσκα , σπυριάρα , τέρας , κήτος κτλ. Παρόλο όμως που αισθανόμουν άσχημα, δεν έλεγα τίποτα . Απλά άκουγα παθητικά τις κοροϊδίες εις βάρος μου. Εξάλλου και να αντιδρούσα δεν είχα καμία ελπίδα μπροστά στην Χέλα. Τη Χέλα όλοι την συμπαθούσαν στο σχολείο και ήταν πάρα πολύ όμορφη . Όλο το σχολείο μιλούσε για εκείνα τα σμαραγδένια της μάτια και τα μακριά κατακόκκινα μαλλιά της . Τα αγόρια την θαύμαζαν και την κοιτούσαν με λαχτάρα όποτε περνούσε από μπροστά τους , ενώ τα κορίτσια μοιράζονταν την ίδια επιθυμία, να γίνουν μέλη της παρέας της . Η Χέλα ήταν κατά κάποιον τρόπο η βασίλισσα του σχολείου . Αντίθετα, εγώ δεν ήμουν ούτε όμορφη ούτε δημοφιλής. Δεν είχα πάνω μου κάποιο χρώμα ιδιαίτερο για να με κάνει ξεχωριστή. Δεν είχα κόκκινα μαλλιά αλλά ούτε πράσινα μάτια, είχα μαύρα μαλλιά με καστανά μάτια. Χρώμα αρκετά συνηθισμένο που το διαθέτει όλος ο κόσμος. Επίσης , κανένα κορίτσι δε με ήθελε για φίλη της και τα αγόρια γούρλωναν τα μάτια τους από την αηδία μόλις με έβλεπαν.

Επιπλέον, δεν μπορούσα σε κανέναν να μιλήσω για τα προβλήματα μου. Οι γονείς μου έλειπαν όλη τη μέρα στη δουλειά και τα αδέρφια μου δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να απολαμβάνουν τις χαρές της πλούσιας ζωής βγαίνοντας στα μπαράκια για να βρουν κοπέλες για συντρόφους.

Τα απογεύματα συνήθιζα να πηγαίνω στην παραλία του νησιού . Η παραλία της Κάμπτης ήταν ένας αρκετά μεγάλος χώρος με χρυσή αμμουδιά. Στην επιφάνεια της μπορούσες να διακρίνεις πολλών ειδών κοχύλια μικρού ή μεγάλου μεγέθους σε πολλά διαφορετικά χρώματα. Η θάλασσα, γαλάζια και απέραντη , <<έγλειφε>> τα μαύρα βράχια που εξείχαν από την επιφάνεια της κι αποκτούσαν το χρώμα του έβενου κάτω από το φως του ήλιου. Αγαπούσα πολύ αυτήν την παραλία. Ήταν το ιδανικό μέρος όπου μπορούσα να χαλαρώσω και να ξεχάσω για λίγο τα προβλήματα μου. Επιπλέον, εκτός από τους περιπάτους μου , συνήθιζα να κάθομαι στην αμμουδιά και να αγναντεύω για ώρες τη θάλασσα. Έκλεινα τα μάτια μου και αφουγκραζόμουν τον ήχο τον κυμάτων. Τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού φορούσα το ολόσωμο μαγιό μου για να κολυμπήσω στα καταγάλανα νερά της θάλασσας και στη συνέχεια παρακολουθούσα τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα που προανήγγελλαν το τέλος μίας ακόμα μέρας. Για αυτούς τους λόγους λοιπόν κάθε φορά ανυπομονούσα να έρθει το απόγευμα, για να επισκεφτώ το αγαπημένο μου μέρος.

Αυτή ήταν η ζωή μου, γεμάτη με προβλήματα και ταυτόχρονα ευχάριστες στιγμές στην παραλία. Υπήρχαν μάλιστα στιγμές που αναρωτιόμουν εάν τελικά είχε νόημα η ύπαρξη μου σε αυτόν τον κόσμο. Κι αν είχε, τότε ποια ήταν ; Σίγουρα έτσι θα ζούσα μέχρι τα βαθιά γεράματα και δε θα μου συνέβαινε ποτέ κάτι ευχάριστο. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα….

Μετά από άλλη μία δύσκολη μέρα επισκέφτηκα , όπως κάθε απόγευμα, την παραλία. Εκείνο το απόγευμα ο ήλιος ήταν ψηλά στον ουρανό , προσδίδοντας στη θάλασσα ένα ανοιχτό γαλάζιο χρώμα. Τα κύματα της ήρεμα κατέληγαν στην αμμουδιά , παρασυρόμενα από το απαλό αεράκι που <<χάιδευε >> τόσο τη θάλασσα όσο και την αμμουδιά με τα κοχύλια της. Καθώς έκανα τον καθιερωμένο περίπατο μου, θαυμάζοντας την ομορφιά του τοπίου, άκουσα έναν θόρυβο. Σαν κάποιος να έπαιζε μουσική. Ποιος άραγε; Όποιος κι αν ήταν, έπαιζε πολύ ωραία . Απορημένη και ταυτόχρονα μαγεμένη ακολούθησα την μουσική. Και τότε τον είδα…

Σε έναν βράχο καθόταν ένας νεαρός που κρατούσε στα χέρια του μία μεγάλη χρυσή άρπα κι έπαιζε έναν υπέροχο μουσικό σκοπό. Είχε ξανθά σγουρά μαλλιά στο χρώμα του ήλιου και μεγάλα μπλε μάτια σαν τη θάλασσα . Η αμφίεση του αποτελούταν από έναν λευκό χιτώνα και χρυσά σανδάλια, προσδίδοντας του μια αύρα θεϊκή. Ο ήλιος τον έλουζε με το φως του, ενώ οι ηλιαχτίδες του μπερδεύονταν με τα χρυσά του μαλλιά, κάνοντας τα ακόμα πιο λαμπερά. Δε θυμόμουν να είχα ξαναδεί στη ζωή μου έναν τόσο όμορφο άντρα. Επίσης , η ηρεμία και η γαλήνη που εξέπεμπε καθώς έπαιζε την άρπα του με εντυπωσίαζε.

Κάποια στιγμή ο νεαρός αντιλήφθηκε την παρουσία μου . Σταμάτησε να παίζει την άρπα του και στράφηκε προς το μέρος μου:

Καλησπέρα!….. μου είπε ευγενικά.

Εγώ από την αμηχανία μου δεν μπορούσα να μιλήσω. Απέμεινα ακίνητη να τον κοιτάζω. Πρώτη φορά στη ζωή μου ένα όμορφο αγόρι μου μιλούσε και δε με κοιτούσε με απέχθεια. Ήταν τόσο μεγάλη η έκπληξή μου, που δεν μπορούσα να μιλήσω! Ο νεαρός, αντιλαμβανόμενος την κατάστασή μου, με πλησίασε και μου έτεινε το χέρι του:

– Είμαι ο πρίγκιπας Βέρμαν. Εσένα πώς σε λένε;

-Με λένε Σούφη……μουρμούρισα ντροπαλά, ανταποδίδοντας τη χειραψία του.

– Χαίρομαι που σε γνωρίζω Σούφη. Λοιπόν, τι θα έλεγες να περπατήσουμε λίγο και να τα πούμε λιγάκι;

Ξαφνιάστηκα με την πρότασή του. Κανένας άντρας δε μου είχε προτείνει ποτέ να περπατήσουμε μαζί. Αντίθετα, οι περισσότεροι προτιμούσαν να κάνουν παρέα με τη Χέλα, η οποία ήταν αναμφισβήτητα περισσότερο όμορφη και ντελικάτη από εμένα. Ενθουσιασμένη από αυτήν την εξέλιξη του απάντησα χαρούμενα:

– Ναι, γιατί όχι;

Έτσι λοιπόν, αρχίσαμε να διασχίζουμε την παραλία περπατώντας δίπλα στη θάλασσα.

– Λοιπόν, από πού έρχεσαι;….. με ρώτησε ο Βέρμαν.

– Εδώ στο νησί μένω. Εσύ από πού είσαι;

– Εγώ μένω στη Τιρκουαζία, ένα βασίλειο που βρίσκεται στο βυθό της θάλασσας.

– Δηλαδή προέρχεσαι από τον ωκεανό;

– Ναι. Στα βάθη της θάλασσας, εκεί όπου δεν μπορεί να φτάσει ο νους του ανθρώπου, βρίσκεται το βασίλειο της Τιρκουαζίας. Σε αυτό το βασίλειο κατοικούν άνθρωποι που μπορούν να αναπνεύσουν κάτω από το νερό. Η ζωή είναι υπέροχη εκεί, καθώς οι κάτοικοί της είναι προικισμένοι με του κόσμου τα αγαθά. Επιπλέον, το βασίλειό μου είναι γνωστό για τα μεγαλοπρεπή παλάτια του, για τους θησαυρούς που φυλάσσονται εκεί και για τα σπάνια είδη φυτών και ζώων που ζουν εκεί. Τα τελευταία μάλιστα συνυπάρχουν με τους ανθρώπους.

Όση ώρα μιλούσε ο Βέρμαν, εγώ τον άκουγα εκστασιασμένη:

<<Ώστε ο όμορφος αυτός άντρας που συνομιλεί μαζί μου είναι πρίγκιπας ενός παραμυθένιου βασιλείου. Είμαι τόσο τυχερή που είμαι μαζί του!>>

– Έρχεσαι συχνά εδώ στην παραλία;….. με ρώτησε ο πρίγκιπας διακόπτοντας τις σκέψεις μου.

– Ναι. Την αγαπώ πολύ αυτήν την παραλία, γιατί αισθάνομαι ηρεμία όταν βρίσκομαι σε αυτήν. Συνηθίζω να κάνω περιπάτους εδώ, ενώ τις ζεστές μέρες κάνω βουτιές στη θάλασσα.

– Κι εμένα μου αρέσει πολύ να έρχομαι εδώ παρέα με την άρπα μου, για να συνθέτω τους σκοπούς μου. Η παραλία αυτή είναι η πηγή έμπνευσής μου.

-Παίζεις μουσική;

-Βεβαίως! Στον ελεύθερο χρόνο μου ασχολούμαι ερασιτεχνικά με το παίξιμο της άρπας. Συνθέτω μουσικά έργα, τα οποία παρουσιάζω στις διάφορες εκδηλώσεις όπου είμαι προσκεκλημένος. Λατρεύω τη μουσική, διότι σε ταξιδεύει σε κόσμους απροσπέλαστους. Επιπλέον, είναι πολύτιμος αρωγός εξωτερίκευσης συναισθημάτων και ταυτόχρονα με βοηθάει να αντικρίζω

με μια πιο θετική οπτική γωνία τη ζωή.

– Εκπληκτικό!….αναφώνησα με χαρά

– Εσύ δεσποινίς μου, τι έχεις να μου πεις για εσένα;

– Εγώ ζω σε ένα πλούσιο σπίτι μαζί με τους γονείς μου και τα αδέρφια μου. Η δική μου καθημερινότητα δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Στο σχολείο τα παιδιά με κοροϊδεύουν εξαιτίας της εμφάνισής μου. Δεν έχω καθόλου φίλους. Δυστυχώς δεν μπορώ να εκμυστηρευτώ τα προβλήματα μου στους γονείς μου, γιατί είναι μονίμως απασχολημένοι με την εργασία τους και τα αδέρφια μου αδιαφορούν πλήρως.

Καθώς μιλούσα ένιωθα τα μάτια μου να βουρκώνουν. Ο Βέρμαν με έπιασε τρυφερά από τον ώμο:

– Λυπάμαι πολύ. Να ξέρεις ότι εάν θελήσεις ποτέ να ανοίξεις την καρδιά σου σε κάποιον, εγώ είμαι εδώ. Εξάλλου, η εμφάνισή μας δεν καθορίζει τον χαρακτήρα μας.

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση. Ποτέ δεν είχε δείξει κανείς ενδιαφέρον για εμένα. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη.

Οι ώρες κυλούσαν ήρεμα και ευχάριστα, ώσπου ήρθε η ώρα που έπρεπε να επιστρέψω στο σπίτι μου:

Ήρθε η ώρα να γυρίσω πίσω. Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα και που είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω μαζί σου.

– Παρομοίως… μου απάντησε χαρούμενα ο Βέρμαν.

– Τι θα έλεγες να ξανασυναντηθούμε κι αύριο το απόγευμα εδώ;…. τον ρώτησα με λαχτάρα.

– Θα το ήθελα πολύ.

Αφού αποχαιρετίσαμε ο ένας τον άλλο πήρε ο καθένας τον δρόμο του. Σε όλη τη διαδρομή δεν σταμάτησα να ανακαλώ τη συνάντηση μας. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα με τη σκέψη του.

Την επόμενη μέρα δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο από την επικείμενη συνάντησή μας. Στο σχολείο έδωσα ελάχιστη σημασία στους χλευασμούς της Χέλας και δεν εκνευρίστηκα ούτε όταν μου άφησε σε ένα διάλειμμα ένα σημείωμα με αρνητικά σχόλια για την εμφάνισή μου. Αδημονούσα να ξαναδώ τον Βέρμαν και δεν θα άφηνα κανέναν να μου χαλάσει την καλή μου διάθεση. Μόλις σχόλασα, έτρεξα στα διασημότερα καταστήματα ρούχων για να ψωνίσω. Έπρεπε σήμερα να πήγαινα περιποιημένη στην παραλία. Χτες φορούσα μια απλή μαύρη φόρμα , αλλά εάν ήξερα ότι θα συναντούσα αυτόν τον πανέμορφο θεό δεν θα είχα εμφανιστεί έτσι. Σήμερα όμως έπρεπε να επιμεληθώ τον εαυτό μου και να γίνω όμορφη για χάρη του. Κοιτούσα για πολλές ώρες τις βιτρίνες των καταστημάτων, ώσπου η ματιά μου έπεσε σε ένα όμορφο άσπρο αέρινο φόρεμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη το αγόρασα και γύρισα στο σπίτι με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.

Οι ώρες κύλησαν γοργά και επιτέλους ήρθε η στιγμή που περίμενα. Φόρεσα το φόρεμα μου, βάφτηκα, άφησα τα μαλλιά μου ελεύθερα και ξεκίνησα για την παραλία. Όσο ενθουσιασμένη ήμουν όμως, τόσο πιο πολύ αγχωνόμουν. Τι θα γίνει αν εκείνος δεν ερχόταν; Κι αν είχε μετανοιώσει που μίλησε μαζί μου; Προσπάθησα όμως να διώξω αυτές τις σκέψεις από το μυαλό μου. Εξάλλου, ο Βέρμαν δεν έδειξε κανένα σημάδι αντιπάθειας προς εμένα και επιπλέον έδινε την εντύπωση ότι ήταν συνεπείς στις συναντήσεις του.

Όταν έφτασα στο σημείο συνάντησης, παρατήρησα ότι ο Βέρμαν βρισκόταν στην ίδια θέση που τον είχα δει και την πρώτη φορά που τον γνώρισα. Η ευτυχία που αισθάνθηκα όταν τον είδα ήταν απερίγραπτη:

– Καλησπέρα Βέρμαν!….. του είπα χαρούμενα

-Καλησπέρα Σούφη! Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!

Αμέσως κάθισα απέναντι του και αρχίσαμε να συζητάμε για διάφορα θέματα. Ο πρίγκιπας αποδείχθηκε ότι ήταν καλός τόσο ακροατής όσο και ομιλητής. Με άκουγε προσεχτικά όταν μιλούσα χωρίς να με διακόψει ούτε μια φορά και όταν εξέφραζε την άποψη του έμενα έκπληκτη από την ευφράδεια του λόγου του και τον τρόπο έκφρασής του. Και αυτό το απόγευμα το πέρασα περίφημα. Όταν ήρθε το βράδυ, με δυσκολία τον αποχωρίστηκα.

Από τότε συναντιόμασταν κάθε σούρουπο στην παραλία. Γρήγορα γνωριστήκαμε καλύτερα και απολαμβάναμε ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Αξέχαστες στιγμές πέρασα μαζί του. Πλέον δεν περιοριζόμασταν μόνο στην κουβέντα και στους περιπάτους, αλλά κάναμε βουτιές στη θάλασσα, καταδύσεις, δημιουργούσαμε κοσμήματα με τα κοχύλια που βρίσκαμε στην άμμο και λιαζόμασταν απολαμβάνοντας ένα απολαυστικό παγωτό ή μια δροσερή πορτοκαλάδα. Επίσης, υπήρχαν στιγμές που εγώ του εξομολογούμουν τα προβλήματα που αντιμετώπιζα στο σχολείο κι εκείνος με συμβούλευε κατάλληλα:

– Γλυκιά μου, καταλαβαίνω τα βάσανα σου. Να ξέρεις όμως ότι η εμφάνιση μας δεν είναι το παν στη ζωή. Η ομορφιά της ψυχής μας είναι η πιο σημαντική .

-Τι εννοείς;

– Για να το κατανοήσεις καλύτερα, θα σου πω μια ιστορία που τη λένε συχνά στον τόπο μου. Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο του ωκεανού ζούσαν δύο φίλες γοργόνες. Η μία ήταν όμορφη σαν τα κρύα τα νερά, ενώ η άλλη παχουλή και άσχημη. Μια μέρα τα δύο κορίτσια αποφάσισαν να αφήσουν τον τόπο τους και να πάνε να αναζητήσουν την τύχη τους. Μάλιστα, συμφώνησαν να συναντηθούν στη γενέτειρα πατρίδα τους μετά από τρία χρόνια και να πουν τι κατάφεραν σε αυτό το διάστημα. Έτσι κι έγινε. Αφού πέρασαν τρία χρόνια ανταμώθηκαν και πάλι. Η άσχημη γοργόνα ήταν πολύ χαρούμενη, γιατί κατάφερε να βρει μια καλή δουλειά που την οδήγησε στην επαγγελματική αναρρίχησή της, με αποτέλεσμα να γίνει πάμπλουτη. Εκτός από αυτό, απέκτησε πολλούς φίλους και δημιούργησε τη δική της οικογένεια. Στο άκουσμα των λόγων της, η όμορφη γοργόνα κατσούφιασε, διότι αυτή ήταν άνεργη και αποτυχημένη. Βλέπεις, η τελευταία λόγω του στρυφνού χαρακτήρα της δεν κατάφερε να γίνει αγαπητή από τους υπόλοιπους, ενώ η φίλη της, επειδή ήταν τίμια, έξυπνη και καλοσυνάτη κατόρθωσε να εξασφαλίσει για τον εαυτό της μια ευτυχισμένη ζωή. Οπότε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κατοχή κοινωνικών αρετών όπως η αγάπη, η ειλικρίνεια, η αφοσίωση και η γενναιοδωρία συνδράμουν τόσο στην προσωπική εξέλιξη του ατόμου, όσο και στον εξευγενισμό της κοινωνίας μας.

– Ωραία είναι όλα όσα λες, αλλά στο σχολείο η Χέλα με χλευάζει συνέχεια. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το κάνει αυτό.

– Σκέφτηκες ποτέ ότι μπορεί η κοπέλα αυτή να σου φέρεται άσχημα επειδή η ίδια δεν έχει αυτοεκτίμηση; Υπάρχουν άνθρωποι που επειδή δεν αγαπούν τον εαυτό τους, θέλουν να κάνουν και τους υπόλοιπους να αισθάνονται έτσι.

– Αυτό είναι αδιανόητο! Η Χέλα είναι το πιο όμορφο και δημοφιλέστερο κορίτσι του σχολείου!

– Η ομορφιά και η δημοφιλία δεν φέρνουν πάντα την ευτυχία. Ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβει ο καθένας στην ψυχή του.

-Ποτέ δεν το σκέφτηκα έτσι.

– Κι όμως γλυκιά μου. Κανένας άνθρωπος δεν είναι εκ γενετής κακός. Παρά ταύτα υπάρχουν καταστάσεις όπως λόγου χάριν η ζωή μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον που δημιουργούν στους αποδέκτες τους δυσάρεστα συναισθήματα κι εκείνοι για να ξεσπάσουν τα βάζουν με άτομα που δεν τους έφταιξαν σε τίποτα. Ακόμα, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που παρουσιάζουν ένα τέλειο προσωπείο στηριζόμενοι στα πλούτη ή στην εξωτερική τους εμφάνιση, ως προσπάθεια για να κρύψουν τη δυστυχία τους από τους άλλους. Για αυτούς τους λόγους καλό είναι να μην κρίνουμε τους άλλους εάν δεν ξέρουμε την προσωπική τους ιστορία.

Όση ώρα μιλούσε εγώ τον άκουγα με θαυμασμό :

<<Αυτός ο άντρας δεν είναι μόνο όμορφος, μα και σοφός!>>, σκέφτηκα.

Ακολούθησαν και άλλες συναντήσεις τις επόμενες μέρες. Κάθε μέρα δεν έβλεπα την ώρα να τρέξω στην παραλία και να βρεθώ κοντά του. Με ηρεμούσε πολύ η παρουσία του και χαιρόμουν που κατάφερα να βρω επιτέλους ένα άτομο στο οποίο μπορούσα να εξομολογηθώ τα πάντα! Με τον καιρό όμως άρχισα να έχω συναισθήματα εντελώς πρωτόγνωρα. Κάθε φορά που ήμουν κοντά του ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και την επιθυμία να περάσω όλη μου τη ζωή δίπλα του . Στην αρχή δεν ήξερα τι μου συνέβαινε. Γρήγορα όμως κατάλαβα: Ήμουν ερωτευμένη!

Ο Βέρμαν όμως αισθανόταν το ίδιο με εμένα; Θα μπορούσε ποτέ ένας πανέμορφος λεβέντης να αγαπήσει μία άσχημη σαν κι εμένα; Σίγουρα στο βασίλειό του θα υπήρχαν πολλές όμορφες κοπέλες που θα τον ποθούσαν. Τι ελπίδες είχα εγώ;

Παρόλα αυτά δεν άντεχα άλλο. Σε μία από τις συναντήσεις μας του εξομολογήθηκα τον έρωτα μου. Η απάντηση του με ξάφνιασε:

– Κι εγώ σε αγαπώ καρδούλα μου! Είσαι το πιο γλυκό πλάσμα που έχω δει στη ζωή μου!

Και από εκείνη τη μέρα γίναμε ζευγάρι.

Και ο χρόνος κυλούσε γοργά. Η μια εποχή διαδεχόταν την άλλη ώσπου ήρθε εκείνη η μέρα που όλοι περίμεναν, που δεν ήταν άλλη από τον ετήσιο διαγωνισμό τέχνης. Σε αυτό τον διαγωνισμό χιλιάδες άνθρωποι έφερναν τα έργα τέχνης τους – με την ελπίδα ότι θα αναδεικνύονταν τα καλύτερα- για να τα δει ο κύριος Ζάμπλετον , ο οποίος θα αναδείκνυε τον νικητή. Ο κύριος Ζάμπλετον ήταν ένας από τους πλουσιότερους και πιο γνωστούς ιδιοκτήτες μεγάλων γκαλερί και ο σκοπός της επίσκεψης του ήταν να βρει έργα που θα του προσελκύσουν την προσοχή. Όποιος καλλιτέχνης κέρδιζε στον διαγωνισμό, ο ιδιοκτήτης αυτός θα ζητούσε το έργο του για να το βάλει σε μία από τις γκαλερί του.

Εγώ ήμουν πάντα λάτρης της τέχνης, μα πιο πολύ αγαπούσα τη ζωγραφική. Από μικρό παιδί μου άρεσε να σχεδιάζω διάφορα τοπία ή πρόσωπα. Μάλιστα, οι συγγενείς μου ενθουσιάζονταν με τις ζωγραφιές μου και ισχυρίζονταν ότι είχα ταλέντο. Πάντα ήθελα να πάρω μέρος σε αυτόν τον διαγωνισμό, αλλά δίσταζα γιατί ντρεπόμουν. Τι θα γινόταν εάν τελικά δεν άρεσαν στον κριτή οι ζωγραφιές μου; Όλους αυτούς τους προβληματισμούς μου τους εξέφρασα στον Βέρμαν σε μία από τις συναντήσεις μας, λίγες μέρες πριν τον διαγωνισμό:

– Καρδούλα μου, από τη στιγμή που θέλεις να λάβεις μέρος σε αυτό τον διαγωνισμό, κάνε το. Μην αφήνεις όλες αυτές τις αμφιβολίες να μπαίνουν εμπόδιο στις επιθυμίες σου .

– Κι αν δεν κερδίσω;

– Και τι έγινε εάν δεν κερδίσεις; Σημασία έχει να περάσεις καλά.. Εξάλλου, σκέψου πόσες εμπειρίες θα αποκομίσεις μέσω της συμμετοχής σου. Άσε που θα δεις από κοντά έναν σπουδαίο άνθρωπο της τέχνης!

Πείστηκα από τα λόγια του αγαπημένου μου και αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου.

Ο ετήσιος διαγωνισμός τέχνης διεξαγόταν στο κέντρο του νησιού. Όταν έφτασα εκεί, παρατήρησα ότι είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες καλλιτέχνες – οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια τους δημιουργήματα όπως γλυπτά ή πίνακες ζωγραφικής- μαζί με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Εγώ ήμουν μόνη γιατί δυστυχώς οι γονείς μου και τα αδέρφια μου δεν μπόρεσαν να έρθουν. Ο Βέρμαν ήταν απών γιατί μου εξήγησε ότι δεν επιτρεπόταν στους κατοίκους της Τιρκουαζίας να πηγαίνουν στη στεριά.

Λίγα λεπτά αργότερα όλοι οι συμμετέχοντες σταθήκαμε με τη σειρά λίγα μέτρα απέναντι από τον κύριο Ζάμπλετον. Ο τελευταίος, αφού ανακοίνωσε την έναρξη του διαγωνισμού, μας κάλεσε να δείξουμε τα έργα μας. Οι καλλιτέχνες με τη σειρά περνούσαν από μπροστά του, δείχνοντας του τα έργα τους. Εγώ ήμουν από τους τελευταίους. Η δική μου ζωγραφιά δεν απεικόνιζε κάτι σπουδαίο παρά μόνο μία γοργόνα που κολυμπούσε στη θάλασσα.

Αφού τελείωσε η διαδικασία, ο πλούσιος ιδιοκτήτης σηκώθηκε από την καρέκλα του για να ανακοινώσει το όνομα του νικητή. Όλοι μας κρεμόμασταν από τα χείλη του:

– Ο νικητής του διαγωνισμού είναι η δεσποινίς Σούφη! Η ζωγραφιά της είναι η καλύτερη που έχω δει στη ζωή μου! Ένα αριστούργημα! Είναι πηγαίο ταλέντο η νεαρή!

Δεν πίστεψα στα αυτιά μου όταν άκουσα τον κύριο Ζάμπλετον να εκθειάζει τη ζωγραφιά μου! Ένιωθα ότι δεν πατούσα στη γη! Όταν ο ιδιοκτήτης με κάλεσε να έρθω να πάρω το βραβείο μου, τον πλησίασα συγκινημένη και στάθηκα περήφανη με το βραβείο στα χέρια μου, απολαμβάνοντας τα χειροκροτήματα των παρευρισκομένων. Στη συνέχεια, αφού έδωσα τη ζωγραφιά μου στον κύριο Ζάμπλετον, επέστρεψα ενθουσιασμένη στο σπίτι μου.

Από εκείνη τη μέρα όλα άλλαξαν. Όπου κι αν κυκλοφορούσα στην Κάμπτη, άνθρωποι με σταματούσαν είτε για να εκφράσουν τα συγχαρητήρια τους είτε για να ζητήσουν από εμένα πίνακες για να στολίσουν τους τοίχους των σπιτιών τους. Και δεν φτάνει μόνο αυτό, αλλά και στο σχολείο τα παιδιά άρχισαν να με σέβονται και να με εκτιμούν. Ακόμα και η Χέλα σταμάτησε να με χλευάζει. Σε όλους τους συμμαθητές μου έγινα γνωστή ως <<η νεαρή ζωγράφος που εντυπωσίασε τον διάσημο κριτή>>. Για αυτούς τους λόγους λοιπόν έγινα πολύ δημοφιλής, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να θέλουν να με ενσωματώσουν στις παρέες τους και να με προσκαλούν στα πάρτι τους . Σε μικρό χρονικό διάστημα απέχτησα τόσους πολλούς φίλους που ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν θα το φανταζόμουν.

Και οι μέρες περνούσαν για εμένα ευχάριστα. Επιτέλους είχα όλα όσα δεν είχα, δημοφιλία και φίλους! Σταμάτησα να πηγαίνω τόσο συχνά στην παραλία μου όσο παλιά. Οι συναντήσεις μου με τον Βέρμαν έγιναν ελάχιστες, αλλά η κοινωνική μου ζωή έγινε τόσο έντονη που δεν είχα χρόνο. Προτιμούσα να περνάω χρόνο με τους καινούριους μου φίλους, οι οποίοι καθημερινά εγκωμίαζαν το ταλέντο μου. Εξάλλου, γιατί μια τόσο σπουδαία ζωγράφος σαν εμένα να τρέχει σε απόμερες παραλίες όταν μπορεί να διασκεδάζει στα πάρτι ή στα μπαρ; Συνάμα, ο Βέρμαν είχε αρχίσει να με εκνευρίζει. Όποτε εγώ του έλεγα χαρούμενη για όλα όσα συμβαίνουν τελευταία στη ζωή μου, εκείνος δεν συμμεριζόταν τη χαρά μου:

– Ωραία όλα αυτά, αλλά δεν νομίζεις ότι λίγο είσαι υπερβολική;

– Τι εννοείς;

-Όλη την ώρα καυχιέσαι για το πόσο δημοφιλής έγινες στους συμμαθητές σου και στους κατοίκους του νησιού. Συνέχεια για αυτό μιλάς και τίποτε άλλο.

-Τι θες να πεις δηλαδή; τον ρωτούσα εγώ εκνευρισμένη.

– Καλό θα ήταν παρόλο τη φήμη που απέκτησες να παραμείνεις ταπεινή. Η λάμψη της δόξας είναι ωραία και εκτυφλωτική, αλλά εάν δεν προσέξεις θα τυφλωθείς από αυτήν και δεν θα μπορείς πλέον να δεις με διαύγεια το καλό και το δίκαιο.

– Μπράβο σου! Αντί να χαίρεσαι για εμένα μου κάνεις κήρυγμα! Περίμενα από εσένα περισσότερη υποστήριξη! Αλλά ξέρω γιατί το κάνεις! Με ζηλεύεις γιατί εσένα δεν σε ξέρει κανένας και το μόνο που κάνεις είναι να απομονώνεσαι σε αυτή την παραλία και να παίζεις σαχλές μελωδίες!

Για αυτούς τους λόγους σταμάτησα να τον συναντώ. Εγώ ήθελα δίπλα μου ανθρώπους που να ενθαρρύνουν, όχι το αντίθετο.

Από τότε πέρασε κάμποσος καιρός. Η ζωή μου είχε πάρει πλέον μια νέα τροχιά και όλα πήγαιναν κατ΄ ευχήν. Που να ήξερα όμως ότι η δόξα μου πλησίαζε στο τέλος της….

Μία από εκείνες τις μέρες, στο σχολείο μας είχε έρθει μια νέα μαθήτρια. Το όνομά της ήταν Γιαν και καταγόταν από μια πολύ μακρινή χώρα και μαζί με την οικογένεια της μετακόμισαν στην Κάμπτη, γιατί δεν άντεχαν άλλο τις συνθήκες διαβίωσης στην πόλη που έμεναν. Δεν είχε και την τέλεια εξωτερική εμφάνιση, αλλά η σπιρτάδα της, η εξυπνάδα της και κυρίως οι κοινωνικές της δεξιότητες την έκαναν αγαπητή σε όλο το σχολείο. Γρήγορα κατάφερε να γίνει το νέο δημοφιλές άτομο του σχολείου. Τα παιδιά έκαναν πλέον με εκείνην παρέα και όχι με εμένα. Όλοι οι φίλοι μου με εγκατέλειψαν και έμεινα πάλι μόνη. Οι αληθινοί φίλοι δεν μένουν πάντα δίπλα σου , χωρίς να σε εγκαταλείψουν για οποιοδήποτε λόγο; Τότε κατάλαβα ότι έκαναν παρέα μαζί μου απλώς και μόνο επειδή ένας διάσημος κριτής ανέφερε το όνομά μου. Αισθάνθηκα μεγάλη απογοήτευση και θυμό. Έλεος πια! Δεν μπορούσα να είχα δίπλα μου ανθρώπους που πραγματικά θα νοιαζόντουσαν για εμένα; Τότε θυμήθηκα τον Βέρμαν. Αναπόλησα τις στιγμές που περάσαμε μαζί δίπλα στην θάλασσα της αγαπημένης μας παραλίας. Τι ωραία που ήταν! Μάλιστα ο αγαπημένος μου ήταν ο μόνος που με αποδεχόταν για αυτό ακριβώς που ήμουν. Τότε αποφάσισα να πάω να τον συναντήσω. Θα του έλεγα τα προβλήματα μου και ίσως εκείνος θα μπορούσε να μου προτείνει μια λύση.

Έτσι κι έγινε. Όταν έφτασα στο μέρος συνάντησής μας, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν εκεί. Περίμενα για μερικές ώρες αλλά πάλι δεν ερχόταν. Μα γιατί όμως; Μήπως έπαθε τίποτα; Μεμιάς θυμήθηκα τι είχε γίνει τις τελευταίες μέρες πριν χαθούμε και τότε συνειδητοποίησα ότι ο Βέρμαν είχε δίκιο για τη συμπεριφορά μου. Είχα τυφλωθεί τόσο από τη δόξα και τη φήμη, με αποτέλεσμα να γίνω κομπορρήμων και εγωπαθής. Δυστυχώς όμως ήταν πλέον αργά, ο Βέρμαν είχε σίγουρα θυμώσει μαζί μου και για αυτό το λόγο θα προτιμούσε να μη με ξαναδεί. Έχασα ένα πολύ σημαντικό άτομο της ζωής μου και μόνο στη σκέψη αυτή μου έρχονταν δάκρυα στα μάτια.

Από τότε έγινα εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Δε μιλούσα σε κανέναν, παραμέλησα τον εαυτό μου και ήμουν συνήθως λυπημένη. Το μόνο που έκανα ήταν να περνάω όλη τη μέρα στην παραλία, με την ελπίδα ότι θα εμφανιζόταν ο αγαπημένος μου. Ο Βέρμαν όμως ήταν άφαντος. Οι γονείς μου τρόμαξαν με την αλλαγή μου και με ρωτούσαν συνέχεια τι έχω. Εγώ όμως δεν τους απαντούσα.

Άλλο ένα ήσυχο βράδυ πέρασε και οι πρώτες αχτίδες του ήλιου σηματοδοτούσαν την αρχή μιας ακόμα μέρας. Ο ήλιος ξεπρόβαλε λαμπερός από την ανατολή, για να σκορπήσει φως σε όλη την πλάση. Τα πουλάκια μόλις τον είδαν άρχισαν το γλυκό κελάηδισμα τους, ξυπνώντας και τα υπόλοιπα ζωάκια, τα οποία υποδέχονταν με χαρά το φως της μέρας. Ο λαμπρός ήλιος, αφού υψώθηκε αρκετά ψηλά στον ουρανό, άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο από ψηλά. Του άρεσαν όλες οι χώρες του κόσμου, μα ιδιαίτερη προτίμηση είχε σε ένα νησί, την Κάμπτη. Οι κάτοικοι της ήταν πάντα χαμογελαστοί και πρόσχαροι , ενώ τα φυσικά της τόπια ήταν το ένα πιο όμορφο από το άλλο. Χάρμα οφθαλμών ήταν το νησί αυτό και ο ήλιος μας δεν χόρταινε να το θαυμάζει. Εκείνη τη μέρα λοιπόν στράφηκε για άλλη μια φορά προς την Κάμπτη, παρατηρώντας μία από τις παραλίες της. Ήταν υπέροχη. Τα νερά της θάλασσας έλαμπαν κάτω από το φως του , ενώ ένα γλυκό αεράκι φυσούσε, συμβάλλοντας θετικά στην ευχάριστη ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Ξαφνικά , μια γυναικεία φιγούρα έκανε την εμφάνιση της, η οποία με βαριά βήματα πλησίασε τη θάλασσα. Η γυναίκα ήταν σκυφτή, φορούσε μαύρα ρούχα και τα μαλλιά της τα είχε πιασμένα σε έναν πρόχειρο κότσο. Παρόλο που ήταν 50 χρονών, έδειχνε αρκετά μεγαλύτερη και το παρουσιαστικό της ήταν εντελώς παράταιρο με την χαρά της φύσης που επικρατούσε γύρω της. Ο ήλιος την ήξερε αυτή την κυρία. Κάθε μέρα, χειμώνα- καλοκαίρι, ερχόταν εκεί, γιατί περίμενε να έρθει ένα πολύ σημαντικό άτομο για αυτήν, το οποίο άθελα της το πλήγωσε. Ποτέ δεν κατάφερε να συγχωρήσει τον εαυτό της για το λάθος που έκανε. Προσπάθησε βέβαια να ξαναφτιάξει τη ζωή της, καθώς είχε παντρευτεί και είχε γεννήσει τρία υγιέστατα παιδάκια. Δυστυχώς όμως γρήγορα έμεινε χήρα, ενώ τα παιδιά της ,όταν μεγάλωσαν, έφυγαν μακριά για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Επίσης, οι γονείς της είχαν πεθάνει πριν από πολλά χρόνια και τα αδέλφια της ζούσαν πλέον ευτυχισμένα με τις οικογένειες τους στην άλλη άκρη της γης. Για αυτό το λόγο, ήταν μόνη της στον κόσμο, χωρίς να έχει κάποιον δίπλα της. Η μεσήλικη γυναίκα λοιπόν, αφού έφτασε , κάθισε στη συνηθισμένη της θέση και περίμενε.

Πέρασαν πολλές ώρες από την άφιξη της, αλλά εκείνη δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Το βλέμμα της ήταν συνεχώς στραμμένο στον ορίζοντα περιμένοντας την άφιξη του αγαπημένου της. Ξαφνικά, εκεί που είχε αρχίσει να κλωθογυρίζει στο μυαλό της η σκέψη να φύγει, ένας νεαρός άντρας έκανε την εμφάνιση του μέσα από το νερό! Η γυναίκα σηκώθηκε απότομα όρθια! Στην αρχή νόμιζε ότι έβλεπε κάποιο όνειρο, γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι αυτό που έβλεπε ήταν αληθινό. Ο άντρας άρχισε να πλησιάζει το σημείο που ήταν η γυναίκα και στάθηκε απέναντι της σε μια μικρή απόσταση. Η χαρά της γυναίκας δεν περιγραφόταν:

– Βέρμαν, αγάπη μου ήρθες! Επιτέλους! Τόσα χρόνια σε καρτερώ! Καθόλου δεν άλλαξες! Μα πώς είναι δυνατόν εσύ να παρέμεινες νέος;

-Όσοι μένουν στην Τιρκουαζία είναι αθάνατοι και δεν τους αγγίζει ο χρόνος , της απάντησε ψυχρά ο νεαρός άντρας.

– Αχ Βέρμαν μου! Λυπάμαι τόσο πολύ για όλα όσα έγιναν! Παρασυρόμενη από τη δημοσιότητα μου, σου είχα πει πολύ άσχημα λόγια!

– Χαίρομαι που επιτέλους το παραδέχεσαι . Πράγματι, από εκείνη τη μέρα που είχες κερδίσει στο διαγωνισμό είχες αρχίσει σταδιακά να αλλάζεις και από το γλυκό κορίτσι που ήσουν έγινες μία εγωίστρια! Προσπάθησα να σε βοηθήσω να καταλάβεις το λάθος σου αλλά εσύ όλο με απόπαιρνες! Όταν σταμάτησες να έρχεσαι, θύμωσα τόσο πολύ που αποφάσισα να μην ξανάρθω. Προσπαθούσα να αγαπήσω κάποια άλλη κοπέλα για να σε ξεχάσω αλλά δυστυχώς όλες οι σχέσεις μου κατέληγαν άδοξα. Ο πατέρας μου, που είχε παρατηρήσει τη συναισθηματική μου κατάσταση, με συμβούλευε να έρθω να σου μιλήσω, αλλά εγώ δεν τον άκουγα. Ευτυχώς που είχα ακόμα την άρπα μου, η μουσική της οποίας με παρηγορούσε.

– Πόσο λυπάμαι!

– Σήμερα αποφάσισα να έρθω εδώ γιατί πεθύμησα αυτή την παραλία. Έχω πάρα πολλά χρόνια να την επισκεφτώ. Δεν περίμενα όμως να σε δω εδώ.

– Κάθε μέρα έρχομαι εδώ γιατί περίμενα να έρθεις. Σου ζητώ ειλικρινά συγγνώμη για όλα όσα έγιναν τότε. Πίστεψε με, εάν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω δεν θα επέτρεπα αυτή την κατάληξη στη σχέση μας. Είσαι πολύτιμος για εμένα, ο μοναδικός άνθρωπος που με αγάπησε για αυτό που είμαι! Δεν λέω προσπάθησα να σε ξεχάσω αλλά δεν τα κατάφερα! Σε παρακαλώ συγχώρεσε με και σου υπόσχομαι ότι δεν θα έρθω ποτέ ξανά εδώ!

Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια τη μεσήλικης. Ο νεαρός άντρας έμεινε για λίγο ακίνητος να την κοιτάζει. Κάποια στιγμή, την πλησίασε και την αγκάλιασε:

– Βλέπω ότι πράγματι είσαι μετανιωμένη. Για να είμαι ειλικρινής, ήρθα σήμερα να σε δω γιατί μου έλειψες. Είμαι πολύ χαρούμενος που επιτέλους κατάλαβες το λάθος σου. Φυσικά και σε συγχωρώ.

Οι δυο τους έμειναν αγκαλιασμένοι για πολύ ώρα. Ο ήλιος ήταν πολύ χαρούμενος για αυτή την εξέλιξη και περίμενε με αδημονία να δει τι θα γίνει στη συνέχεια:

– Αγάπη μου, σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου!

– Μα γιατί; Εάν έρθεις στην Τιρκουαζία δεν θα ξαναδείς ποτέ τους δικούς σου και ούτε θα μπορέσεις να γυρίσεις ξανά πίσω στη στεριά. Είσαι σίγουρη για αυτό;

– Απολύτως! Έτσι κι αλλιώς μόνη μου ζω. Θέλω να περάσω όλη μου τη ζωή δίπλα σου!

– Εντάξει λοιπόν! Έλα γλυκιά μου , πάμε να φύγουμε!

Χωρίς να χάσουν καιρό, οι δύο ερωτευμένοι έπιασαν ο ένας στο χέρι του άλλου και προχώρησαν μέσα στο νερό. Μόλις βρέθηκαν στα βάθη του ωκεανού, η ηρωίδα μας συνειδητοποίησε ότι είχε μεταμορφωθεί σε μια πανέμορφη νέα γοργόνα! Μαζί με τον αγαπημένο της ήταν αποφασισμένοι να χαράξουν για αυτούς ένα ρόδινο μέλλον…….

Advertisement

ΠΥΡΚΑΓΙΑ!

Πριν από πολύ καιρό, σε μια μακρινή περιοχή ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά! Η φωτιά ξεκίνησε από ένα βουνό και ήταν σχετικά μικρή. Στη συνέχεια όμως, εξαιτίας του αέρα δυνάμωσε και άρχισε να κινείτε με ταχείς ρυθμούς, καταστρέφοντας ό,τι έβρισκε στο διάβα της. Όταν έφτασε στο δάσος της περιοχής, τα ζώα μόλις αντιλήφθηκαν τη φωτιά άρχισαν να τρέχουν τρομοκρατημένα για να σωθούν. Εκείνη τη στιγμή είχαν ξεχάσει τις παλαιές έχθρες που είχαν μεταξύ τους, καθώς μπορούσες να δεις σαρκοφάγα να τρέχουν μαζί με τα φυτοφάγα ζώα. Επιθυμούσαν περισσότερο να ξεφύγουν από τον κίνδυνο που τα απειλούσε, παρά να κατασπαράξουν κάποιο αδύναμο ζώο.

Παράλληλα, στον ουρανό εκατομμύρια πουλιά πετούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για να ξεφύγουν από τον κίνδυνο. Μεγάλο σοκ ήταν και για αυτά η πυρκαγιά. Λίγο πριν το ξέσπασμα της, εκείνα πετούσαν ανέμελα στον ουρανό και όταν κουράζονταν ξαπόσταιναν στα κλαδιά των δέντρων και κελαηδούσαν, εξαίροντας με αυτόν τον τρόπο την ομορφιά της φύσης. Όταν όμως είδαν τη φωτιά να ζυγώνει, φοβήθηκαν τόσο πολύ που πέταξαν φοβισμένα να φύγουν. Επίσης, τους σχίζονταν η καρδιά βλέποντας το πολυαγαπημένο τους δάσος να τυλίγεται στις φλόγες!

Όλα τα ζώα που ζούσαν σε αυτό το δάσος ήταν κατατρομαγμένα από τις εξελίξεις! Τη μεγαλύτερη όμως αγωνία την έζησαν όσα από αυτά ήταν γονείς! Μια μάνα αρκούδα έτρεχε προσπαθώντας να διαφυλάξει όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και τα αρκουδάκια της, τα οποία ήταν συγκλονισμένα από το γεγονός που βίωναν. Δυστυχώς όμως, μια αλεπού δεν μπόρεσε να σώσει όλα τα μικρά της!

Από την άλλη πλευρά, τα φυτά δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν τον κίνδυνο. Σε αντίθεση με τους φίλους τους τα ζώα, όσο κι αν προσπάθησαν δεν μπόρεσαν να τα ακολουθήσουν, διότι οι ρίζες τους βρίσκονταν αρκετά βαθιά στο έδαφος. Έτσι, ανήμπορα όπως ήταν, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα άλλο από το να αποδεχτούν αναγκαστικά τη μοίρα τους. Λίγο πριν το τραγικό τέλος, αποχαιρετούσαν για τελευταία φορά τον τόπο που μεγάλωσαν και παραδίδονταν στις φλόγες! Κάποια έντομα βρίσκονταν πάνω στα λουλούδια και αρνούνταν να τα εγκαταλείψουν. Τα λουλούδια ήταν οι πολυτιμότεροι τους φίλοι. Εκείνα ήταν που τους εξασφάλιζαν τροφή, εκείνα ήταν που τα προστάτευαν από τη ζέστη και τις βροχές, εκείνα τους προσέφερναν την καλύτερη συντροφιά που θα μπορούσαν να αποζητήσουν. Τα έντομα ήθελαν να μοιραστούν την ίδια μοίρα με αυτά. Τα λουλούδια όμως δεν το ήθελαν αυτό και τα παρότρυναν να φύγουν:

Φίλοι μας έντομα, δεν πρέπει να μείνετε άλλο εδώ! Κι εμείς δεν θέλουμε να σας αποχωριστούμε, αλλά σας αγαπάμε πολύ και δεν θέλουμε να πάθετε κανένα κακό. Αν μας αγαπάτε κι εσείς, φύγετε γρήγορα από εδώ!

Τα έντομα με βαριά καρδιά εγκατέλειψαν τα αγαπημένα τους φυτά, χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Δεν άντεχαν να αντικρίσουν αυτό που θα συνέβαινε στα τελευταία στη συνέχεια.

Δεν ήταν όμως μόνο τα φυτά και τα ζώα που υπέφεραν από την πυρκαγιά αυτή , αλλά και οι άνθρωποι! Η φωτιά μετά από το δάσος κατευθύνθηκε προς το χωριό της περιοχής. Μόλις οι κάτοικοι αντιλήφθηκαν την παρουσία της, τους έπιασε μεγάλος πανικός. Οι πυροσβέστες προσπάθησαν να τη σβήσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν, επειδή η εξάπλωσή της ευνοούνταν από τον αέρα! Τότε οι άνθρωποι άρχισαν να εγκαταλείπουν κακήν κακώς τα σπίτια τους για να γλυτώσουν!

Κανείς δεν περίμενε τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη συνέχεια! Οι φλόγες – των οποίων το ύψος ήταν 30 μέτρα!- άρχισαν να καταστρέφουν τα πάντα! Σπίτια, μαγαζιά, χωράφια, εκκλησίες….. όλα έγιναν στάχτη! Τίποτα δεν γλύτωνε από αυτήν την πύρινη λαίλαπα! Οι κάτοικοι έβαζαν τα κλάματα βλέποντας τις ακίνητες περιουσίες τους να αφανίζονται και παράλληλα εκνευρίζονταν που δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι. Επίσης, χιλιάδες οικογένειες ξεχύνονταν στους δρόμους, με τις μητέρες να κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά τους τα παιδιά τους, τα οποία ούρλιαζαν από τον τρόμο! Σημειώθηκαν όμως και περιπτώσεις που πολλά παιδιά δεν μπορούσαν να βρουν μέσα στο τρομοκρατημένο πλήθος τους γονείς τους και το αντίστροφο!

Κάποιοι άνθρωποι κατάφεραν να σωθούν από την πυρκαγιά, κάποιο άλλοι όμως βρήκαν οικτρό θάνατο! Πολλοί ηλικιωμένοι, εξαιτίας των κινητικών τους προβλημάτων, δεν μπόρεσαν να φύγουν από τα σπίτια τους, ενώ πολλές οικογένειες έχασαν συγγενείς τους από τη φωτιά! Μάλιστα, μερικά αντρόγυνα δεν μπόρεσαν να σώσουν τα παιδιά τους και παράλληλα δεν ήταν λίγα τα παιδιά που έχασαν τον ένα ή και τους δύο γονείς τους!

Εν γένει, η πυρκαγιά προκάλεσε μεγάλες καταστροφές σε εκείνην την περιοχή. Κάποια στιγμή ο αέρας κόπασε, με αποτέλεσμα η φωτιά να σταματήσει. Το τραγικό αυτό γεγονός ήταν αποτέλεσμα εμπρησμού! Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν οι δράστες. Το κακό όμως έγινε…..

Για αυτούς τους λόγους, είναι ύψιστη ανάγκη η λήψη μέτρων που να αποτρέπουν τέτοιου είδους φαινόμενα, διότι οι επιπτώσεις τους επηρεάζουν τόσο τον άνθρωπο, όσο και τη φύση!

ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ !

Η κατάσταση στη χώρα μας – όπως όλοι γνωρίζουμε- είναι ιδιαίτερα κρίσιμη! Διανύουμε ένα από τα μεγαλύτερα κύματα καύσωνα, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκαν πολλά πύρινα μέτωπα στην Ελλάδα. Η ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος επανέρχεται στο προσκήνιο εντονότερη από ποτέ! Εξάλλου, ήδη ζούμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η οποία είναι απότοκος της δικής μας συμπεριφοράς απέναντι στη φύση. Στην ιστορία αυτή θίγεται το ζητούμενο αυτό, μεταδίδοντας το μήνυμα της άμεσης αντιμετώπισής του, πριν να είναι πολύ αργά.

Ξημέρωσε μια καινούρια μέρα στην πόλη της Κάμπτης. Ο γερο-Ντιν σηκώθηκε από το κρεβάτι του, έφαγε πρωινό και ετοιμάστηκε για τον καθιερωμένο περίπατό του. Του άρεσαν πολλοί οι περίπατοι του γερου-Ντιν. Με αυτόν τον τρόπο είχε την ευκαιρία να σεργιανίσει λίγο στην πόλη και – εάν ήταν τυχερός- να συναντούσε κάποιον γνωστό του για να συζητήσουν. Εδώ και χρόνια ο ήρωάς μας ζούσε μόνος του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από πολύ καιρό, ενώ τα παιδιά του ζούσαν μαζί με τις οικογένειές τους στα ξένα.

Ο γερο-Ντιν, αφού ετοιμάστηκε, βγήκε έξω και ξεκίνησε τον περίπατό του. Όπως πάντα, στην πόλη του είχε μεγάλη κίνηση. Πλήθη ανθρώπων μπαινόβγαιναν στα μαγαζιά για να ψωνίσουν και οι καφετέριες έσφυζαν από ζωή. Παράλληλα, τα αυτοκίνητα σχημάτιζαν ουρές στον δρόμο, προξενώντας όχι μόνο φοβερή ηχορύπανση, αλλά και καυσαέρια στην ατμόσφαιρα. Ο ήλιος έκαιγε εκείνη την ημέρα, με αποτέλεσμα η θερμοκρασία να ξεπερνούσε τους 40 βαθμούς κελσίου. Ο Ντιν κοιτούσε με θλίψη το τοπίο γύρω του. Θυμούνταν με νοσταλγία ότι κάποτε στην Κάμπτη δεν υπήρχαν τόσα πολλά διαμερίσματα και ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι. Η πόλη βρίσκονταν παλιά δίπλα σε ένα καταπράσινο παρθένο δάσος, το οποίο περιελάμβανε πολλά είδη φυτών και ζώων. Στα νιάτα του μάλιστα συνήθιζε να επισκέπτεται συχνά αυτό το μέρος, είτε για να συναντήσει τους φίλους του, είτε για μοναχικούς περιπάτους. Εκεί είχε γνωρίσει για πρώτη φορά και τη συγχωρεμένη γυναίκα του. Αχ! Τι ωραίες αναμνήσεις! Ήταν τα καλύτερα χρόνια που έζησε ποτέ! Δυστυχώς όμως, στην εποχή του η Κάμπτη δεν θύμιζε καθόλου με εκείνη που ήταν κάποτε. Παντού κυριαρχούσε το γκρίζο. Σε κάθε γωνία της υπήρχε και από μία πολυκατοικία, ενώ παντού έβλεπες δρόμους με μέσα μαζικής μεταφοράς. Ούτε ένα δέντρο δεν υπήρχε!

Τη στιγμή που ο γερο-Ντιν αναλογίζονταν όλα αυτά, άκουσε από πίσω του μια γνώριμη φωνή:

-Καλή σου μέρα φίλε μου!

Εκείνος γύρισε και είδε να τον πλησιάζει ένα παχουλό χαμογελαστό γεροντάκι. Το όνομά του ήταν Ίνις και ήταν ο καρδιακός του φίλος. Μαζί έπαιζαν όταν ήταν παιδιά, μαζί υπηρέτησαν στον στρατό, μαζί πέρασαν τα φοιτητικά τους χρόνια. Επίσης, ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε πια στη ζωή του:

– Καλημέρα Ίνις! Για πού το έβαλες;

– Πηγαίνω στο γιατρό για τις καθιερωμένες μου εξετάσεις. Θέλεις να περπατήσουμε μέχρι εκεί παρέα;

– Μετά χαράς!

Οι δύο φίλοι ξεκίνησαν να περπατούν μαζί. Στον δρόμο έπιασαν την κουβέντα:

– Το έμαθες ότι ο καύσωνας θα συνεχιστεί και την επόμενη εβδομάδα;…. ρώτησε ο Ίνις.

– Αλήθεια λες τώρα;….. ρώτησε ξαφνιασμένος ο Ντιν.

– Κλιματική αλλαγή βλέπεις! Δεν υποφέρεται αυτός ο καύσωνας!

– Δεν ρίχνει καμία βροχή να δροσιστούμε λίγο!

– Επίσης έχω ακούσει στο δελτίο ειδήσεων ότι λαμβάνουν χώρα πολλές πυρκαγιές αυτό το διάστημα.

– Κι εγώ! Λυπάμαι τους ανθρώπους τον περιοχών αυτών, γιατί αναγκάζονται να εγκαταλείψουν κακήν κακώς τα σπίτια τους για να σωθούν. Και το χειρότερο από όλα είναι ότι οι ακίνητες περιουσίες τους αφανίζονται στις φλόγες! Να μην αναφερθώ και στις χιλιάδες ανθρώπινες ζωές που χάνονται!

– Δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που βλάπτονται από τις πυρκαγιές! Είναι επίσης τα ζώα και τα φυτά! Εκατομμύρια δέντρα παραδίδονται στις φλόγες, ενώ πολλά ζώα προσπαθούν να γλυτώσουν από αυτήν την πύρινη κόλαση!

– Ευτυχώς που υπάρχουν σε αυτές τις περιοχές και οι πυροσβέστες που προσπαθούν να εξαλείψουν τον κίνδυνο! Τι γενναίοι που είναι! Διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να σώσουν τους ανθρώπους, τα φυτά και τα ζώα από τη φωτιά! Αυτοί είναι ήρωες!

– Ο Θεός να είναι δίπλα τους στον αγώνα που δίνουν!

Οι δύο φίλοι για λίγο σώπασαν και προχωρούσαν σιωπηλοί. Εκείνες τις μέρες κυρίαρχο θέμα συζήτησης ήταν τα πύρινα μέτωπα που δημιουργήθηκαν στις περιοχές Βιλ, Ντάκρ και Πέντριν. Το θέμα αυτό αναφέρονταν σε όλα τα δελτία ειδήσεων της χώρας, με τους κατοίκους της Κάμπτης να παρακολουθούν τρομοκρατημένοι της εξελίξεις. Τη σιωπή έσπασε πρώτος ο Ντιν:

– Έτσι όπως πάμε δεν θα αφήσουμε στο τέλος κανένα δάσος αλώβητο!

– Συμφωνώ! Εμείς οι άνθρωποι δεν εκτιμάμε την αξία των δασών στη ζωή μας! Εκείνα είναι που μας εξασφαλίζουν το απαραίτητο οξυγόνο και την προστασία από τις πλημμύρες!….. του απάντησε εκνευρισμένα ο Ίνις.

– Ακριβώς! Μια ζωή τα θεωρούμε όλα δεδομένα! Κάποια μέρα η Μητέρα Φύση θα εκνευριστεί τόσο πολύ και θα μας εκδικηθεί με τον χειρότερο τρόπο!

Όση ώρα μιλούσε ο Ντιν, ο Ίνις προχωρούσε σκεφτικός. Όταν σταμάτησε ο συνομιλητής του, είπε συλλογισμένα:

– Δυσοίωνο προβλέπεται το μέλλον του ανθρώπινου γένους! Ο ανιψιός μου που είναι καθηγητής πανεπιστημίου μου είπε ότι εξαιτίας της απερισκεψίας μας η κλιματική αλλαγή εντείνεται, λιώνουν οι πάγοι στους πόλους, η πανίδα και οι χλωρίδα των δασών απειλούνται από τις πυρκαγιές, ενώ παράλληλα παρατηρείται μόλυνση της ατμόσφαιρας και των υδάτων. Επιπλέον υπάρχουν και άτομα που στο βωμό του κέρδους καταστρέφουν ολόκληρους οικοτόπους για να χτίσουν επιχειρήσεις και διαμερίσματα! Δεν θυμάσαι πως ήταν η πόλη μας κάποτε; Παντού υπήρχαν δέντρα και πολλά όμορφα λουλούδια!

– Φυσικά και τη θυμάμαι! Δεν μπορώ να ξεχάσω το δάσος που βρισκόταν δίπλα της! Εκεί ζήσαμε τόσες ευχάριστες στιγμές!

Οι ήρωές μας άρχισαν να συζητούν αναπολώντας τα ωραία χρόνια που έζησαν στο δάσος. Μάλιστα, καθώς αναφέρονταν σε αυτά, δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια τους!

Οι ώρες κύλησαν γοργά. Κόντευαν να φτάσουν στο ιατρείο, όταν ο Ίνις έπιασε τον Ντιν από τον ώμο και του ψιθύρισε τα εξής:

-Θέλω να σου εκμυστηρευτώ κάτι που δεν το έχω πει σε κανέναν. Πριν από μερικές μέρες είδα ένα φριχτό όνειρο! Στον πλανήτη μας δεν υπήρχε κανένα δάσος παρά μονάχα καμένες εκτάσεις. Ούτε ένα λουλούδι για δείγμα δεν έβρισκες! Ακόμη εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής συνέβαιναν αλλεπάλληλες φυσικές καταστροφές και η στάθμη της θάλασσας είχε αυξηθεί , προκαλώντας πλημμύρες σε πολλές χώρες. Απότοκο όλων αυτών ήταν η επιβίωση του ανθρώπου πάνω στη Γη να γίνει πολύ δύσκολη! Στο τέλος του ονείρου μου είχαν εμφανιστεί μπροστά μου όλα τα ζώα του πλανήτη, τα οποία με κοιτούσαν με κατηγόρια: <<Η αλαζονεία σας φταίει που καταστράφηκε το σπίτι μας! Εσείς σκοτώσατε τη Μητέρα Φύση!>>, μου φώναζαν.

Ακούγοντας τα λόγια αυτά, ο Ντιν έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Τι τρομερός εφιάλτης ήταν αυτός!

– Αυτό ήταν ένα απλό όνειρο. Κι όμως αν δεν βάλουμε μυαλό σύντομα θα γίνει πραγματικότητα! Το περιβάλλον κινδυνεύει φίλε μου!

Όταν πια έφτασαν στο ιατρείο, οι δύο φίλοι αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον και αποχωρίστηκαν. Ο γερο-Ντιν δεν μπορούσε να ξεχάσει τον εφιάλτη του φίλου του. Του έμοιαζε πιο πολύ με οιωνό παρά με όνειρο! Εκείνη τη στιγμή ένας συλλογισμός πέρασε στο μυαλό του:

<< Επιτέλους πρέπει εμείς οι άνθρωποι να κοιτάξουμε κατάματα την αλήθεια! Το περιβάλλον κινδυνεύει και πρέπει όλοι να αναλάβουμε δράση! Η Γη δεν ανήκει μόνο σε εμάς, αλλά και στα ζώα και στα φυτά. Για αυτό το λόγο είναι αδήριτη η ανάγκη να αφυπνιστούμε πριν να είναι πολύ αργά. Η Φύση δεν θα μας δώσει πολλές ακόμα ευκαιρίες!>>

ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Επιτέλους έφτασαν τα Χριστούγεννα. Τι ωραία! Εδώ και πολύ καιρό ανέμενα την άφιξη τους. Περνούσα αρκετή ώρα μπροστά από το ημερολόγιο του σπιτιού μας μετρώντας τις μέρες που έμειναν για την πολυπόθητη γιορτή. Ευτυχώς η αναμονή αυτή έφτασε στο τέλος της . Εκείνο το πρωί σηκώθηκα , έπλυνα γρήγορα το πρόσωπο μου, έβαλα τα ρούχα μου και κατέβηκα στο σαλόνι. Στο σαλόνι η μητέρα μου τακτοποιούσε το σπίτι για να είναι έτοιμο να υποδεχτεί το απόγευμα τους υπόλοιπους συγγενείς μας:

  • Καλημέρα μανούλα!

  • Καλημέρα χρυσό μου. Πώς ήταν ο ύπνος σου;

  • Μια χαρά. Σαν αγγελούδι κοιμήθηκα . Είμαι πολύ χαρούμενος που επιτέλους ήρθαν τα Χριστούγεννα.

  • Κι εγώ είμαι χαρούμενη . Εξάλλου τα Χριστούγεννα είναι μία από τι πιο ευχάριστες γιορτές του χρόνου.

Κάποια στιγμή η μητέρα μου απομακρύνθηκε από κοντά μου φεύγοντας από το σαλόνι. Σε λίγο γύρισε πίσω κρατώντας στο χέρι της ένα μικρό κουτί:

      • Αυτό το δώρο είναι για σένα Τζόμη. Καλά Χριστούγεννα!

Γεμάτος ανυπομονησία άνοιξα το κουτί και έμεινα έκπληκτος από το περιεχόμενο του !Τόσο που τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα ! Μέσα στο κουτί υπήρχε ένα τάμπλετ με πολύ μεγάλη οθόνη . Το είδος του συγκεκριμένου περιείχε πολλές ενδιαφέρουσες εφαρμογές και πολλά δημοφιλή παιχνίδια. Ήταν από τα τάμπλετ τα οποία όλα τα παιδιά επιθυμούσαν να έχουν στην κατοχή τους . Χαρούμενος χάρισα μία μεγάλη αγκαλιά στην μητέρα μου λέγοντας της:

      • Σε ευχαριστώ πολύ μανούλα ! Το δώρο σου είναι καταπληκτικό! Δεν υπάρχει καλύτερο από αυτό!

Αφού της χάρισα ένα φιλί έφυγα τρέχοντας προς το δωμάτιο μου . Κάθισα στο κρεβάτι μου και άρχισα να παίζω τα παιχνίδια του τάμπλετ μου. Τα παιχνίδια τα λάτρεψα μονομιάς. Είχαν έντονο το στοιχείο της δράσης και της περιπέτειας. Σε ένα από αυτά κατάφερα να περάσω 5 επίπεδα, σε ένα άλλο κατάφερα να φτάσω στο επίπεδο 7 και σε ένα άλλο παιχνίδι κατάφερα να περάσω όλα τα επίπεδα που είχε. Είχα ενθουσιαστεί τόσο πολύ που πέρασα όλη την μέρα μπροστά στην οθόνη του δώρου μου. Την Πρωτοχρονιά σκέφτηκα να ζητήσω από τους γονείς μου να μου αγοράσουν μία ολοκαίνουρια κονσόλα που μόλις πρόσφατα κυκλοφόρησε στην αγορά. Ήμουνα σίγουρος ότι δεν θα μου έφερναν αντίρρηση. Βλέπετε, τόσο τα Χριστούγεννα όσο και η Πρωτοχρονιά είναι η ευκαιρία να σου προσφέρουν συσκευές υψηλής τεχνολογίας οι οποίες σε ταξιδεύουν στον έντονο κόσμο της περιπέτειας. Αυτή ήταν η άποψη που είχα τότε . Εκείνη όμως την νύχτα συνέβηκε ένα απροσδόκητο γεγονός που μου άλλαξε όλη την κοσμοθεωρία που είχα για το ιδανικό δώρο στα παιδιά.

Οι ώρες πέρασαν γοργά και ήρθε το βράδυ. Για άλλη μια φορά ήμουν στο δωμάτιο μου απολαμβάνοντας αυτή την φορά τα δώρα των υπόλοιπων συγγενών μου. Η γιαγιά και ο παππούς μου μου αγόρασαν ένα κινητό, ο θείος και η θεία μου μου αγόρασαν ένα ζευγάρι γυαλιά 8D και ο ξάδερφος μου μου αγόρασε ένα MP4. Τους είχα ευχαριστήσει όλους για τα δώρα που μου πρόσφεραν. Ήμουν πολύ χαρούμενος που είχα τόσο καλούς συγγενείς, καθώς μου παρείχαν του κόσμου τα καλά. Αυτές οι σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό μου εκείνη την στιγμή.  Έριξα μια ματιά στο ρολόι του τοίχου του δωματίου μου:

-Ωχ! Πέρασε η ώρα! Καλύτερα να πέσω για ύπνο!

Απ ενεργοποίησα αμέσως όλες τις καινούριες συσκευές μου, φόρεσα τις πιτζάμες μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου , ευτυχισμένος για την εξέλιξη των πραγμάτων.

Ο χαρούμενος ύπνος μου διακόπηκε απότομα από ένα θρόισμα. Σηκώθηκα ταραγμένος από το κρεβάτι μου και κοίταξα γύρω μου. Όλα φαινόντουσαν μια χαρά. Οι συσκευές βρισκόντουσαν στη θέση τους και στο δωμάτιο δεν υπήρχε κανείς :

< Δεν είναι κανείς εδώ. Θα πρέπει η φαντασία μου να ήταν. Δεν ξέρω το γιατί αλλά μου φάνηκε σαν να άκουσα θρόισμα από φόρεμα.>

Ξάπλωσα ξανά στο κρεβάτι μου και δοκίμασα να ξανακοιμηθώ. Το θρόισμα όμως ξανακούστικε και αυτή τη φορά πιο έντονο. Σηκώθηκα ξανά και κοίταξα ίσια μπροστά μου. Στο βάθος του δωματίου μου διέκρινα μία σιλουέτα. Η σιλουέτα μόλις αντιλήφθηκε ότι την έβλεπα άρχισε να πλησιάζει αργά προς το μέρος μου. Πάγωσα από το φόβο μου. Τι πλάσμα ήταν τούτο που με πλησίαζε; Μήπως ήταν από εκείνα τα φαντάσματα που στοιχειώνουν σπίτια; Δοκίμασα να φωνάξω τους γονείς μου , μα η φωνή η έρμη δεν μου έβγαινε. Έτσι , δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο από το να κοιτάζω την περίεργη αυτή σιλουέτα, η οποία πλησίαζε όλο και περισσότερο.

Μόλις η σιλουέτα πλησίασε αρκετά διέκρινα μία γυναίκα. Η γυναίκα φορούσε ένα μπλε φόρεμα στο χρώμα του ουρανού, κρατούσε ένα ραβδάκι στα χέρια της και τα μαύρα μακριά μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα στους ώμους της . Η γυναίκα με κοίταξε με εκείνα τα μεγάλα ζαφειρένια της μάτια και μου είπε με γλυκιά απαλή φωνή:

      • Καλησπέρα! Είμαι η καλή νεράιδα που προστατεύει τα όνειρα και τις επιθυμίες των παιδιών . Ελπίζω να μην σε τρόμαξα.

– Γιατί ήρθες στο σπίτι μου; Τη ρώτησα αφού συνήλθα από την τρομάρα μου.

              • Κάθε χρόνο επισκέπτομαι όλα τα παιδάκια του κόσμου για να βεβαιωθώ ότι είναι καλά και ευτυχισμένα . Λοιπόν ,τι δώρα πήρες για τα Χριστούγεννα;

              • Τα καλύτερα! Της απάντησα ενθουσιασμένος και καμαρώνοντας της έδειξα τις καινούριες μου συσκευές. Η νεράιδα τις κοίταξε χωρίς να συμμερίζεται τη χαρά μου.

              • Μάλιστα, για την Πρωτοχρονιά ποιο δώρο επιθυμείς;

              • Για την Πρωτοχρονιά επιθυμώ μία ολοκαίνουρια κονσόλα .

Η καλή νεράιδα έριξε μία λυπημένη ματιά στα δώρα μου και στη συνέχεια ρώτησε:

              • Δεν μου λες παιδί μου, καλά τα δώρα αυτά μα δεν επιθυμείς κανένα παιχνίδι; Ξέρεις, ένα αρκουδάκι, ένα αυτοκινητάκι…….

              • Εννοείς εκείνα τα παιχνίδια που δεν κουνιούνται καθόλου και έχουν μονίμως ένα ανόητο χαμόγελο στο πρόσωπο τους ; Όχι, να μου λείπει!

Της απάντησα ενώ είχα αρχίσει να θυμώνω με τις παράξενες

ερωτήσεις της.

Η καλή νεράιδα έριξε άλλη μια ματιά στα δώρα μου μονολογώντας :

          • Άλλαξαν πολύ τα παιδιά στη σύγχρονη εποχή. Προτιμούν να περνούν τον χρόνο τους σε συσκευές εικονικής πραγματικότητας , οι οποίες καταστρέφουν την παιδικότητα τους και την φαντασία τους. Αντίθετα , τα παλιά τα χρόνια τα παιδιά δεν επιθυμούσαν τέτοιου είδους δώρα.

          • Τι εννοείς: Τη ρώτησα παραξενεμένος .

          • Εκείνο τον καιρό η τεχνολογία δεν είχε την ίδια εξέλιξη όπως σήμερα . Γι΄αυτό τον λόγο τα παιδιά επιθυμούσαν για δώρα κούκλες , λούτρινα ζωάκια,σπιτάκια και ένα σωρό πολλά παιχνίδια.

          • Και περνούσαν ωραία παίζοντας με αυτά; Τη ρώτησα δύσπιστα, αδυνατώντας να το πιστέψω.

          • Φυσικά . Επίσης καθώς έπαιζαν με τα παιχνίδια αυτά δημιουργούσαν ιστορίες δικής τους επινόησης ταξιδεύοντας στον μαγικό κόσμο της φαντασίας.

Καθώς εκείνη μιλούσε, εγώ την κοιτούσα απορημένος. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ήταν δυνατόν τα παιδιά να δημιουργούσαν ιστορίες και να ταξιδεύουν σε εκείνον τον κόσμο. Αφού τα παιχνίδια δεν μιλάνε, δεν περπατάνε, δεν τρώνε  και είναι πάντα χαρούμενα. Αντίθετα τα ηλεκτρονικά παιχνίδια έχουν χαρακτήρες που και μιλάνε , και περπατάνε, και τρώνε και δεν είναι πάντα χαρούμενοι. Η ζωή είναι μία περιπέτεια γι’αυτούς . Κάθε μέρα αντιμετωπίζουν πολλά τέρατα , τα οποία κερδίζουν πάντα. Τι ωραίο έβρισκαν τέλος πάντων σε αυτά τα άψυχα αντικείμενα; Η νεράιδα κατάλαβε αμέσως τις σκέψεις μου γιατί μου είπε χαμογελώντας:

                    • Για να σε πείσω ότι λέω την αλήθεια, θα κάνουμε ένα μικρό ταξίδι στο παρελθόν για να το δεις με τα ίδια σου τα μάτια. Πιάσε το χέρι μου και ξεκινάμε.

Υπακούοντας την, σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και έπιασα το χέρι της. Εκείνη σήκωσε ψηλά το μαγικό της ραβδάκι , το κούνησε στον αέρα τρεις φορές μουρμουρίζοντας κάτι ακαταλαβίστικα λόγια.

Ξαφνικά , ακούστηκε μία αστραπή και μία μαγική πύλη εμφανίστηκε στην μέση του δωματίου. Διαβήκαμε την πύλη αυτή και στη συνέχεια με έναν μαγικό τρόπο βρεθήκαμε σε έναν άλλο χώρο, συγκεκριμένα σε ένα σαλόνι. Στο σαλόνι αυτό δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση, ούτε λάπτοπ πέρα από ένα τζάκι και ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κάτω από το δέντρο καθόταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τα οποία άνοιγαν τυλιγμένα πακέτα στολισμένα με φιόγκους. Τα παιδιά μόλις είδαν την νεράιδα την χαιρέτησαν ευγενικά:

                    • Καλή σας μέρα καλή νεράιδα!

                    • Καλημέρα παιδιά μου. Πώς είστε:

                    • Μια χαρά είμαστε. Ανοίγουμε τα δώρα που ζητήσαμε για την Πρωτοχρονιά.

                    • Χαίρομαι . Παιδιά να σας συστήσω τον Τζόμη , ήρθε σήμερα μαζί μου στο ταξίδι.

                    • Χαρήκαμε για την γνωριμία Τζόμη! Μου είπαν τα παιδιά.

                    • Παρομοίως. Τους απάντησα.

Τα παιδιά συνέχισαν να ανοίγουν τα δώρα τους, σκίζοντας με μανία το περιτύλιγμα τους. Κάποια στιγμή το αγόρι φώναξε:

                    • Κοιτάξτε! Ο Άγιος Βασίλης μου πήρε τα στρατιωτάκια που ήθελα !

                    • Και εμένα μου πήρε την κούκλα που ήθελα! Ας παίξουμε! Φώναξε με τη σειρά του το κορίτσι.

Τα παιδιά ξεκίνησαν να παίζουν με τα καινούρια τους παιχνίδια:

                    • Παιδιά , τι θα λέγατε να παίζατε και με τον Τζόμη;

                    • Ευχαρίστως.

Το αγόρι μου έδωσε ένα από τα στρατιωτάκια μου . Έπειτα ξεκινήσαμε το παιχνίδι. Η ιστορία που δημιουργήσαμε ήταν η εξής:

Σε μία μακρινή χώρα ζούσε μία πριγκίπισσα και ένας στρατιώτης, οι οποίοι ήταν πολύ ερωτευμένοι. Ένας άλλος στρατιώτης , ο οποίος αγαπούσε εξίσου την πριγκίπισσα , την απήγαγε και την κράτησε αιχμάλωτη στο δικό του κάστρο. Ο αγαπημένος της όμως , ξεπερνώντας πολλά δύσκολα εμπόδια νίκησε τον κακό στρατιώτη και ελευθέρωσε την πριγκίπισσα. Στη συνέχεια παντρεύτηκαν και έζησαν ευτυχισμένοι για πάντα .

Η ώρα περνούσε ευχάριστα καθώς παίζαμε. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο , περνούσα καλύτερα παίζοντας με αυτόν τον τρόπο από ότι παίζοντας με τα παιχνίδια των συσκευών μου. Αισθανόμουν πιο ευχάριστα ,πιο χαρούμενος. Δεν ήθελα να περάσει η ώρα. Ήθελα να μείνω εδώ , να παίζω μαζί με τα παιδιά για μέρες ολόκληρες. Δυστυχώς όμως, η νεράιδα είπε:

                    • Παιδιά μου , η συντροφιά σας είναι πολύ ευχάριστη. Ήρθε όμως η ώρα να αναχωρήσουμε. Σε λίγο θα ξυπνήσουν οι γονείς σας και δεν πρέπει να μας δουν εδώ.

Με βαριά καρδιά πλησίασα τη νεράιδα και αποχαιρέτησα τα παιδιά. Η νεράιδα , με την ίδια διαδικασία άνοιξε την μαγική πύλη και μπήκαμε μέσα. Κατά την διάρκεια της διαδρομής μας στην πύλη εγώ συλλογιζόμουν την εμπειρία που είχα:

                    • Πώς τα πέρασες; Με ρώτησε η νεράιδα.

                    • Πάρα πολύ ωραία. Τα παιδιά ήταν πολύ φιλικά και το παιχνίδι μας φανταστικό. Δεν το περίμενα ότι η ώρα θα περνούσε τόσο ωραία παίζοντας με απλά παιχνίδια.

                    • Είδες; Είχες και την ευκαιρία να δημιουργήσεις με τα παιδιά μία δική σας ιστορία η οποία δεν βασίζεται σε κάποιο ψηφιακό παιχνίδι.

                    • Δηλαδή ταξιδέψαμε στον κόσμο της φαντασίας;

                    • Ακριβώς.

                    • Ποπο! Τελικά έχει πλάκα να παίζεις με τα παιχνίδια.

Κάποια στιγμή θυμήθηκα ότι τα παιδιά ανέφεραν κάποιον άγιο Βασίλη . Απορημένος ρώτησα την καλή νεράιδα:

                      • Καλή νεράιδα, ποιος είναι ο άγιος Βασίλης;

                      • Ο άγιος Βασίλης είναι ένας χαρούμενος και κεφάτος ηλικιωμένος κύριος με κάτασπρη γενειάδα και κόκκινα ρούχα ο οποίος κάθε παραμονή της Πρωτοχρονιάς ταξιδεύει με το έλκηθρο του και τους ιπτάμενους ταράνδους του σε όλο τον κόσμο και αφήνει κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο τα δώρα τα οποία του είχαν ζητήσει τα παιδιά μέσω γράμματος.

-Μα οι γέροι δεν ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο εξαιτίας των προβλημάτων υγείας τους . Επίσης τα έλκηθρα δεν πετάνε και δεν υπάρχουν ιπτάμενοι τάρανδοι. Δεν είναι πουλιά που πετούν. Οι άνθρωποι ταξιδεύουν σε διάφορες χώρες με αεροπλάνα και πλοία. Επιπλέον είναι αδύνατον να γυρίσεις όλο τον κόσμο σε μία νύχτα. Αδυνατώ λοιπόν να πιστέψω ότι ένας γέρος με ένα δήθεν έλκηθρο και ιπτάμενους ταράνδους διασχίζει τον κόσμο σε ένα βράδυ για να παραδώσει δώρα! Είναι ότι πιο γελοίο έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου!

-Επειδή όλα αυτά σου φαίνονται εξωπραγματικά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν! Μην είσαι προσκολλημένος στην πραγματικότητα ! Σταμάτα να βλέπεις με τα μάτια της πραγματικότητας, βλέπε με τα μάτια της φαντασίας !

Η νεράιδα σταμάτησε να μιλάει. Για ένα λεπτό ήταν σιωπηλή και με κοιτούσε . Σε εκείνη την ματιά της διέκρινα μία λύπη και μία πίκρα. Πήρε μία βαθιά ανάσα, μου χάιδεψε τα μαλλιά και μου είπε με τρυφερότητα:

                    • Δεν είσαι ο μόνος που έχεις αυτή την άποψη. Και άλλα παιδιά είναι στην ίδια κατάσταση με εσένα. Δεν φταίτε όμως εσείς, οι γονείς σας φταίνε. Σας απομακρύνουν από την αθωότητα και από την φαντασία καθώς θέλουν να σας εντάξουν στην πραγματική ζωή . Κατά την γνώμη τους, εκείνος που πιστεύει σε εξωπραγματικές καταστάσεις και φανταστικά πρόσωπα είναι κουτός και ανόητος. Σκέψου όμως , η φαντασία είναι ένα μέσο με το οποίο ξεφεύγουμε για λίγο από την πεζή πραγματικότητα στην οποία ζούμε. Με άλλα λόγια , κάνουμε ένα <διάλειμμα> από τις δυσκολίες της ζωής. Όμως εάν οι άνθρωποι τα καταρρίψουν τότε όλα τα φανταστικά πρόσωπα θα χαθούν από προσώπου γης.

                    • Τι θες να πεις δηλαδή ;

                    • Ακολούθησε με και θα δεις.

Η νεράιδα κι εγώ συνεχίσαμε να προχωράμε. Έπειτα από αρκετή ώρα, βρεθήκαμε σε ένα άλλο δωμάτιο, μόνο που αυτή την φορά δεν ήταν σαλόνι αλλά υπνοδωμάτιο. Το δωμάτιο αυτό δεν είχε πάλι ηλεκτρικές συσκευές και είχε στολίδια παντού. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα κρεβάτι. Πάνω στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ένας ηλικιωμένος κύριος, ο οποίος φαινόταν χλωμός και πολύ άρρωστος . Η καλή νεράιδα τον πλησίασε λέγοντας του:

                    • Καλησπέρα άγιε Βασίλη !

                    • Καλησπέρα κοπέλα μου . Της απάντησε εκείνος με δυσκολία.

                    • Πώς είσαι;

                    • Όχι και τόσο καλά. Εσύ ;

                    • Μια χαρά. Εγώ και ο μικρός από εδώ ήρθαμε να σε επισκεφτούμε μέρα που είναι.

                    • Καλά κάνατε . Είναι η πρώτη φορά που ένα παιδί με επισκέπτεται.

Όση ώρα μιλούσαν, εγώ παρατηρούσα τον άγιο Βασίλη. Δεν φαινόταν να είχε εκείνα τα χαρακτηριστικά που μου ανέφερε η νεράιδα. Πιο συγκεκριμένα, εγώ έβλεπα έναν αδύναμο γέρο που δεν είχε στον ήλιο μοίρα να κείτεται στο κρεβάτι του , όπως όλοι συνήθως οι γέροι . Πού ήτανε οι τάρανδοι και το έλκηθρο; Πουθενά. Μήπως η νεράιδα μου είπε ψέματα ; Επειδή οι απορίες αυτές είχαν αρχίσει να με βασανίζουν , ρώτησα τον άρρωστο γέρο:

                    • Άγιε Βασίλη, δεν θα έπρεπε μέρα που είναι να είσαι χαρούμενος ;

                    • Ναι παιδί μου. Δυστυχώς όμως αισθάνομαι πολύ αδιάθετος και δεν μπορώ να απολαύσω τα Χριστούγεννα .

                    • Πού είναι το έλκηθρο με τους ταράνδους σου;

                    • Έξω. Δεν το χρησιμοποιώ όμως εξαιτίας της κατάστασης μου.

                    • Ίσως αρρώστησες επειδή γυρίζεις όλο το βράδυ σε όλο τον κόσμο κάθε παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Στην ηλικία σου πρέπει να προσέχεις γιατί η υγεία σου είναι εύθραυστη.

                    • Δεν είμαι άρρωστος επειδή κρυολόγησα. Έχει να κάνει με την πίστη των παιδιών σε εμένα. Όσο περνάνε τα χρόνια, όλο και λιγότερα παιδιά πιστεύουν ότι υπάρχω. Γι ‘ αυτό χρόνο με τον χρόνο χειροτερεύω όλο και πιο πολύ. Αν εσείς κάποια μέρα σταματήσετε να πιστεύετε στην ύπαρξη μου τότε θα εξαφανιστώ για πάντα.

Ξαφνιάστηκα μόλις άκουσα τα λόγια αυτά . Ώστε αυτός ήταν ο λόγος της αδιαθεσίας του. Παράλληλα στεναχωρήθηκα για εκείνον τον άνθρωπο. Από τα πρώτα λεπτά που μιλήσαμε τον συμπάθησα πολύ και θεώρησα ότι θα ήταν κρίμα και άδικο να εξαφανιστεί. Η ζωή του εξαρτάται από την πίστη μας. Δυστυχώς όμως , όπως μου εκμυστηρεύτηκε και ο ίδιος , πολλά παιδιά αμφισβητούν την ύπαρξη του.

                    • Πρέπει να φύγουμε τώρα, είπε η νεράιδα, να μην κουράζουμε τον άγιο Βασίλη. Αντίο και μακάρι να γίνεις γρήγορα καλά.

                    • Αντίο παιδιά μου. Καλή συνέχεια να έχετε.

Αφού αποχαιρετήσαμε τον άγιο Βασίλη μπήκαμε ξανά μέσα στην πύλη και σε λίγα δευτερόλεπτα βρεθήκαμε ξανά στο δωμάτιο μου:

                    • Η διαδρομή μας σταματάει εδώ. Καληνύχτα Τζόμη. Ελπίσω η διαδρομή αυτή να σου δίδαξε κάτι.

Λέγοντας τα λόγια αυτά η νεράιδα εξαφανίστηκε από μπροστά μου. Εγώ ξάπλωσα στο κρεβάτι μου για να κοιμηθώ, μα ύπνο δεν είχα. Σκεφτόμουν συνέχεια τα γεγονότα που συνέβησαν εκείνη την νύχτα. Την εμφάνιση της καλής νεράιδας, την επίσκεψη στα παιδιά του παρελθόντος όπως κι εκείνη στον άγιο Βασίλη . Στο μυαλό μου ηχούσαν τα εξής λόγια της νεράιδας:

                    • Η φαντασία είναι ένα μέσο με το οποίο ξεφεύγουμε για λίγο από την πεζή πραγματικότητα στην οποία ζούμε. Με άλλα λόγια , κάνουμε ένα <διάλειμμα> από τις δυσκολίες της ζωής. Όμως εάν οι άνθρωποι τα καταρρίψουν τότε όλα τα φανταστικά πρόσωπα θα χαθούν από προσώπου γης.

Πράγματι, εκείνα τα παιδιά έδειχναν πολύ χαρούμενα καθώς άνοιγαν τα δώρα τους. Χάρηκαν όμως ακόμα πιο πολύ όταν είδαν το περιεχόμενο τους , το οποίο δεν ήταν κάποια συσκευή εικονικής πραγματικότητας. Δεν μπορούσα να ξεχάσω την ευτυχία που ένιωσα καθώς έπαιζα μαζί τους . Επίσης , η θλιβερή εικόνα του αδύναμου άγιου Βασίλη έμεινε χαραγμένη στην μνήμη μου. Είναι θλιβερό το γεγονός ότι κινδυνεύει να εξαφανιστεί για πάντα . Ήμουν όμως σίγουρος ότι στο παρελθόν δεν θα ήταν στην ίδια κατάσταση με τώρα . Θα ήταν καλά στην υγεία του , κεφάτος και χαρούμενος καθώς τα παιδιά πίστευαν σε αυτόν . Αυτό αποδείκνυει το γεγονός ότι τα παιδιά εκείνης της εποχής ζούσαν ευτυχισμένα καθώς χαρακτηρίζονταν από αθωότητα και φαντασία. Σε αντίθεση με τότε, σήμερα εμείς τα παιδιά δεν πιστεύουμε σε φανταστικά πρόσωπα και καταστάσεις και εθιζόμαστε σε κινητά , σε τάμπλετ και σε οτιδήποτε που έχει σχέση με την τεχνολογία. Άρχισα να αισθάνομαι άσχημα για την χαρά που ένιωσα όταν οι συγγενείς μου μου έφεραν τα Χριστούγεννα τέτοιες συσκευές . Δεν μπορούσες να χρησιμοποιήσεις την φαντασία σου χρησιμοποιώντας τα συγκεκριμένα. Τέτοιους συλλογισμούς έκανα ώσπου ήρθε το πρωί. Ντύθηκα γρήγορα , άρπαξα τις συσκευές μου και έτρεξα κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου. Εκείνοι κοιμόντουσαν ακόμα . Τους ξύπνησα φωνάζοντας :

                      • Ξυπνήστε , ξυπνήστε!!!

                      • Τι συμβαίνει Τζόμη ; Ρώτησαν εκείνοι αγουροξυπνημένοι.

                      • Δεν μου άρεσαν τα Χριστουγεννιάτικα δώρα μου ! Θέλω να πάμε να αγοράσουμε αληθινά παιχνίδια! Τους είπα δίνοντας τους τις συσκευές.

– Γιατί, αφού χτες μας είπες ότι σου άρεσαν.

-Άλλαξα γνώμη! Σηκωθείτε γρήγορα! Ετοιμαστείτε και πάμε να αγοράσουμε παιχνίδια!!!

Οι γονείς μου χωρίς να με καταλαβαίνουν ετοιμάστηκαν και με πήγαν στο κοντινότερο κατάστημα παιχνιδιών . Εκεί αγόρασα ένα αρκουδάκι , ένα τρενάκι και ένα κουτί με αυτοκινητάκια. Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι πέρασα την υπόλοιπη μέρα παίζοντας όχι αυτή την φορά με κάποιο ψηφιακό παιχνίδι αλλά με τα παιχνίδια που αγόρασα , δημιουργώντας αμέτρητες φανταστικές ιστορίες. Μακάρι να ήταν τα παιδιά που είχα συναντήσει χτες εδώ. Θα ήθελα πολύ να τους δείξω τα δικά μου παιχνίδια. Αφού έπαιξα για κάμποση ώρα , κάθισα στο γραφείο μου και έγραψα γράμμα στον άγιο Βασίλη ζητώντας του να μου φέρει έναν μικρό αυτοκινητόδρομο. Από μέσα μου ευχαριστούσα την καλή νεράιδα που μου έδωσε την ευκαιρία να αλλάξω την συμπεριφορά που είχα .

Αυτή ήταν η ιστορία μου. Η ιστορία που  άλλαξε όλη μου την ζωή. Τα χρόνια πέρασαν και εγώ μεγάλωσα , παντρεύτηκα και απέκτησα τα δικά μου παιδιά. Παρόλα αυτά , δεν ξέχασα ποτέ την καλή νεράιδα και την εμπειρία που είχα εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων. Κάθε Χριστούγεννα την αφηγούμαι στα παιδιά μου, καθώς θέλω να τους μεταδώσω το μήνυμα το οποίο μου μετέδωσε η καλή νεράιδα τότε. Βέβαια, υπήρξαν πολλοί που με κατέκριναν υποστηρίζοντας ότι τα ζάλιζα με βλακείες και για τη γνώμη μου απέναντι στην εξέλιξη της τεχνολογίας . Τότε εγώ γυρίζω και τους λέω:

Δεν κατακρίνω την τεχνολογία. Καλές οι συσκευές εικονικής πραγματικότητας αλλά δεν πρέπει να απομακρύνουμε τα παιδιά από τον κόσμο της φαντασίας ούτε να καταστρέφουμε την αφέλεια και την παιδικότητα τους. Να τα αφήνουμε να πιστεύουν σε φανταστικές καταστάσεις όπως επίσης και την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν την παιδική τους φαντασία ταξιδεύοντας σε κόσμους απρόσιτους και παραμυθένιους. Μόνο με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά είναι πραγματικά χαρούμενα.

Ελπίζω μέσω αυτής της ιστορίας να σας μετέδωσα το μήνυμα το οποίο μου είχε μεταδοθεί τότε για το ποιο είναι το ιδανικό δώρο στα παιδιά.

Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας . Σας εύχομαι μέσα από την καρδιά μου καλή Πρωτοχρονιά και μακάρι ο καινούριος χρόνος να είναι για όλους τους ανθρώπους ένας χρόνος με υγεία και ευτυχία.

Αλληλεγγύη

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένας

άντρας μαζί με τους τρεις γιους του. Το όνομά του ήταν Πραηκάν και ήταν

διευθυντής της Τζίλης, μιας εταιρείας κοσμημάτων. Ο κύριος Πραηκάν σαν

διευθυντής ήταν αυστηρός προς τους υπαλλήλους του. Παρόλα αυτά εκείνοι

τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν. Χάρις σε αυτόν η Τζίλη ήταν η καλύτερη εταιρεία σε όλο τον κόσμο.

Τα κοσμήματα ήταν φτιαγμένα από καθαρό χρυσάφι και ασήμι στολισμένα

με ακριβούς πολύτιμους λίθους. Ερχόταν κόσμος από όλα τα μέρη της γης

για να αγοράσουν τα πανέμορφα και μοναδικά κοσμήματα του. Αυτό τον έκανε να είναι ένας από τους πιο πλούσιους άντρες σε ολόκληρη τη χώρα. Μαζί με τα παιδιά του κατοικούσε σε μια τεράστια έπαυλη που ήταν απέναντι από ένα καταπράσινο δάσος.

Ο κύριος Πραηκάν όπως κάθε πλούσιος είχε πολλούς υπηρέτες. Η πιο έμπιστη του ήταν η Φάμη, η οποία πρόσεχε τα παιδιά του.

Στη χώρα παρόλο που εκείνος ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς και δύσκολος οι

άνθρωποι ήταν πολύ χαρούμενοι γιατί πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και όλοι προετοιμάζονταν για αυτή τη μέρα. Το ίδιο έκανε και ο ήρωας της ιστορίας μας.

Έβαλε στο σαλόνι το μεγάλο έλατο που είχε κόψει από το δάσος και στόλισε

τόσο το έλατο όσο και το σπίτι του με πανάκριβα στολίδια. Του άρεσαν πολύ τα Χριστούγεννα γιατί μαζευόταν συγγενείς και φίλοι και περνούσαν όμορφα.

Εκείνη την περίοδο στην πόλη γινόταν διάφορες όμορφες εκδηλώσεις στις οποίες πήγαιναν να παρακολουθήσουν πολλοί άνθρωποι. Τα χρήματα που έδινε ο κόσμος προσφέρονταν σε διάφορα ιδρύματα που φρόντιζαν τους φτωχούς.

Όλοι πήγαιναν με χαρά για να μπορέσουν να μαζευτούν όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν έτσι ώστε να βοηθηθούν όσοι περισσότεροι άνθρωποι γινόταν!

Αντίθετος με όλα αυτά όμως ήταν ο κύριος Πραηκάν που πίστευε ότι όλο αυτό ήταν μια απάτη και χαλούσε την γιορτή των Χριστουγέννων. Απαγόρευε μάλιστα και στα αγόρια του να παίρνουν μέρος σε αυτές τις εκδηλώσεις.

Δεν θα πηγαίνετε σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις! Λένε ψέματα για να παίρνουν πολλά χρήματα και για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των τεμπέληδων. Κάνουν μεγάλο λάθος που τους δίνουν χρήματα. Εμείς δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα τους…Τους έλεγε συνέχεια.

Οι μέρες κυλούσαν γοργά και έφτασε η παραμονή των Χριστουγέννων. Το βράδυ εκείνο ο κύριος Πραηκάν διοργάνωσε ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι και προσκάλεσε όλους τους φίλους και τους συγγενείς του. Το πάρτι ήταν υπέροχο! Η αίθουσα ήταν πεντακάθαρη και το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα λαμπερά στολίδια και το χρυσό αστέρι στην κορυφή του ομόρφυνε την ατμόσφαιρα. Όλοι οι καλεσμένοι περνούσαν όμορφα σε αυτό το υπέροχο πάρτι.

Ξαφνικά ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα.

Μα ποιος να είναι τέτοια ώρα; Αναρωτήθηκε ο κύριος Πραηκάν…

Χωρίς δεύτερη σκέψη και με περιέργεια πλησίασε την πόρτα, την άνοιξε και είδε έναν άγνωστο να στέκεται στο κατώφλι του σπιτιού του. Ήταν απεριποίητος και φορούσε κουρελιασμένα ρούχα. Με τρεμάμενη φωνή ο άγνωστος του είπε…:

-Καλησπέρα σας και συγνώμη που ενοχλώ, μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε μια βοήθεια;

-Γιατί παρακαλώ; ρώτησε απότομα ο κύριος Πραηκάν…

-Δεν έχω καθόλου χρήματα και μέρες που είναι η οικογένεια μου είναι χωρίς φαγητό, για αυτό σας ζητάω αν μπορείτε να με βοηθήσετε.

-Η ιστορία που μου είπες είναι πολύ συγκινητική, παρόλα αυτά εμένα δε με ξεγελάς. Ξέρω πολύ καλά ότι είσαι ένας από εκείνους που παριστάνουν τον φτωχό για να βγάλουν ξεκούραστα χρήματα.

-Δεν έχω κανένα σκοπό να σας ξεγελάσω και σας λέω την αλήθεια!

-Το καλό που σου θέλω να φύγεις από εδώ πριν καλέσω την αστυνομία!

Ο άγνωστος κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Πριν όμως φύγει του είπε:

-Φεύγω αλλά σας συμβουλεύω να αλλάξετε την στάση σας απέναντι στους φτωχούς. Ποτέ δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Πρέπει να υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων.

-Τι είναι αλληλεγγύη; ρώτησε ο κύριος Πραηκάν και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ερώτηση του ο άγνωστος χάθηκε στο σκοτάδι.

Ο επιχειρηματίας γύρισε στο πάρτι του αλλά πολύ προβληματισμένος μετά από αυτό το διάλογο που είχε. Παρόλα αυτά γρήγορα τα ξέχασε όλα και συνέχισε τη διασκέδασή του.

Τα χρόνια πέρασαν και δίπλα στην Τζίλη, το εργοστάσιο του κυρίου Πραηκάν,

έγινε ένα σύγχρονο νέο εργοστάσιο που κατασκεύαζε καλύτερα και ομορφότερα κοσμήματα με αποτέλεσμα όλος ο κόσμος να αγοράζει από εκεί

τώρα κοσμήματα και αυτό είχε σαν συνέπεια ο κύριος Πραηκάν να χάσει όλους τους πελάτες του, να κλείσει το εργοστάσιο του και αυτός να χάσει όλη του την περιουσία και να απομακρυνθούν όλοι οι δήθεν φίλοι του! Μετά από λίγο καιρό και αφού τελείωσαν και τα τελευταία του χρήματα κατέληξε στους δρόμους μαζί με τα παιδιά του να ζητιανεύει.

Οι μέρες τους κυλούσαν δύσκολα. Έφτασε η περίοδος των Χριστουγέννων

και ζητιανεύοντας βρέθηκαν σε ένα πανέμορφο πλούσιο σπίτι στολισμένο με πολλά και όμορφα στολίδια. Πλησίασαν και χτύπησαν την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας πλούσιος καλοντυμένος άντρας. Ο κύριος Πραηκάν όταν τον αντίκρισε δεν πίστευε στα μάτια του! Αυτός ο πλούσιος κύριος ήταν ο ζητιάνος που του είχε χτυπήσει την δικιά του πόρτα πριν αρκετά χρόνια τέτοιον καιρό! Βέβαια και ο πλούσιος άντρας του σπιτιού δεν έκρυψε την έκπληξη του όταν είδε σε αυτή την άθλια κατάσταση τον άλλοτε πλούσιο και ισχυρό άντρα.

Ο κύριος Πραηκάν αφού πρώτος συνήλθε από την μεγάλη έκπληξη ρώτησε…:

-Καλησπέρα σας, θα μπορούσατε να μου δώσετε μια βοήθεια;

-Φυσικά και θα σας δώσω μέρες που είναι, περάστε μέσα να ξαποστάσετε.

Ο ήρωας μας και τα παιδιά του μπήκαν μέσα και αφού άλλαξαν με καθαρά ρούχα που τους έδωσαν έκατσαν στην τραπεζαρία να φάνε όλοι μαζί. Κατά τη διάρκεια του δείπνου ο κύριος Πραηκάν ρώτησε τον νοικοκύρη πως κατάφερε και έγινε τόσο πλούσιος.

-Ένας γενναιόδωρος επιχειρηματίας μου πρόσφερε δουλειά στην επιχείρηση του και επειδή έμεινε πολύ ευχαριστημένος γρήγορα με έκανε διευθυντή με αποτέλεσμα να βγάζω πολλά χρήματα. Με εσάς τι έγινε;

Ο κύριος Πραηκάν του διηγήθηκε την ιστορία του.

-Τώρα καταλαβαίνω τι ήθελες να μου πεις όταν είχες έρθει για βοήθεια στο δικό μου σπίτι. Ακόμα κατάλαβα για την αλληλεγγύη και τη σημασία της. Σου ζητώ συγνώμη για το άσχημο και ανόητο φέρσιμο μου!

-Δεν πειράζει, περασμένα ξεχασμένα. Όλοι μας κάνουμε λάθη. Σημασία έχει να τα αναγνωρίζουμε και να διορθωνόμαστε. Ας απολαύσουμε τώρα το φαγητό μας.

Ο κύριος Πραηκάν γιόρτασε εκείνα τα Χριστούγεννα με την οικογένεια που κάποτε ο ίδιος είχε διώξει σχεδόν με τις κλοτσιές από το σπίτι του όταν παραμονή Χριστουγέννων του χτύπησε την πόρτα για βοήθεια. Από τότε ορκίστηκε ότι θα βοηθούσε όποιον του το ζητούσε ακόμα και αν νόμιζε ότι του έλεγε ψέματα.

ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ

ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΕΥΗ ΚΑΠΑΤΖΙΑ 2017

Το πουλί της αγάπης.

Το πουλί της αγάπης.

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή πολιτεία ζούσε ένα καλό και φιλότιμο ζευγάρι. Ο άντρας δούλευε ως αγρότης σε ένα χωράφι στην άκρη της πολιτείας και η γυναίκα ήταν νοσοκόμα όπου δούλευε σε ένα μεγάλο νοσοκομείο. Το ζευγάρι είχε και ένα γιο που ήταν δεκαοχτώ χρονών. Είχε κατσαρά μαύρα μαλλιά, μελιά μάτια και στο πρόσωπό του είχε μερικές φακίδες. Το όνομά του ήταν Βάκης. Στο σχολείο που πήγαινε είχε πολλούς φίλους. Οι καλύτεροι φίλοι του ήταν ο Ζάμης και ο Τέρκης. Μαζί έκαναν βόλτες έξω, συζητούσαν και έκαναν πλάκες στους άλλους. Αυτή ήταν η ζωή του Βάκη και όπως καταλάβατε περνούσε πάρα πολύ καλά!

Μια μέρα ήρθε στο σχολείο μία καινούρια μαθήτρια. Το όνομά της ήταν Σαμίχα και καταγόταν από μία μακρινή ξένη χώρα. Ήταν πανέμορφη.

Τα μαλλιά της ήταν ξανθά σαν το καθαρό χρυσάφι, το δέρμα της ήταν λευκό σαν το γάλα και τα μάτια της γαλάζια σαν το ζαφείρι. Μόλις την είδε ο Βάκης την ερωτεύτηκε αμέσως! Όση ώρα ο δάσκαλος έλεγε το μάθημα εκείνος ούτε τον άκουγε ούτε τον κοιτούσε…μάτια είχε μόνο για την Σαμίχα. Στα διαλείμματα προσπάθησε πολλές φορές να της μιλήσει μα όποτε την πλησίαζε ντρεπόταν τόσο πολύ που έφευγε σαν κυνηγημένος. Το απόγευμα, όταν συναντήθηκε με τους φίλους του ο Βάκης τους είπε το πρόβλημά του…:

-Παιδιά, ερωτεύτηκα την καινούρια μαθήτρια. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου τόσο όμορφο κορίτσι! Δυστυχώς όμως, όταν την πλησιάζω για να τη μιλήσω νιώθω τόση ντροπή που φεύγω από κοντά της!

-Σαν τρομαγμένη αλεπού!...του είπε ειρωνικά γελώντας ο Ζάμης.

-Ζάμη! Δεν είναι όλα τα γεγονότα της ζωής αστεία! Ο φίλος μας ερωτεύτηκε! Ο έρωτας είναι ένα πολύ σημαντικό συναίσθημα! Βάκη, σκέφτηκες ποτέ να πεις στη Σαμίχα αυτό που νιώθεις;...τον ρώτησε ο Τέρκης αφού πρώτα μάλωσε τον Ζάμη για τη χαζομάρα που είπε.

-Το σκέφτηκα μα όπως σας είπα ντρέπομαι να της μιλήσω. Μου φαίνετε πολύ δύσκολο.

-Δεν είναι καθόλου δύσκολο. Χρειάζεται να είσαι απλά ο εαυτός σου.

-Τι είναι αυτά που λες! Άμα η Σαμίχα δεν είναι ερωτευμένη με τον φίλο μας τότε τι θα κάνει; Βάκη, γιατί δεν πας να βρεις το πουλί της αγάπης;…του πρότεινε ο Ζάμης.

-Ποιο είναι το πουλί της αγάπης;…τον ρώτησε ο Βάκης.

-Το πουλί της αγάπης είναι το κατοικίδιο ζώο του θεού του έρωτα. Ζει στο δάσος των ρουμπινιών και έχει τη φωλιά του στο μεγαλύτερο δέντρο. Το πουλί αυτό έχει μαγικές δυνάμεις. Άμα το πάρεις σπίτι σου και το φροντίσεις καλά εκείνο θα ευχαριστηθεί τόσο πολύ που θα κάνει το άτομο που αγαπάς να σε αγαπήσει και εκείνο.

-Αυτό δεν είναι σωστό! Για να εξομολογηθείς σε κάποιον τον έρωτα σου πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και να μη βασίζεσαι στα μαγικά! Στο βιβλίο που διαβάζω το λέει ξεκάθαρα!…τους φώναξε ο Τέρκης.

-Τέρκη, συμφωνώ με το Ζάμη. Θα ξεκινήσω από σήμερα για το δάσος των ρουμπινιών. Τώρα πρέπει να φύγω. Γεια σας φίλοι μου!…τους είπε ο Βάκης και έφυγε.

Την άλλη μέρα αφού είπε στους γονείς του πως θα πήγαινε για λίγες μέρες στη γιαγιά του,έβαλε λίγα πράγματα και ρούχα σε ένα σακίδιο, τους αποχαιρέτισε και ξεκίνησε για το δάσος των ρουμπινιών.

Περπάτησε για κάμποσες ώρες ώσπου τελικά έφτασε στον προορισμό του. Το δάσος των ρουμπινιών ήταν ένα εκπληκτικό μέρος. Τα δέντρα, το γρασίδι μέχρι και ο ουρανός είχαν χρώμα κόκκινο. Μα πιο όμορφα από όλα ήταν τα κατακόκκινα λαμπερά ρουμπίνια, τα οποία ήταν κρεμασμένα πάνω στα κλαδιά των δέντρων. Ένα θέαμα που έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του! Το αγόρι εντυπωσιάστηκε αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βρει το πουλί της αγάπης και ξεκίνησε αμέσως το ψάξιμο.

Καθώς έψαχνε βρέθηκε μπροστά σε ένα δέντρο μεγαλύτερο από τα άλλα. Τα ρουμπίνια του ήταν πιο μεγάλα και λαμπερά και πάνω στα κλαδιά του ήταν χτισμένη μια φωλιά στην οποία ήταν ένα πουλί που κοιμόταν. Το πουλί ήταν μικρό και είχε έντονο κόκκινο χρώμα. Τα φτερά του, μεγάλα και αριστοκρατικά είχαν κόκκινο, βυσσινί,βιολετί και μοβ χρώμα. Ο Βάκης χωρίς να χάσει καιρό σκαρφάλωσε στο δέντρο και τη στιγμή που ήταν έτοιμος να το αρπάξει εκείνο ξύπνησε. Ο Βάκης τρόμαξε πολύ! Κατέβηκε γρήγορα από το δέντρο και το έβαλε στα πόδια. Από πίσω άκουσε το πουλί να μονολογεί…:

-Ποιος είναι αυτός και γιατί με ξύπνησε μεσημεριάτικα; Τέλος πάντων, δεν θα τον κυνηγήσω για να τον τσιμπήσω μα την άλλη φορά δε θα του την χαρίσω.

Αφού τελείωσε το μονόλογο του το πουλί της αγάπης άνοιξε τα αριστοκρατικά φτερά του και πετώντας απομακρύνθηκε από τη φωλιά του. Ο Βάκης σταμάτησε να τρέχει, έκατσε κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστεί και μονολόγησε…:

-Ουφ! Ευτυχώς τη γλίτωσα και δε με τσίμπησε. Καλύτερα να φύγω από το ρουμπινένιο δάσος και να επιστρέψω στο σπίτι μου. Όμως όταν συναντήσω τους φίλους μου τι θα τους πω; Θα με θεωρήσουν δειλό κι ανίκανο. Όχι! Θα μείνω και θα προσπαθήσω ξανά, με λίγη τύχη σίγουρα θα τα καταφέρω. Ας περιμένω να νυχτώσει, τότε ίσως όλα να είναι πιο εύκολα!

Αυτό έκανε, κάθισε εκεί στο δέντρο και περίμενε με ανυπομονησία να βραδιάσει.

Μετά από πολλές ώρες φάνηκε ψηλά στον ουρανό η θεά Νύχτα πάνω στον πήγασο της. Με το ασημένιο της μαγικό ραβδί έκανε τον όμορφο κόκκινο ουρανό μαύρο! Ύστερα έβγαλε από το καλάθι που κρατούσε διάφορα μικρά αστεράκια και τα τοποθέτησε σε κάθε σημείο του ουρανού. Τέλος, η θεά έδωσε φως στο φεγγάρι για να είναι λαμπερό και να φωτίζει τους δρόμους και τα σοκάκια. Αφού τελείωσε το έργο της η πανέμορφη θεά Νύχτα, ικανοποιημένη ξεκίνησε για το λαμπρό παλάτι της για να ξεκουραστεί.

Ο Βάκης χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο ξαναπήγε στο ψηλό δέντρο. Σκαρφάλωσε με προσοχή και διαπίστωσε ότι το πουλί δεν ήταν στη φωλιά του, βρήκε μόνο τρία αυγά. Τότε του Βάκη του ήρθε μια ιδέα. Αντί να πιάσει το πουλί της αγάπης, να πάρει ένα από τα τρία αυγά,να περιμένει να βγει το πουλάκι, να το φροντίζει και να το μεγαλώσει για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Άπλωσε, χωρίς να χάσει χρόνο, το χέρι του να πάρει ένα αυγό όταν ξαφνικά εμφανίστηκε το πουλί έχοντας στο ράμφος του μερικά σκουλικάκια. Μόλις είδε το αγόρι ξανά στη φωλιά του θύμωσε πολύ και του φώναξε επιθετικά…:

-Πάλι εσύ; Αυτή τη φορά δε θα τη γλυτώσεις, θα σου δώσω ένα καλό μάθημα για να βάλεις λίγο μυαλό!

Ο Βάκης άρχισε να κατεβαίνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε από το δέντρο μα έχασε την ισορροπία του και έπεσε ανώμαλα στο έδαφος. Σηκώθηκε αμέσως χωρίς να χάσει χρόνο και άρχισε να τρέχει για να γλυτώσει! Το πουλί πετώντας τον πήρε από πίσω. Το έδαφος του ρουμπινένιου δάσους ήταν αρκετά απότομο και το αγόρι σκόνταφτε κι έπεφτε αλλά σηκωνόταν αμέσως και συνέχιζε το τρέξιμο. Το πουλί τον ακολουθούσε με σκοπό να του δώσει ένα καλό μάθημα.

Ξαφνικά από το μεγάλο δέντρο ακούστηκαν τιτιβίσματα. Ήταν τα πουλάκια που βγήκαν από τα αυγά τους και ζητούσαν επίμονα τη μητέρα τους. Το πουλί , αφού έριξε μία άγρια διαπεραστική ματιά στο αγόρι, επέστρεψε πίσω στη φωλιά του.

Ο Βάκης βλέποντας το πουλί να απομακρύνετε ανακουφίστηκε λίγο και αφού απομακρύνθηκε από το δάσος των ρουμπινιών πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ήταν σε κακά χάλια! Τα ρούχα του ήταν βρόμικα και σκισμένα από τα πολλά πεσίματα στο έδαφος. Τα χέρια του και τα πόδια του γέμισαν πληγές κυρίως όμως ήταν δυστυχισμένος γιατί δε θα κατάφερνε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του.

Έπρεπε να πάψει να τη σκέφτεται, ό,τι κι αν έκανε για εκείνη δεν θα είχε νόημα πια. Η Σαμίχα δεν θα τον ερωτεύονταν ποτέ! Έπρεπε να καταπνίξει το συναίσθημα που ένοιωθε για την κοπέλα, να την ξεπεράσει.

Όσο και αν προσπαθούσε δεν τα κατάφερνε! Οι σκέψεις αυτές τον απασχολούσαν αρκετά ώσπου έφτασε στην πολιτεία του χωρίς να το καταλάβει. Ήταν απόγευμα. Ο Βάκης δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του γιατί στη γειτονιά του είχαν τα σπίτια τους ο Ζάμης και ο Τέρκης. Άμα τον βλέπανε πως γύριζε με άδεια χέρια σίγουρα θα τον κορόιδευαν. Άρχιζε να διασχίζει τους δρόμους της πολιτείας κοιτώντας τις πολυκατοικίες και τα σπίτια. Έπρεπε να βρει ένα μέρος για να μείνει γιατί σε λίγο θα νύχτωνε. Κάποια στιγμή διέκρινε από μακριά ένα σπίτι το οποίο βρισκόταν στην άκρη της πολιτείας. Αφού το πλησίασε χτύπησε την πόρτα. Την πόρτα την άνοιξε μια κοπέλα με ξανθά μαλλιά και ζαφειρένια μάτια. Ήταν η Σαμίχα! Ο Βάκης προσπάθησε να κρύψει το ξάφνιασμα του και της είπε…:

-Καλησπέρα Σαμίχα, μήπως θα μπορούσατε να με φιλοξενήσετε το βράδυ στο σπίτι σας;

-Αν και οι γονείς μου με τον αδερφό μου λείπουν σε κάποιο ταξίδι και είμαι μόνη στο σπίτι φαίνεσαι καλό άτομο και θα σε φιλοξενήσω έτσι ώστε να μου κάνεις και λίγο παρέα.

Το αγόρι πέρασε μέσα. Η κοπέλα του περιποιήθηκε τις πληγές και του έδωσε να φορέσει καθαρά ρούχα. Βγήκαν στο μπαλκόνι και κάθισαν. Η κοπέλα τότε του είπε…:

-Βάκη θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι. Ήμουν πολύ αγχωμένη στο σχολείο γιατί φοβόμουν πως εσείς θα με κοροϊδεύατε επειδή ήμουν από ξένη χώρα και γιατί ήμουν πολύ άσπρη. Στα προηγούμενα σχολεία που πήγαινα με κορόιδευαν πάρα πολύ! Οι γονείς μου έλεγαν να μη δίνω σημασία αλλά εγώ δεν τους άκουγα και στεναχωριόμουν πολύ! Όταν ήρθα σε αυτό το σχολείο ξαφνιάστηκα από την συμπεριφορά των μαθητών προς εμένα. Ήταν πολύ φιλικοί μαζί μου χωρίς να σχολιάζουν την καταγωγή και το χρώμα μου. Στο διάλειμμα όταν σε πρωτοείδα να κάθεσαι με τους φίλους σου…σε αγάπησα!

Η Σαμίχα σώπασε απότομα. Ο Βάκης έπιασε το χέρι της λέγοντάς της τρυφερά…:

Κι εγώ από την πρώτη στιγμή που σε είδα σε αγάπησα!

Οι δύο νέοι αγκαλιάστηκαν ευτυχισμένοι. Κάποια στιγμή ένιωσαν ένα φτερούγισμα πάνω από τα κεφάλια τους. Κοίταξαν ψηλά και είδαν να φτερουγίζει από πάνω τους το πουλί της αγάπης χαμογελώντας τους. Πέταξε ψηλά στον ουρανό και άρχισε να κάνει κύκλους. Λαμπερή χρυσόσκονη βγήκε από τα πλουμιστά φτερά του η οποία κάλυψε τον έναστρο ουρανό κάνοντάς τον ακόμα πιο λαμπερό με ανοιχτά χρώματα! Ο Βάκης και η Σαμίχα έμειναν με το στόμα ανοιχτό αντικρίζοντας όλη αυτή την ομορφιά! Κοιτάζοντας στο σιδερένιο τραπεζάκι στο μπαλκόνι διαπίστωσαν ότι υπήρχαν δύο μπολ με λαχταριστό παγωτό. Οι δύο νέοι κοιτούσαν τον ουρανό με ενθουσιασμό τρώγοντας το παγωτό τους. Η γεύση του παγωτού ήταν πολύ γλυκιά μα πιο γλυκιά ήταν η γεύση του έρωτά τους. Ο Βάκης και η Σαμίχα αντάλλαξαν όρκους αιώνιας αγάπης υποσχόμενοι πως θα ζούσαν για πάντα μαζί! Εκείνη τη στιγμή άρχισε να πέφτει από τον ουρανό ψιλή βροχή με έντονο μπλε χρώμα λες και ο ουρανός συγκινήθηκε τόσο πολύ που δάκρυσε! Όταν το ρολόι της πολιτείας χτύπησε μεσάνυχτα ο ουρανός ξαναπήρε το μυστηριακό μαύρο χρώμα του με αποτέλεσμα να σταματήσει και όλη αυτή η μαγεία.

Οι δύο νέοι πήγαν μέσα για να κοιμηθούν. Αυτή η βραδιά θα ήταν χαραγμένη στη μνήμη τους για πάντα! Από τότε ο Βάκης και η Σαμίχα έζησαν ευτυχισμένοι για πάντα απολαμβάνοντας τον έρωτά τους!!!

ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ

ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΕΥΗ ΚΑΠΑΤΖΙΑ

evikapa.wordpress.com

ΙΟΥΛΙΟΣ 2016

Η πορεία των προσφύγων.

Εκείνη την στιγμή μια γυναίκα μάζεψε τα λιγοστά πράγματά της.

Η σκέψη πως θα έπρεπε αναγκαστικά να φύγει από την πατρίδα της την γέμισε

τόσο πόνο, που συχνά παρατούσε την ταχτοποίηση των πραγμάτων της

και έκλαιγε με αναφιλητά!

Αφού τελείωσε την δουλειά της έφυγε για τα σύνορα της Συρίας παίρνοντας μαζί της τα τέσσερα παιδιά της. Εκεί θα συναντούσε τους άλλους Σύριους.

Όταν έφτασε στα σύνορα είδε ότι και οι άλλοι άνθρωποι είχαν την ίδια ψυχολογική κατάσταση με εκείνη.

Όλοι οι Σύριοι έφυγαν από τα σύνορα με προορισμό την Τουρκία.

Εκεί τους έβαζαν όπως να ΄ναι, χωρίς καμιά ασφάλεια σε παλιοκάραβα

και φουσκωτά με προορισμό την Ελλάδα τάζοντας τους ότι από την Ελλάδα θα

μπορέσουν να περάσουν στην Ευρώπη και να έχουν μια καλύτερη ζωή!

Οι Έλληνες τους δέχονταν με αγάπη και τους πήγαιναν στα σύνορα για να

συνεχίσουν το ταξίδι τους για κάτι καλύτερο.

Όμως αυτό δεν συνέβη. Σχεδόν όλα τα κράτη κλείσανε τα σύνορα τους

και εγκλωβίστηκαν στην Ελλάδα.

Ευτυχώς εμείς οι Έλληνες έχουμε και καρδιά και φιλότιμο,

έτσι τους προσφέρουμε μέχρι να βρουν τον δρόμο τους ό,τι καλύτερο μπορούμε!

( Ένα μικρό αφιέρωμα για τους πρόσφυγες που θα

το αφιερώσω στην κ. Αδελαΐδα .)

ΕΥΗ ΚΑΠΑΤΖΙΑ

Το μικρό λυκάκι.

Το μικρό λυκάκι.

Ήταν Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012 και πήγαινα στην τρίτη τάξη του δημοτικού. Εκείνη τη μέρα είχαμε μια εργασία που ήταν το παραμύθι <<Η Κοκκινοσκουφίτσα>> να το αλλάξουμε και να αντιστρέψουμε τους ρόλους, δηλαδή η Κοκκινοσκουφίτσα να είναι η κακιά και ο λύκος ο καλός. Για μένα αυτή ήταν η αφορμή να γράψω το πρώτο μου παραμύθι…

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια σπηλιά μέσα στο δάσος ζούσε η μαμά λύκαινα με το μικρό λυκάκι της. Ένα πρωί η μαμά λύκαινα είπε στο μικρό της…:

-Παιδί μου, αυτό το καλάθι έχει μέσα φρούτα, κρέας και γάλα. Θέλω να το πας στη γιαγιά σου που είναι άρρωστη.

-Εντάξει μαμά...απάντησε το λυκάκι.

Έτσι κι έγινε, το λυκάκι πήρε το καλάθι και πήρε το δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς. Στο δρόμο που πήγαινε συνάντησε ένα κορίτσι με ξανθά μαλλιά και κόκκινη κάπα με κουκούλα. Το κορίτσι ρώτησε το λυκάκι…:

-Πού πας καλό μου λυκάκι;

-Πάω στη γιαγιά μου που είναι άρρωστη...απάντησε αυτό.

-Εσύ πού πας;

-Εγώ πάω μια βόλτα...απάντησε το κορίτσι.

-Εσένα πώς σε λένε;

-Δεν έχω όνομα, να με λες λυκάκι. Εσένα;

-Κοκκινοσκουφίτσα, λυκάκι σε μια κοιλάδα είδα τρία λυκάκια να παίζουν, αν θέλεις μπορείς να πας να παίξεις μαζί τους, εγώ σε χαιρετώ τώρα, γεια σου.

-Γεια!

Στο μεταξύ η Κοκκινοσκουφίτσα πήρε το δρόμο προς το σπίτι της γιαγιάς λύκαινας. Όταν έφτασε εκεί χτύπησε την πόρτα.

-Ποιος είναι;...ρώτησε η γιαγιά.

-Εγώ είμαι, το λυκάκι. Σου έφερα κρέας, φρούτα και γάλα.

-Πέρασε… είπε η γιαγιά.

Η Κοκκινοσκουφίτσα μπήκε μέσα, άρπαξε τη γιαγιά και την έβαλε μέσα σε μια ντουλάπα. Μετά φόρεσε τη νυχτικιά και τα γυαλιά της γιαγιάς λύκαινας και ξάπλωσε στο κρεβάτι περιμένοντας το λυκάκι.

Στο μεταξύ το λυκάκι έπαιξε με τα άλλα λυκάκια και μόλις βαρέθηκε πήρε ξανά το δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς. Όταν έφτασε εκεί χτύπησε την πόρτα…

-Ποιος είναι;…ρώτησε η Κοκκινοσκουφίτσα.

-Εγώ είμαι το λυκάκι. Σου έφερα κρέας, φρούτα και γάλα από τη μαμά.

Το λυκάκι αφού μπήκε μέσα και την είδε τη ρώτησε…:

-Γιαγιά, γιατί έχεις μικρά και γαλανά μάτια;

-Για να σε βλέπω καλύτερα...είπε η Κοκκινοσκουφίτσα.

-Γιαγιά, γιατί έχεις μικρή μύτη;

-Για να μυρίζω καλύτερα.

-Γιαγιά γιατί έχεις μικρά χέρια;

-Για να σε πιάσω καλύτερα!… είπε η Κοκκινοσκουφίτσα και πήρε το λυκάκι και το έβαλε στη ντουλάπα.

Ένας λύκος που περνούσε από εκεί άκουσε φωνές και κατάλαβε ότι κάτι κακό έγινε. Κατάφερε μπήκε στο σπίτι. Είδε τη Κοκκινοσκουφίτσα να κοιμάται και από την ντουλάπα να ακούγονται φωνές και να ζητάνε βοήθεια. Ο λύκος άνοιξε τη ντουλάπα και βγήκε έξω η γιαγιά με το μικρό. Αγκαλιάστηκαν και χωρίς να χάσουν καιρό έβαλαν μέσα διάφορα πράγματα που βρήκαν γύρω για να είναι η ντουλάπα βαριά και να νομίζει η Κοκκινοσκουφίτσα ότι η γιαγιά με το μικρό ήταν φυλακισμένα μέσα! Όταν τελείωσαν βγήκαν έξω και περίμεναν να βγει η Κοκκινοσκουφίτσα από το σπίτι και να φύγει!

Πράγματι όταν ξύπνησε πήρε τη ντουλάπα και έφυγε από το σπίτι πηγαίνοντας στο ποτάμι να πιει νερό για να ξεδιψάσει. Κρατώντας τη ντουλάπα έσκυψε για να πιει νερό αλλά επειδή ήταν πολύ βαριά έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο νερό και πνίγηκε!

-Πάει η Κοκκινοσκουφίτσα πνίγηκε, γλιτώσαμε!…φώναξαν η γιαγιά και το λυκάκι κι αφού ευχαρίστησαν τον λύκο όλοι μαζί πήραν το δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς.

Εκεί όλοι μαζί έφαγαν από τα καλούδια που είχε στο καλάθι και όταν πέρασε η ώρα σηκώθηκε το λυκάκι για να επιστρέψει πίσω βέβαια συνοδευόμενο από το λύκο για να μη μπλέξει ξανά σε άλλη περιπέτεια.

-Καλό δρόμο και να προσέχετε…είπε η γιαγιά.

-Γεια σου γιαγιά και σίγουρα θα είμαστε πιο προσεκτικοί!

Έτσι το λυκάκι μαζί με τον λύκο πήραν το δρόμο για το σπίτι της μαμάς…

Ψέματα ή αλήθεια έτσι λεν τα παραμύθια.

ΕΥΗ ΚΑΠΑΤΖΙΑ

evikapa.wordpress.com

Ο Ήλιος κάνει διακοπές

Όταν τελείωσε η μέρα ο νεαρός βασιλιάς Ήλιος γύρισε στο παλάτι του και δεν ήταν καλά. Δεν έφαγε τίποτα για βραδινό και δεν είπε ούτε την παραμικρή κουβέντα. Η γυναίκα του, η όμορφη Σελήνη κατάλαβε πως κάτι απασχολούσε τον άντρα της. Έτσι λοιπόν, τον πλησίασε και τον ρώτησε τρυφερά…:

-Τι σου συμβαίνει αγάπη μου; Γιατί είσαι τόσο λυπημένος και σκεπτικός;

-Αχ γυναίκα, δεν αντέχω άλλο τη δουλειά μου! Όλη μέρα πρέπει να ταξιδεύω από χώρα σε χώρα για να φωτίζω τη μέρα. Ούτε διάλειμμα δεν μπορώ να κάνω ! Βαρέθηκα πια!....της είπε ο Ήλιος.

-Μην μιλάς έτσι για την δουλειά σου! Για τους ανθρώπους αυτό που κάνεις είναι πολύ σημαντικό. Τους φωτίζεις τη μέρα τους και κάνεις ζέστη με αποτέλεσμα τα φυτά να ζεσταίνονται και να μεγαλώνουν σωστά. Έχεις δίκιο όμως τον τελευταίο καιρό δουλεύεις πάρα πολύ. Τι λες; Θέλεις να κάνεις κάποιες διακοπές;

-Ναι γυναίκα, θέλω να κάνω διακοπές! Μάλιστα θα κάνω τις διακοπές μου στο Κέρκα.

Έτσι κι έγινε. Την επόμενη μέρα ο Ήλιος μάζεψε τα πράγματα του και πήγε στο Κέρκα. Το Κέρκα ήταν ένα νησί που βρισκόταν στη μέση του ωκεανού. Ήταν πολύ όμορφο. Η αμμουδιά του ήταν χρυσή και πάνω της φύτρωναν διάφορα είδη σπάνιων λουλουδιών, βότανα και φοίνικες. Οι φοίνικες ήταν φορτωμένοι με μεγάλες στρόγγυλες καρύδες. Τα νερά του ήταν γαλαζοπράσινα, κρυστάλλινα και δροσερά. Στα βάθη τους ζούσαν ψάρια, κοχύλια και κοράλλια τα οποία είχαν διάφορα χρώματα όπως κόκκινο, θαλασσί, κίτρινο, βιολετί και άλλα πολλά. Επίσης στο νησί ζούσαν οι Κέρκες. Οι Κέρκες ήταν νεράιδες πανέμορφες που προστάτευαν το νησί και φρόντιζαν τα ζώα που ζούσαν εκεί.

Όταν έφτασε στον προορισμό του ο Ήλιος και οι Κέρκες έγιναν αχώριστοι φίλοι. Την μέρα τους την περνούσαν παίζοντας, κολυμπώντας στο νερό, χορεύοντας και συζητώντας αναμεταξύ τους. Το βράδυ οι Κέρκες, για να φτιάξουν το κέφι του βασιλιά διοργάνωσαν μία θεατρική παράσταση. Εκείνος καθισμένος στην αμμουδιά τις παρακολουθούσε και όταν τελείωσαν τις χειροκρότησε ενθουσιασμένος.

Αλλά ας αφήσουμε για την ώρα τον Ήλιο στις διακοπές του κι ας επιστρέψουμε στο παλάτι του. Στο μεταξύ, η Σελήνη κάλεσε σε συμβούλιο όλα τα πλάσματα του κόσμου για να τα ρωτήσει ποιο ήθελε να αναλάβει για λίγο καιρό τη δουλειά του συζύγου της. Κανένας από το πλήθος δεν ήθελε να την αναλάβει. Η Σελήνη άρχισε να απελπίζετε. Ξαφνικά, οι πύλες άνοιξαν διάπλατα και μπήκε μέσα μια λάμπα. Η λάμπα είχε μεγάλα μάτια με μικρά χέρια και πόδια. Στα μάτια της φορούσε χοντρά γυαλιά ενώ στο λαιμό της μια πράσινη γραβάτα. Ο Λαμπούλης, έτσι τον έλεγαν, πλησίασε τη βασίλισσα και της είπε αποφασιστικά…:

-Υψηλοτάτη, εγώ θα αναλάβω τη δουλειά του συζύγου σας.

-Πώς μπορείς να αναλάβεις εσύ, μια λάμπα τη δουλειά του εκλαμπρότατου Ήλιου;…τον ρώτησε ειρωνικά η Σελήνη.

-Μπορώ να την αναλάβω υψηλοτάτη. Εξάλλου το φως μου είναι τόσο λαμπερό όσο του Ήλιου…λέγοντας αυτά τα λόγια ο Λαμπούλης έλαμψε. Ολόκληρος ο χώρος γέμισε με το φως του!

Εντάξει με έπεισες. Εσύ θα αναλάβεις τη δουλειά…του είπε η Σελήνη.

Έτσι το συμβούλιο έληξε και ο Λαμπούλης θα έκανε για λίγο καιρό τη δουλειά του Ήλιου.

Πολύ πρωί, χαράματα άρχισε χαρούμενος τη δουλειά του. Ανέβηκε πάνω στο άρμα του βασιλιά και αφού πρόσταξε τα άλογα να φύγουν πέταξε ψηλά. Άναψε το φως του και ξεκίνησε το ταξίδι του στον ουρανό. Οι άνθρωποι, που εκείνη τη στιγμή κοιτούσαν ψηλά δεν κατάλαβαν πως μια λάμπα φώτιζε τη μέρα τους. Νόμιζαν πως ήταν ο Ήλιος. Όταν η μέρα τελείωσε ο Λαμπούλης άφησε το άρμα στο παλάτι και ευχαριστημένος πήγε στο σπίτι του να κοιμηθεί.

Αυτό συνεχίστηκε για κάμποσο καιρό ώσπου οι μηχανισμοί του χάλασαν με αποτέλεσμα να μην λάμπει καθόλου. Τότε αυτός τα παράτησε αφήνοντας τα όλα στη τύχη τους. Ολόκληρη η γη βυθίστηκε στο σκοτάδι.

Οι σκανταλιάρες τρίδυμες, η Συννεφιά, η Βροχή και η Καταιγίδα βλέποντας ότι ο Ήλιος είχε καιρό να εμφανιστεί αποφάσισαν να αναλάβουν δράση. Η Συννεφιά σκέπασε με σύννεφα τον ουρανό, η Βροχή τα φόρτωσε με νερό για να βρέξουν τα πάντα και η Καταιγίδα πετούσε κεραυνούς σε σπίτια, στον κάμπο και όπου αλλού ήθελε. Οι τρίδυμες δεν ήταν οι μόνες που ήρθαν στη γη. Κατέφτασαν και το Κρύο με τη Παγωνιά, οι οποίοι πάγωσαν τα πάντα στο πέρασμα τους. Στη συντροφιά προστέθηκαν το Χιόνι, η Ομίχλη, το Χαλάζι και ο Άνεμος. Όλοι μαζί προκάλεσαν πολλές καταστροφές στη γη. Οι άνθρωποι υπόφεραν από το κρύο, τη φτώχεια και την πείνα. Όσο και αν προσπαθούσε η Σελήνη να διορθώσει τα πράγματα δεν τα κατάφερνε. Όταν οι καταστροφές έγιναν δυσβάσταχτες. Η Σελήνη αποφάσισε να φέρει πίσω τον Ήλιο. Αφού ανέβηκε πάνω στο άρμα της ξεκίνησε για το Κέρκα.

Όταν έφτασε τον είδε να ξαπλώνει σε μια αναπαυτική ξαπλώστρα και να αγναντεύει το νερό πίνοντας χυμό καρύδας. Η Σελήνη τότε τον πλησίασε και του είπε…:

-Ήλιε, πρέπει να γυρίσεις γρήγορα στο σπίτι! Στη γη συμβαίνουν πολλές καταστροφές και μόνο εσύ μπορείς να κάνεις κάτι για αυτό!

-Δεν θέλω να φύγω! Μια χαρά περνάω εδώ! Το νησί Κέρκα είναι αληθινός παράδεισος!...της είπε ο Ήλιος.

Εκείνη τη στιγμή μια Κέρκα τον πλησίασε. Στα χέρια της κρατούσε μια εφημερίδα και έδειχνε να ήταν πολύ λυπημένη…:

Υψηλότατε, όλα όσα σας είπε η γυναίκα σας είναι αλήθεια! Διάβασα στην εφημερίδα πως σε όλο τον κόσμο γίνετε αληθινό πανδαιμόνιο! Μεγάλη καταστροφή! Οι καημένοι οι άνθρωποι έχουν μεγάλα βάσανα και αυτό δε μπορεί να συνεχιστεί άλλο! Καλύτερα να ξαναπιάσετε σύντομα δουλειά!

Τότε ο βασιλιάς κατάλαβε πως η κατάσταση στη γη ήταν σοβαρή. Επέστρεψε στο παλάτι του με τη γυναίκα του, ανέβηκε στο άρμα του και ξεκίνησε το ταξίδι του στον ουρανό λάμποντας δυνατά. Μόλις τον είδαν οι τρίδυμες, η Παγωνιά, το Κρύο, το Χιόνι, η Ομίχλη, το Χαλάζι και ο Άνεμος τρόμαξαν τόσο πολύ που το έβαλαν στα πόδια! Ο ουρανός έγινε ξανά γαλάζιος και ολόκληρη η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε από το γλυκό φως του. Οι άνθρωποι βγήκαν χαρούμενοι από τα σπίτια τους φωνάζοντας…:

-Επιτέλους βγήκε ο Ήλιος!

Δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι που υποδέχτηκαν τον Ήλιο. Όλα τα φυτά και τα ζώα τον κοιτούσαν με ενθουσιασμό φωνάζοντας…:

-Ζήτω ο Ήλιος!

Εκείνος καθώς άκουγε τις φωνές των ανθρώπων, των φυτών και των ζώων ένιωσε ευτυχία και συγκίνηση μέσα του. Μάλιστα, από την πολλή συγκίνηση ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό του. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι δε θα ξαναγκρίνιαζε για τη δουλειά του και ότι θα την έκανε σωστά.

Από τότε ο Ήλιος έγινε καλός αφέντης, δούλευε πάντα με κέφι και έζησε μαζί με τη Σελήνη του ευτυχισμένος για πάντα!

ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ

ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΕΥΗ ΚΑΠΑΤΖΙΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2016

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΗΣ

evikapa.wordpress.com

Η ζωή μιας χιονονιφάδας

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή όπου τα πάντα ήταν καλυμμένα με χιόνι, ζούσαν οι χιονονιφάδες. Οι χιονονιφάδες ήταν μικροσκοπικές κοπέλες που το δέρμα τους ήταν λευκό σαν το χιόνι και τα μακριά μαλλιά τους ήταν μαύρα και πυκνά. Τα ρούχα που φορούσαν ήταν κοντά δαντελωτά άσπρα φορεματάκια. Από όλες τις κοπέλες μία ξεχώριζε. Το δέρμα της ήταν πιο λευκό και τα μαλλιά της ήταν κοντά με άσπρες ανταύγειες.

Τη χιονονιφάδα αυτή την έλεγαν Λευκούλα. Παρόλο που ήταν διαφορετική, καμιά χιονονιφάδα δεν την κορόιδευε. Η Λευκούλα ζούσε σε ένα μικρό χιονόσπιτο στη μέση της χώρας μαζί με τα μικρά της αδελφάκια και την Κρινίτσα. Η Κρινίτσα ήταν ένα άσπρο μαγικό λουλούδι που μπορούσε να μιλάει και της έκανε συντροφιά. Επίσης είχε πολλές φίλες.

Κάθε πρωί αφού η Λευκούλα ξυπνούσε και έτρωγε το πρωινό της συναντιόταν με την καλύτερη της φίλη την Άσπρη στη γειτονιά και μαζί κάνανε διάφορα πράγματα. Έπαιζαν, χόρευαν, τραγουδούσαν και άλλα πολλά.

Εκείνες τις μέρες τα κορίτσια ήταν πολύ χαρούμενα γιατί σε λίγο θα ερχόταν η πρώτη μέρα του χειμώνα. Κάθε χρόνο οι χιονονιφάδες ανέβαιναν στα σύννεφα, ταξίδευαν στον κόσμο των ανθρώπων και αφού έφταναν εκεί,

πηδούσαν από τα σύννεφα και έπεφταν κάτω στη γη. Η Λευκούλα και η Άσπρη

όταν συναντήθηκαν στη γειτονιά δεν έπαιξαν κανένα παιχνίδι. Κάθισαν σε ένα παγκάκι και έπιασαν συζήτηση για το θέμα αυτό…:

-Δεν είναι υπέροχο που θα πάμε φέτος στο κόσμο των ανθρώπων; ….ρώτησε η Λευκούλα την φίλη της.

-Φυσικά και είναι...της απάντησε η Άσπρη…έχω ακούσει πως ο κόσμος των ανθρώπων είναι υπέροχος. Εκεί τα πάντα είναι μεγάλα και μπορείς να κάνεις περισσότερα πράγματα από ότι εδώ.

-Έχεις δίκιο Άσπρη. Αχ! Ανυπομονώ να έρθει ο χειμώνας! Όταν γυρίσουμε πίσω, θα διηγηθώ την εμπειρία μου στις μικρές μου αδερφές για να…

-Για στάσου μια στιγμή! Εδώ κάνεις ένα μεγάλο λάθος! Δε θα ξαναεπιστρέψουμε στη χώρα των Χιονονιφάδων! …τη διέκοψε η Άσπρη.

Αν δεν ξαναεπιστρέψουμε στη χώρα των Χιονονιφάδων, τότε πού θα είμαστε;...ρώτησε απορημένη η Λευκούλα.

-Πουθενά θα λιώσουμε!

Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια η Λευκούλα ξαφνιάστηκε! Χιλιάδες ερωτήσεις κατέκλυσαν το μυαλό της. Ήταν τόσο μεγάλο το ξάφνιασμα και οι απορίες της, που μιλιά δεν έβγαλε από το στόμα της. Η φιλενάδα της το κατάλαβε και της είπε…:

-Α! Δεν το ήξερες; Δεν πειράζει θα στα εξηγήσω εγώ. Όταν οι χιονονιφάδες μεγαλώσουν και φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία φεύγουν από τη χώρα που μεγάλωσαν με προορισμό τον κόσμο των ανθρώπων. Εκεί μένουν όλο το χειμώνα και όταν έρθει η άνοιξη θα κάνει τόσο ζέστη που εμείς θα λιώσουμε!

-Το ίδιο έγινε και με τις άλλες χιονονιφάδες που πήγανε εκεί;...ρώτησε η Λευκούλα που κατάφερε να συνέλθει από το ξάφνιασμα.

-Ναι, έτσι έγινε. Δε χρειάζεται να στεναχωριόμαστε για αυτό, τι να κάνουμε έτσι είναι η ζωή των χιονονιφάδων… της απάντησε η Άσπρη.

Η χιονονιφάδα χλόμιασε, στο μυαλό της ξαναήρθαν τα λόγια της Άσπρης για τη ζωή των χιονονιφάδων. Γιατί να λιώσουν στο τέλος του χειμώνα; Έκαναν κακό σε κανέναν; Είναι άδικο! Όμως μέσα της ήξερε καλά πως έτσι έπρεπε να γίνει. Άμα όμως έλιωνε δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ τις αδερφές της, την Κρυνούλα και τις φίλες της. Αυτό την έκανε να στεναχωριέται ακόμα πιο πολύ. Έτσι εκεί που ανυπομονούσε πως και πως να έρθει η πρώτη μέρα του χειμώνα άλλαξε γνώμη και ευχόταν να μην έρθει αυτή η μέρα ποτέ. Η κολλητή της φίλη αντίθετα με αυτήν δεν χλόμιασε ούτε στεναχωρήθηκε καθόλου! Όση ώρα μιλούσε το χαμόγελο της δεν σβήστηκε από τα χείλια της. Πέρασαν πέντε λεπτά χωρίς να μιλήσει καμιά τους. Η πρώτη που έσπασε τη σιωπή ήταν η Άσπρη, η οποία είπε…:

-Ουφ! Βαρέθηκα τη συζήτηση! Τι λες, θέλεις να σηκωθούμε για να χορέψουμε μοντέρνο νιφαδοχωρό;

Η Λευκούλα δεν της απάντησε. Μόνο κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

Στην πραγματικότητα δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα, αλλά δεν ήθελε να της χαλάσει το χατίρι. Έτσι, οι δυο κοπέλες σηκώθηκαν από το παγκάκι και άρχισαν να χορεύουν.

Όταν τελείωσε η συνάντηση η κοπέλα πήρε το δρόμο για το σπίτι της. Όταν έφτασε, είδε στην αυλή τις δυο αδερφές της, την Μπίνη και την Νανή, να κάθονται γύρο από την γλάστρα της Κρινούλας. Στην αρχή δεν κατάλαβε την αιτία μα όταν πλησίασε είδε ότι το λουλούδι δεν ήταν καλά! Το κλωνάρι του ήταν σκυφτό, τα φύλλα του είχαν ζαρώσει και τα πέταλά του έχασαν το όμορφο βελούδινο άσπρο χρώμα τους. Ολόκληρο το λουλούδι είχε πάρει ένα αρρωστιάρικο κίτρινο χρώμα. Η Λευκούλα τρόμαξε γιατί όπως καταλάβατε η Κρινούλα μαραίνονταν! Έντρομη πλησίασε με γοργά βήματα προς το μέρος τους και κοίταξε το αγαπημένο της λουλούδι. Εκείνο, σήκωσε με δυσκολία το κεφάλι του, την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και έπειτα της είπε με ταλαιπωρημένη φωνή…:

-Ξέρω το πρόβλημά σου, μα δε χρειάζεται να στεναχωριέσαι. Να θυμάσαι, πάντα μετά από κάθε κακό υπάρχει κι ένα καλό.

-Δεν καταλαβαίνω, τι εννοείς;…τη ρώτησε η Λευκούλα.

Μα δε πρόλαβε να τις απαντήσει η Κρινούλα. Ξαφνικά διαλύθηκε, έγινε νερα’ι’δόσκονη και σκορπίστηκε ψηλά στα λευκά σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό. Η Μπίνη και η Νανή άρχισαν να χτυπιούνται και να τραβάνε τα μαλλιά τους κλαίγοντας σπαρακτικά. Η Λευκούλα δεν έκλαψε. Μπήκε μέσα στο σπίτι της, ανέβηκε στο δωμάτιό της και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Σκεφτόταν όλα όσα της είχαν συμβεί εκείνη τη μέρα. Πρώτα έμαθε πως θα έλιωνε την άνοιξη και τώρα ο μαρασμός της Κρινούλας.

Τι κρίμα που μαράθηκε! Μπορεί να ήταν ένα απλό λουλούδι που μιλούσε αλλά για την Λευκούλα ήταν κάτι περισσότερο…:

-Αχ! Ακόμα τη θυμάμαι πως ήταν μικρό λουλουδάκι. Την είχα φυτέψει εγώ όταν ήμουνα μικρή. Έκανα μεγάλες χαρές μόλις την είδα που φύτρωσε. Είχαμε γίνει καλές φίλες. Μαζί παίζαμε, μαζί συζητούσαμε, μαζί λέγαμε ανέκδοτα. Αχ! Ήταν ωραίες εποχές…μονολόγησε η κοπέλα αναπολώντας τα παιδικά της χρόνια.

Μετά σκέφτηκε πως έπρεπε να ασχοληθεί με ένα άλλο πρόβλημα που την απασχολούσε. Αυτό δεν ήταν άλλο από αυτό που θα συνέβαινε την άνοιξη.

Πρέπει να βρω οπωσδήποτε μία λύση σε αυτό μου το πρόβλημα, γιατί σε λίγες μέρες θα φύγουμε για τον κόσμο των ανθρώπων. Χμ…να φύγω κρυφά από την χώρα των χιονονιφάδων; Μπα όχι! Να μεταμφιεστώ και να προσποιηθώ πως είμαι κάποια άλλη; Όχι! Εξάλλου όλες θα με αναγνώριζαν.

Ώρες έσπαγε η Λευκούλα το κεφάλι της προσπαθώντας να σκεφτεί μια λύση. Στο τέλος τα παράτησε λέγοντας…:

-Όποια λύση και αν σκεφτώ δε θα πετύχει. Καλύτερα να τα παρατήσω και να δεχτώ τη μοίρα μου.

Έτσι σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήρε τη βαλίτσα της από την αποθήκη και πέρασε τη μέρα της ετοιμάζοντας την κάνοντας μελαγχολικές σκέψεις.

Οι μέρες κύλισαν γοργά και έφτασε επιτέλους η μεγάλη μέρα, η πρώτη μέρα του χειμώνα! Όλες οι χιονονιφάδες ήταν πολύ χαρούμενες. Με μια βαλίτσα στο χέρι, όλες οι κοπέλες αποχαιρέτισαν τα συγγενικά τους πρόσωπα, τους φίλους τους και έφυγαν με προορισμό τα σύνορα της χώρας. Εκείνη την ώρα στο σπίτι της η Λευκούλα ήταν και αυτή έτοιμη να φύγει. Οι δυο αδερφές της την αποχαιρέτησαν λέγοντάς την…:

-Καλό ταξίδι αδελφούλα! Είσαι πολύ τυχερή που θα πας στον κόσμο των ανθρώπων!

Η Λευκούλα όμως δεν πίστευε πως ήταν τυχερή.<<Άμα ξέρατε πως θα λιώσουμε την άνοιξη δε θα ήσασταν χαρούμενες>>...σκέφτηκε αλλά παρόλα αυτά δεν είπε τίποτα. Αποχαιρέτισε τις αδελφές της και μαζί με την Άσπρη ξεκίνησαν για τα σύνορα της χώρας. Όταν έφτασαν είδαν πως όλες οι χιονονιφάδες που ήταν στην κατάλληλη ηλικία για να φύγουν ήταν εκεί. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ξαφνικά ξεπρόβαλε από τον ουρανό ένα τεράστιο άσπρο σύννεφο! Οι χιονονιφάδες μόλις το είδαν τρόμαξαν! Το άσπρο σύννεφο, μόλις έφτασε στο σημείο όπου ήταν όλες μαζεμένες άρχισε να χαμηλώνει μέχρι που ακούμπησε κάτω στο έδαφος. Η μια από τις δύο πόρτες που είχε άνοιξε και από μέσα ξεπρόβαλε μία χαριτωμένη νεράιδα. Φορούσε ένα φουστάνι φτιαγμένο από σύννεφο, μοβ μπότες και τα μακριά ξανθά μαλλιά της τα είχε δεμένα κότσο.

Καλησπέρα χιονονιφάδες! Είμαι η νεράιδα της συννεφιάς! Μη φοβάστε, ήρθα να σας πάω στον κόσμο των ανθρώπων. Εμπρός μπείτε μέσα!

Οι κοπέλες σταμάτησαν να φοβούνται και άρχισαν να μπαίνουν μέσα στο σύννεφο. Αφού μπήκαν όλες το σύννεφο υψώθηκε ψηλά και άρχισε να ταξιδεύει στον ουρανό. Η θέα ήταν καταπληκτική και όλες έβλεπαν ενθουσιασμένες. Εκείνη την μέρα ο ουρανός είχε ένα έντονο γαλάζιο χρώμα και δεν είχε ούτε ένα συννεφάκι. Η Λευκούλα εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που ξέχασε την στεναχώρια της. Το ταξίδι πάνω στο σύννεφο ήταν ωραίο και φανταστικό μέχρι που ο γαλάζιος ουρανός ξαφνικά σκεπάστηκε από σύννεφα και χάθηκε από τα μάτια τους. Οι χιονονιφάδες απόρησαν με αυτό το γεγονός. Η νεράιδα της συννεφιάς, που ήταν εκείνη και οδηγούσε το σύννεφο, κατάλαβε την απορία τους και τις εξήγησε λέγοντας…:

Στον κόσμο των ανθρώπων όταν ο καιρός είναι βροχερός ή χιονισμένος τα σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό.

Η νεράιδα σταμάτησε το σύννεφο, σηκώθηκε, πέρασε από όλες τις θέσεις των χιονονιφάδων και έδωσε στην κάθε μία από ένα σάκο. Αφού τελείωσε στάθηκε στη μέση των θέσεων και τους είπε…:

Φτάσαμε στον κόσμο των ανθρώπων. Ο σάκος που σας έδωσα είναι γεμάτος με χιόνι. Όταν θα πηδήξετε κάτω στο έδαφος ανοίξτε τον και ρίξτε χιόνι παντού. Σηκωθείτε από τις θέσεις σας και μια μια θα βγαίνετε από την πόρτα του σύννεφου. Σας εύχομαι να περάσετε καλά στη γη και να έχετε μια ευχάριστη παραμονή.

Όλες σηκώθηκαν από τις θέσεις τους, ευχαρίστησαν την καλή νεράιδα και μια μια άρχισε να πηδάει από το σύννεφο. Τελευταίες έμειναν η Λευκούλα με την Άσπρη. Στην αρχή φοβόντουσαν να πηδήξουν αλλά στο τέλος μιας και δεν είχαν άλλη επιλογή πήδηξαν και αυτές. Άρχισαν να πέφτουν σιγά σιγά και τους άρεσε τόσο πολύ που το διασκέδαζαν!

-Ουάου! Στα αλήθεια αιωρούμαστε στον αέρα!…ξεφώνισε χαρούμενη η Λευκούλα.

-Μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε , χωρίς να φοβόμαστε μην χτυπήσουμε!…της αποκρίθηκε η Άσπρη κάνοντας μια κολοτούμπα στον αέρα.

-Είναι σαν να βγάλαμε φτερά πίσω από την πλάτη μας και να αποκτήσαμε την ικανότητα να πετάμε!…της είπε η Λευκούλα.

-Κοίτα! Βλέπω κάτι σπίτια προς τα εκεί. Μάλλον είναι σπίτια των ανθρώπων...της είπε η Άσπρη δείχνοντας με το δάχτυλό της κάποια σπίτια που ήταν εκεί δίπλα.

Ξαφνικά η Λευκούλα θυμήθηκε εκείνο το σάκο που τους έδωσε η νεράιδα της συννεφιάς πριν φύγουν…:

-Άσπρη, ξεχάσαμε να ανοίξουμε το σάκο που μας έδωσε εκείνη η νεράιδα!

-Ας τον ανοίξουμε!

Έτσι οι δύο κοπέλες άνοιξαν τους σάκους τους και άρχισαν να ρίχνουν χιόνι. Καθώς κατέβαιναν πιο χαμηλά, είδαν κι άλλες χιονονιφάδες που έριχναν χιόνι. Μετά από λίγη ώρα οι δυο κοπέλες προσγειώθηκαν πάνω σε ένα δέντρο. Εκείνη την ώρα άρχισε να φυσάει ένα απαλό αεράκι με αποτέλεσμα το δέντρο να κουνιέται λίγο. Τα κορίτσια το βρήκαν διασκεδαστικό και άρχισαν να παίζουν με το δέντρο. Αφού το παιχνίδι τελείωσε κατέβηκαν για να εξερευνήσουν τον κάμπο στον οποίο είχαν προσγειωθεί. Καθώς περπατούσαν συνάντησαν μπροστά τους μία μεγάλη παγωμένη λίμνη, στην οποία μια κοπέλα έκανε πατινάζ. Η Λευκούλα και η Άσπρη ξαφνιάστηκαν γιατί

η κοπέλα δεν είχε λευκό δέρμα με μαύρα μαλλιά αλλά το δέρμα της ήταν από πάγο ενώ τα μακριά μαλλιά της και το φουστάνι που φορούσε ήταν ασπρογάλανα. Οι δύο χιονονιφάδες πλησίασαν την κοπέλα και τη ρώτησαν…:

Γεια σου, πώς σε λένε;

Η κοπέλα σταμάτησε να κάνει πατινάζ και κοίταξε τις δυο χιονονιφάδες προσεκτικά. Τις πλησίασε και τις απάντησε…:

-Το όνομά μου είναι Ψυχρούλα, εσάς πώς σας λένε;

-Εγώ είμαι η Λευκούλα κι αυτή είναι η Άσπρη…..της συστήθηκε ευγενικά η Λευκούλα.

-Πρώτη φορά βλέπω χιονονυφάδα σαν εσένα...της είπε η Άσπρη.

-Ποια χιονονυφάδα; Εγώ; Όχι όχι, λάθος κάνετε! Εγώ δεν είμαι χιονονυφάδα αλλά κρυσταλίτσα.

-Ποιες είναι οι κρυσταλίτσες;...τη ρώτησαν οι κοπέλες.

Οι κρυσταλίτσες είναι κοπέλες που το δέρμα τους είναι από πάγο και έχουν μακριά ασπρογάλανα μαλλιά, σαν εμένα. Την πρώτη μέρα του χειμώνα φύγαμε από τη χώρα μας για να έρθουμε εδώ…τις απάντησε η Ψυχρούλα.

-Εσείς γενικά όταν έρχεστε εδώ τι δουλειά κάνετε;

-Εμείς οι κρυσταλίτσες σε αντίθεση με εσάς τις χιονονυφάδες έχουμε τη δύναμη του πάγου. Όταν ερχόμαστε εδώ παγώνουμε όπου έχει νερό. Όπως αυτή τη λίμνη. Την έχω παγώσει πριν λίγο να κάνω πατινάζ. Δε μου λέτε, εσείς για πού το βάλατε;

-Είπαμε να εξερευνήσουμε τον κάμπο που προσγειωθήκαμε...της απάντησε η Άσπρη.

-Μπορώ να έρθω μαζί σας; Βαρέθηκα τόση ώρα μόνη μου.

-Φυσικά και μπορείς…είπε η Λευκούλα.

Έτσι η Λευκούλα, η Άσπρη και η κρυσταλίτσα Ψυχρούλα συνέχισαν την εξερεύνηση. Πέρασαν πολύ ωραία. Σε όποιο μέρος κι αν πήγαιναν έβλεπαν ενδιαφέροντα πράγματα. Ο κόσμος των ανθρώπων ήταν πολύ συναρπαστικός. Όποτε κουραζόταν σταματούσαν σε κάποιο μέρος να ξεκουραστούν και συζητούσαν για αυτά που είδαν αλλά και θέματα που αφορούσαν την προσωπική τους ζωή. Δεν άργησαν να γίνουν φίλες.

Αφού εξερεύνησαν όλο τον κάμπο η Λευκούλα με την Άσπρη έδειξαν στην Ψυχρούλα το δέντρο όπου θα έμεναν. Ανέβηκαν πάνω του και άρχισαν να παίζουν. Από εκείνη τη μέρα έκαναν πολύ παρέα. Το πρωί συναντιόταν στην παγωμένη λίμνη και όλες μαζί έκαναν πολλά πράγματα. Έπαιζαν τους πειρατές πηδώντας από φυτό σε φυτό, έκαναν βόλτες στον κάμπο ή συζητούσαν για διάφορα θέματα.

Οι μέρες περνούσαν…Εκείνο το απόγευμα οι τρεις φίλες έραψαν μεταξένια φορέματα, για να φορέσουν στο πρωτοχρονιάτικο πάρτι στο οποίο θα ήταν όλες οι χιανινυφάδες με τις κρυσταλίτσες. Όταν η Λευκούλα πήγε πάνω στο κλαδί όπου είχε το καταφύγιό της για να ετοιμαστεί ξαφνικά θυμήθηκε τον καημό της. Περνούσε τόσο ωραία αυτό τον καιρό! Γιατί αυτό να τελείωνε! Το βράδυ, παρόλο που φόρεσε το φόρεμα που έραψε δεν πήγε στο πάρτι! Κάθισε σε ένα μέρος και βυθίστηκε στις σκέψεις της.

Εκεί που καθόταν και συλλογιζόταν ξαφνικά άκουσε βήματα πίσω της. Γύρισε και είδε την Άσπρη με τη Ψυχρούλα. Οι δυο κοπέλες παραξενεύτηκαν που δεν ήρθε η Λευκούλα στο πάρτι και τότε σκέφτηκαν να τη ψάξουν για να μάθουν αν της συνέβηκε κάτι κακό! Η Άσπρη με τη Ψυχρούλα αφού τη βρήκαν, την πλησίασαν και τη ρώτησαν…:

-Τι σου συμβαίνει Λευκούλα; Γιατί δεν ήρθες στο πάρτι;

Η Λευκούλα δεν τις απάντησε. Μόνο τις κοιτούσε…

-Άμα σε απασχολεί κάτι μπορείς να μας το πεις. Είμαστε φίλες σου και θα κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να σε βοηθήσουμε.

Η Λευκούλα κατάλαβε πως δεν είχε άλλη επιλογή, έτσι τους διηγήθηκε τον καημό της. Οι δύο φίλες της άρχισαν να σκέφτονται ποια λύση να της δώσουν μα όσο κι αν προσπαθούσαν δεν κατάφερναν να βρουν κάτι για να την βοηθήσουν. Τότε μια ιδέα φώτισε το μυαλό της Ψυχρούλας, η οποία ξεφώνισε λέγοντας…:

-Ξέρω ποιος θα σε βοηθήσει, ο Άι-Βασίλης!

-Εννοείς εκείνον το γέρο που κάθε Πρωτοχρονιά πηγαίνει στον κόσμο των ανθρώπων και τους αφήνει δώρα;…τη ρώτησε η Λευκούλα.

-Ναι, αυτόν εννοώ.

-Ο Άι-Βασίλης δεν υπάρχει Ψυχρούλα! Είναι ένας μύθος των ανθρώπων! Δεν είναι η κατάλληλη ώρα για παραμύθια!…τη μάλωσε η Άσπρη.

-Ο Άι-Βασίλης υπάρχει Άσπρη και δεν είναι παραμύθι!…της απάντησε χωρίς να θυμώσει η Ψυχρούλα.

-Ακόμα κι αν υπάρχει είμαι σίγουρη πως δεν θα με καταλάβει. Εξάλλου είναι άνθρωπος και οι άνθρωποι δεν μπορούν να μας δουν γιατί είμαστε μικροσκοπικές...της είπε η Λευκούλα.

Ο Άι-Βασίλης μπορεί να τα καταλάβει όλα και να τα δει όλα!...τη διαβεβαίωσε η Ψυχρούλα.

Πού μπορούμε να τον βρούμε και να τον δούμε;...ρώτησε η Άσπρη.

Λίγο πέρα από τον κάμπο υπάρχει ένα σπίτι στο οποίο κατοικούν άνθρωποι. Εκεί θα πάει ο Άι-Βασίλης για να αφήσει τα δώρα τους. Εκεί θα τον συναντήσουμε λοιπόν. Ελάτε πάμε!

Χωρίς να χάσουν καιρό, οι τρεις ηρωίδες μας ξεκίνησαν για εκείνο το σπίτι. Περπάτησαν πολλές ώρες ώσπου κάποια στιγμή έφτασαν στον προορισμό τους. Τότε η Ψυχρούλα είπε στη Λευκούλα…:

Λευκούλα, ανέβα πάνω στη στέγη και περίμενε τον Άι-Βασίλη.

-Θα ανέβω στη στέγη αλλά εσείς τι θα κάνετε;

-Μην ανησυχείς για εμάς. Εμπρός ανέβα! Εδώ θα σε περιμένουμε.

Η Λευκούλα σκαρφάλωσε στη στέγη και κάθισε περιμένοντας με ανυπομονησία τον Άι-Βασίλη. Περίμενε με τις ώρες μα αυτός πουθενά! Η Λευκούλα άρχισε να βαριέται…:

-Μάλλον είχε δίκιο η Άσπρη, ο Άι-Βασίλης είναι παραμύθι. Ας κατέβω καλύτερα...μονολόγησε στον εαυτό της.

Πριν προλάβει να σηκωθεί για να κατέβει, άκουσε έναν ήχο, κάτι σαν καμπανάκια να χτυπούν. Κοίταξε στον ουρανό και τότε είδε ένα μεγάλο έλκηθρο που το έσερναν δώδεκα τάρανδοι να πετάει στον ουρανό. Το έλκηθρο προσγειώθηκε στη σκεπή. Από μέσα του βγήκε ένας ηλικιωμένος κύριος ο οποίος φορούσε μια κόκκινη φορεσιά, μαύρες μπότες και είχε μακριά κάτασπρη γενειάδα. Τα μάτια της Λευκούλας γούρλωσαν από την έκπληξη, γιατί αυτός ήταν ο Άι-Βασίλης! Αυτός μόλις την είδε πήγε προς το μέρος της. Η Λευκούλα ένοιωσε τα πόδια της να τρέμουν και την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Αφού την πλησίασε αρκετά της είπε…:

-Καλησπέρα μικρή μου.

-Καλησπέρα … του απάντησε αμήχανα.

-Γιατί κάθεσαι μόνη σου; Από ότι ξέρω όλες οι χιονονιφάδες πρέπει να βρίσκονται στο Πρωτοχρονιάτικο πάρτι. Εσύ γιατί δεν πήγες;

-Να…τραύλισε η κοπέλα…δεν πήγα στο πάρτι γιατί έχω ένα πρόβλημα. Είμαι λυπημένη γιατί την Άνοιξη θα λιώσουμε! Δεν κάναμε κακό σε κανέναν! Άμα λιώσω δεν θα ξαναδώ τη χώρα που μεγάλωσα, τις αδελφές μου και τους φίλους μου...του είπε και ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό της.

Όση ώρα μιλούσε ο Άι-Βασίλης την άκουγε με κατανόηση. Αφού σκέφτηκε για λίγο της απάντησε…:

-Καταλαβαίνω τη στεναχώρια σου, είναι φυσικό να πικραίνεσαι, όμως δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Είναι φυσιολογικό που εσείς θα λιώσετε την Άνοιξη. Για να σου δώσω να καταλάβεις θα σου διηγηθώ την ιστορία για την δημιουργία του κόσμου. Πριν λοιπόν από πολλά χρόνια, ολόκληρος ο κόσμος ήταν άδειος κι έρημος. Δεν υπήρχαν φυτά, ζώα, άνθρωποι και νεράιδες. Υπήρχαν μόνο τέσσερις θεές. Η Φλόγα η θεά της φωτιάς, η Νερούλα η θεά των υγρών, η Ανέμη η θεά των ανέμων και η Φύση προστάτιδα της γης. Όλες ήταν κόρες του θεού Πλάμτου και της θεάς Μιχέλ. Η Φύση, καθώς κοιτούσε το τοπίο γύρο της, δεν της άρεσε που ήταν άδειο έτσι σκέφτηκε να το γεμίσει δημιουργώντας θαυμαστά πράγματα. Επειδή όλα όσα υπάρχουν σήμερα τα δημιούργησε εκείνη εμείς την αποκαλούμε μητέρα Φύση. Πρώτα δημιούργησε τα φυτά και μετά τους ανθρώπους με τα ζώα. Επειδή τα φυτά μαραίνονταν και οι άνθρωποι με τα ζώα διψούσαν η μητέρα Φύση κατασκεύασε μία λίμνη η οποία περιείχε άφθονο μοβ υγρό για να μπορούν να πίνουν. Το χρώμα του υγρού δεν άρεσε στην Νερούλα την αδερφή της Φύσης έτσι άλλαξε το χρώμα σε γαλάζιο. Για αυτό το λόγο το υγρό ονομάστηκε νερό. Από αυτό φυτά, άνθρωποι και ζώα έπιναν. Τελευταίες δημιούργησε τις νεράιδες. Τις έδωσε μικρό ύψος και τις χάρισε υπερφυσικές δυνάμεις. Όταν τις τελείωσε τις χώρισε σε ομάδες ανάλογα με τις δυνάμεις τους και τις άφησε να φύγουν. Οι ομάδες των νεράιδων εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε πολλές περιοχές του κόσμου κι εκεί ίδρυσαν τις χώρες τους. Οι νεράιδες ζούσαν ειρηνικά και αγαπημένα όμως με έναν φυσικό τρόπο έφευγαν από τη ζωή τον οποίο τους τον είχε δώσει η μητέρα Φύση όταν τις δημιούργησε. Άμα δεν θα υπήρχε ο θάνατος, τότε οι νεράιδες θα πολλαπλασιάζονταν και θα αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα. Όμως δεν στεναχωριόνταν γιατί η δημιουργός τους τούς είπε…<<Η ζωή είναι μικρή και πρέπει να απολαμβάνουμε το κάθε λεπτό που ζούμε. Εξάλλου, άμα στη διάρκεια της ζωής σας ζήσατε όμορφες στιγμές, δεν χρειάζεται να στεναχωριέστε.>>

Η Λευκούλα άκουγε προσεχτικά τα λόγια του Άγιου-Βασίλη. Όταν τελείωσε την ιστορία του κατάλαβε πως ήταν φυσιολογικό που θα έλιωνε. Στη ζωή της έζησε όμορφες στιγμές τόσο στη χώρα των χιονονιφάδων όσο στον κόσμο των ανθρώπων. Ναι, είχε δίκιο η μητέρα Φύση, δεν χρειάζεται να στεναχωριέται! Καθώς τα σκεφτόταν αυτά άρχισε να αισθάνεται καλύτερα.

-Αισθάνεσαι καλύτερα τώρα;...τη ρώτησε ο καλόκαρδος Άι-Βασίλης.

-Ναι, αισθάνομαι πολύ καλύτερα. Σε ευχαριστώ που έδειξες ενδιαφέρον και κατανόηση στο πρόβλημά μου.

-Δεν κάνει τίποτα μικρή μου. Τώρα πρέπει να φύγω. Πρέπει να παραδώσω τα δώρα στα παιδιά πριν ξημερώσει. Γεια σου και καλή Πρωτοχρονιά!

Αυτά της είπε ο Άι-Βασίλης και ανέβηκε στο έλκηθρο του…:

-Εμπρός τάρανδοι μου! Πάμε!

Οι τάρανδοι τον υπάκουσαν. Έτρεξαν, πήδηξαν από στέγη σε στέγη και πέταξαν ψηλά. Η Λευκούλα έμεινε για λίγη ώρα στο ίδιο σημείο να παρακολουθεί το έλκηθρο το οποίο χανόταν μέσα στον έναστρο ουρανό. Μετά κατέβηκε από τη σκεπή και πήγε στο μέρος όπου την περίμεναν οι φίλες της. Καθώς προχωρούσαν η Λευκούλα διηγήθηκε στην Άσπρη και στη Ψυχρούλα την ιστορία που της είχε πει ο Άι-Βασίλης…

-Αυτό είναι ένα μάθημα για όλες μας. Πρέπει να απολαμβάνουμε την κάθε μέρα στη ζωή μας, να ζούμε αρμονικά με τους άλλους και να μη κάνουμε άσχημα πράγματα.

-Έχεις δίκιο ...της είπε η Ψυχρούλα.

Πω πω! Ο Άι-Βασίλης φαίνεται να είναι πολύ σοφός!…αναφώνησε με θαυμασμό η Άσπρη.

Τώρα που λύθηκε το πρόβλημά μου, ας πάμε στο πάρτι για να γιορτάσουμε την Πρωτοχρονιά!…είπε χαρούμενη η Λευκούλα.

Έτσι και έγινε, τα κορίτσια πήγαν στο πάρτι και πέρασαν πολύ καλά. Έφαγαν, έπαιξαν, τραγούδησαν και συμμετείχαν σε διάφορες δραστηριότητες. Το πάρτι κράτησε μέχρι τα μεσάνυχτα. Όλες οι χιονονιφάδες αφού ευχήθηκαν καλή Πρωτοχρονιά η μία στην άλλη επέστρεψαν στα καταφύγια τους να κοιμηθούν.

Ο χειμώνας κύλισε ευχάριστα και μπήκε η άνοιξη. Ο ουρανός δεν ήταν άλλο καλυμμένος με άσπρα σύννεφα. Ήταν γαλάζιος όπως τότε που πετούσε με το τεράστιο σύννεφο. Μόνο που πάνω του είδε να φέγγει μια φωτεινή σφαίρα. Η σφαίρα έλαμπε τόσο πολύ με αποτέλεσμα να κάνει ζέστη. Ήταν ο ήλιος. Από όλο το σώμα της άρχισαν να γλιστράνε μικρές διάφανες σταγονίτσες. Στην αρχή δε το κατάλαβε μα γρήγορα συνειδητοποίησε πως έλιωνε…:

Λιώνω, μα δε με πειράζει. Έμαθα την αξία της ζωής. Πρέπει να απολαμβάνουμε το κάθε λεπτό που ζούμε. Πιο πολύ όμως πρέπει να απολαμβάνουμε τις ευτυχισμένες στιγμές που ζούμε με την οικογένεια μας ή με τους φίλους μας. Να μη δίνουμε τόσο πολύ σημασία στις κακές στιγμές, είναι μέσα στη ζωή κι αυτές.

Η Λευκούλα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε γύρω της τον κάμπο όπου τη φιλοξένησε όλο αυτό τον καιρό…:

Αντίο κάμπε! Αντίο κόσμε!

Η χιονονιφάδα έκλεισε τα μάτια της. Εκείνη τη στιγμή, δεν έπεφταν μόνο σταγονίτσες από πάνω της αλλά άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει, να μικραίνει ώσπου η Λευκούλα έγινε νερό. Με αυτόν το τρόπο έλιωσε, μα δεν ήταν μόνο αυτή. Οι άλλες χιονονιφάδες, όταν βγήκαν από τα καταφύγια τους είχαν το ίδιο τέλος με αυτήν.

Από τότε πέρασε κάμποσος καιρός. Το νερό εξακολουθούσε να μένει στην ίδια θέση. Ο ήλιος έκανε τόση ζέστη με αποτέλεσμα το νερό να εξατμίζετε. Το νερό εξατμίστηκε και έγινε αέρας. Ο αέρας σχημάτισε τη μορφή μιας κοπέλας. Η κοπέλα είχε πολύ μακριά μαλλιά, αραχνοΰφαντο μακρύ φόρεμα και πετούσε στον αέρα. Αυτή η κοπέλα ήταν η Λευκούλα. Η Λευκούλα άνοιξε τα μάτια της, είδε που ήταν πάλι στην ίδια θέση και αναρωτήθηκε…:

Μα γιατί είμαι ξανά εδώ αφού έλιωσα! Γιατί πετάω;

Είδε πως απέναντί της βρισκόταν μια λίμνη. Την πλησίασε και κοίταξε το είδωλό της μέσα της. Στην αρχή ξαφνιάστηκε αλλά μετά κατάλαβε τι είχε συμβεί. Χαρούμενη, ανέβηκε ψηλά στον ουρανό και άρχισε να πετάει. Καθώς πετούσε συνάντησε στον ουρανό την Άσπρη με τη Ψυχρούλα, οι οποίες είχαν γίνει και αυτές αέρινες νεράιδες. Όλη την μέρα την πέρασαν παίζοντας, χορεύοντας και κάνοντας διάφορα ακροβατικά. Το απόγευμα έφυγαν από τον κάμπο γιατί τώρα που μπορούσαν να πετάξουν ήθελαν να ταξιδέψουν σε άλλα μέρη.

Από τότε οι τρεις φίλες έζησαν ευτυχισμένες. Ταξίδεψαν

σε πάρα πολλά μέρη και έζησαν πολλές περιπέτειες. Που και που

πήγαιναν στη χώρα των χιονονιφάδων και

θυμόταν τα παλιά…

ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ

ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΕΥΗ ΚΑΠΑΤΖΙΑ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2015

Previous Older Entries