Η ιστορία μας διαδραματίζετε στην Κάμπτη, ένα νησί που βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα. Το νησί αυτό αποτελούσε ένα από τα γνωστότερα της χώρας . Φημιζόταν τόσο για την ποιότητα των εμπορευμάτων του όσο και για την γεωγραφική θέση του . Από όποιο σημείο της Κάμπτης κι αν βρισκόσουν έβλεπες παντού την θάλασσα. Επιπροσθέτως, ο καιρός εκεί ήταν πάντοτε ζεστός και ηλιόλουστος τόσο το καλοκαίρι όσο και τον χειμώνα . Οι κάτοικοι ήταν περήφανοι για το νησί τους και αισθάνονταν τυχεροί που ζούσαν σε ένα τόσο φημισμένο μέρος που τους εξασφάλιζε μία ήρεμη και ευχάριστη ζωή . Στην Κάμπτη θα διαδραματιστεί η ιστορία μας, μία ιστορία αγάπης στην οποία οι ήρωες της , αν και ήταν διαφορετικοί ως προς την καταγωγή τους , αισθάνθηκαν έναν μεγάλο κι ανιδιοτελή έρωτα ο ένας για τον άλλον, έναν έρωτα με άρωμα θάλασσας….
Η ζωή μου δεν ήταν ποτέ εύκολη. Παρόλο που η οικογένειά μου ήταν μία από τις πιο ευκατάστατες της Κάμπτης , ήμουν πολύ δυστυχισμένη. Στο σχολείο δεν είχα κανένα φίλο και καθημερινά γινόμουν περίγελος από τα υπόλοιπα παιδιά εξαιτίας των κιλών μου και της ακμής που είχα στο πρόσωπο. . Η Χέλα , το πιο δημοφιλές κορίτσι του σχολείου και η παρέα της όποτε με έβλεπαν με κορόιδευαν :
– Κοιτάξτε πια ήρθε! Η χοντρή σπυριομούρα!!!
– Τι άσχημη που είσαι Σούφη ! Απορώ που είσαι κόρη πλούσιων επιχειρηματιών!
– Σιγά μη γυρίσει αγόρι να σε κοιτάξει !
– Πού πας χοντρή ; Στο φαστφουντάδικο για μπέργκερ ;
Τέτοια λόγια μου έλεγαν τα κορίτσια. Μάλιστα , μου είχαν αποδώσει κι ένα σωρό παρατσούκλια όπως φούσκα , σπυριάρα , τέρας , κήτος κτλ. Παρόλο όμως που αισθανόμουν άσχημα, δεν έλεγα τίποτα . Απλά άκουγα παθητικά τις κοροϊδίες εις βάρος μου. Εξάλλου και να αντιδρούσα δεν είχα καμία ελπίδα μπροστά στην Χέλα. Τη Χέλα όλοι την συμπαθούσαν στο σχολείο και ήταν πάρα πολύ όμορφη . Όλο το σχολείο μιλούσε για εκείνα τα σμαραγδένια της μάτια και τα μακριά κατακόκκινα μαλλιά της . Τα αγόρια την θαύμαζαν και την κοιτούσαν με λαχτάρα όποτε περνούσε από μπροστά τους , ενώ τα κορίτσια μοιράζονταν την ίδια επιθυμία, να γίνουν μέλη της παρέας της . Η Χέλα ήταν κατά κάποιον τρόπο η βασίλισσα του σχολείου . Αντίθετα, εγώ δεν ήμουν ούτε όμορφη ούτε δημοφιλής. Δεν είχα πάνω μου κάποιο χρώμα ιδιαίτερο για να με κάνει ξεχωριστή. Δεν είχα κόκκινα μαλλιά αλλά ούτε πράσινα μάτια, είχα μαύρα μαλλιά με καστανά μάτια. Χρώμα αρκετά συνηθισμένο που το διαθέτει όλος ο κόσμος. Επίσης , κανένα κορίτσι δε με ήθελε για φίλη της και τα αγόρια γούρλωναν τα μάτια τους από την αηδία μόλις με έβλεπαν.
Επιπλέον, δεν μπορούσα σε κανέναν να μιλήσω για τα προβλήματα μου. Οι γονείς μου έλειπαν όλη τη μέρα στη δουλειά και τα αδέρφια μου δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να απολαμβάνουν τις χαρές της πλούσιας ζωής βγαίνοντας στα μπαράκια για να βρουν κοπέλες για συντρόφους.
Τα απογεύματα συνήθιζα να πηγαίνω στην παραλία του νησιού . Η παραλία της Κάμπτης ήταν ένας αρκετά μεγάλος χώρος με χρυσή αμμουδιά. Στην επιφάνεια της μπορούσες να διακρίνεις πολλών ειδών κοχύλια μικρού ή μεγάλου μεγέθους σε πολλά διαφορετικά χρώματα. Η θάλασσα, γαλάζια και απέραντη , <<έγλειφε>> τα μαύρα βράχια που εξείχαν από την επιφάνεια της κι αποκτούσαν το χρώμα του έβενου κάτω από το φως του ήλιου. Αγαπούσα πολύ αυτήν την παραλία. Ήταν το ιδανικό μέρος όπου μπορούσα να χαλαρώσω και να ξεχάσω για λίγο τα προβλήματα μου. Επιπλέον, εκτός από τους περιπάτους μου , συνήθιζα να κάθομαι στην αμμουδιά και να αγναντεύω για ώρες τη θάλασσα. Έκλεινα τα μάτια μου και αφουγκραζόμουν τον ήχο τον κυμάτων. Τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού φορούσα το ολόσωμο μαγιό μου για να κολυμπήσω στα καταγάλανα νερά της θάλασσας και στη συνέχεια παρακολουθούσα τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα που προανήγγελλαν το τέλος μίας ακόμα μέρας. Για αυτούς τους λόγους λοιπόν κάθε φορά ανυπομονούσα να έρθει το απόγευμα, για να επισκεφτώ το αγαπημένο μου μέρος.
Αυτή ήταν η ζωή μου, γεμάτη με προβλήματα και ταυτόχρονα ευχάριστες στιγμές στην παραλία. Υπήρχαν μάλιστα στιγμές που αναρωτιόμουν εάν τελικά είχε νόημα η ύπαρξη μου σε αυτόν τον κόσμο. Κι αν είχε, τότε ποια ήταν ; Σίγουρα έτσι θα ζούσα μέχρι τα βαθιά γεράματα και δε θα μου συνέβαινε ποτέ κάτι ευχάριστο. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα….
Μετά από άλλη μία δύσκολη μέρα επισκέφτηκα , όπως κάθε απόγευμα, την παραλία. Εκείνο το απόγευμα ο ήλιος ήταν ψηλά στον ουρανό , προσδίδοντας στη θάλασσα ένα ανοιχτό γαλάζιο χρώμα. Τα κύματα της ήρεμα κατέληγαν στην αμμουδιά , παρασυρόμενα από το απαλό αεράκι που <<χάιδευε >> τόσο τη θάλασσα όσο και την αμμουδιά με τα κοχύλια της. Καθώς έκανα τον καθιερωμένο περίπατο μου, θαυμάζοντας την ομορφιά του τοπίου, άκουσα έναν θόρυβο. Σαν κάποιος να έπαιζε μουσική. Ποιος άραγε; Όποιος κι αν ήταν, έπαιζε πολύ ωραία . Απορημένη και ταυτόχρονα μαγεμένη ακολούθησα την μουσική. Και τότε τον είδα…
Σε έναν βράχο καθόταν ένας νεαρός που κρατούσε στα χέρια του μία μεγάλη χρυσή άρπα κι έπαιζε έναν υπέροχο μουσικό σκοπό. Είχε ξανθά σγουρά μαλλιά στο χρώμα του ήλιου και μεγάλα μπλε μάτια σαν τη θάλασσα . Η αμφίεση του αποτελούταν από έναν λευκό χιτώνα και χρυσά σανδάλια, προσδίδοντας του μια αύρα θεϊκή. Ο ήλιος τον έλουζε με το φως του, ενώ οι ηλιαχτίδες του μπερδεύονταν με τα χρυσά του μαλλιά, κάνοντας τα ακόμα πιο λαμπερά. Δε θυμόμουν να είχα ξαναδεί στη ζωή μου έναν τόσο όμορφο άντρα. Επίσης , η ηρεμία και η γαλήνη που εξέπεμπε καθώς έπαιζε την άρπα του με εντυπωσίαζε.
Κάποια στιγμή ο νεαρός αντιλήφθηκε την παρουσία μου . Σταμάτησε να παίζει την άρπα του και στράφηκε προς το μέρος μου:
– Καλησπέρα!….. μου είπε ευγενικά.
Εγώ από την αμηχανία μου δεν μπορούσα να μιλήσω. Απέμεινα ακίνητη να τον κοιτάζω. Πρώτη φορά στη ζωή μου ένα όμορφο αγόρι μου μιλούσε και δε με κοιτούσε με απέχθεια. Ήταν τόσο μεγάλη η έκπληξή μου, που δεν μπορούσα να μιλήσω! Ο νεαρός, αντιλαμβανόμενος την κατάστασή μου, με πλησίασε και μου έτεινε το χέρι του:
– Είμαι ο πρίγκιπας Βέρμαν. Εσένα πώς σε λένε;
-Με λένε Σούφη……μουρμούρισα ντροπαλά, ανταποδίδοντας τη χειραψία του.
– Χαίρομαι που σε γνωρίζω Σούφη. Λοιπόν, τι θα έλεγες να περπατήσουμε λίγο και να τα πούμε λιγάκι;
Ξαφνιάστηκα με την πρότασή του. Κανένας άντρας δε μου είχε προτείνει ποτέ να περπατήσουμε μαζί. Αντίθετα, οι περισσότεροι προτιμούσαν να κάνουν παρέα με τη Χέλα, η οποία ήταν αναμφισβήτητα περισσότερο όμορφη και ντελικάτη από εμένα. Ενθουσιασμένη από αυτήν την εξέλιξη του απάντησα χαρούμενα:
– Ναι, γιατί όχι;
Έτσι λοιπόν, αρχίσαμε να διασχίζουμε την παραλία περπατώντας δίπλα στη θάλασσα.
– Λοιπόν, από πού έρχεσαι;….. με ρώτησε ο Βέρμαν.
– Εδώ στο νησί μένω. Εσύ από πού είσαι;
– Εγώ μένω στη Τιρκουαζία, ένα βασίλειο που βρίσκεται στο βυθό της θάλασσας.
– Δηλαδή προέρχεσαι από τον ωκεανό;
– Ναι. Στα βάθη της θάλασσας, εκεί όπου δεν μπορεί να φτάσει ο νους του ανθρώπου, βρίσκεται το βασίλειο της Τιρκουαζίας. Σε αυτό το βασίλειο κατοικούν άνθρωποι που μπορούν να αναπνεύσουν κάτω από το νερό. Η ζωή είναι υπέροχη εκεί, καθώς οι κάτοικοί της είναι προικισμένοι με του κόσμου τα αγαθά. Επιπλέον, το βασίλειό μου είναι γνωστό για τα μεγαλοπρεπή παλάτια του, για τους θησαυρούς που φυλάσσονται εκεί και για τα σπάνια είδη φυτών και ζώων που ζουν εκεί. Τα τελευταία μάλιστα συνυπάρχουν με τους ανθρώπους.
Όση ώρα μιλούσε ο Βέρμαν, εγώ τον άκουγα εκστασιασμένη:
<<Ώστε ο όμορφος αυτός άντρας που συνομιλεί μαζί μου είναι πρίγκιπας ενός παραμυθένιου βασιλείου. Είμαι τόσο τυχερή που είμαι μαζί του!>>
– Έρχεσαι συχνά εδώ στην παραλία;….. με ρώτησε ο πρίγκιπας διακόπτοντας τις σκέψεις μου.
– Ναι. Την αγαπώ πολύ αυτήν την παραλία, γιατί αισθάνομαι ηρεμία όταν βρίσκομαι σε αυτήν. Συνηθίζω να κάνω περιπάτους εδώ, ενώ τις ζεστές μέρες κάνω βουτιές στη θάλασσα.
– Κι εμένα μου αρέσει πολύ να έρχομαι εδώ παρέα με την άρπα μου, για να συνθέτω τους σκοπούς μου. Η παραλία αυτή είναι η πηγή έμπνευσής μου.
-Παίζεις μουσική;
-Βεβαίως! Στον ελεύθερο χρόνο μου ασχολούμαι ερασιτεχνικά με το παίξιμο της άρπας. Συνθέτω μουσικά έργα, τα οποία παρουσιάζω στις διάφορες εκδηλώσεις όπου είμαι προσκεκλημένος. Λατρεύω τη μουσική, διότι σε ταξιδεύει σε κόσμους απροσπέλαστους. Επιπλέον, είναι πολύτιμος αρωγός εξωτερίκευσης συναισθημάτων και ταυτόχρονα με βοηθάει να αντικρίζω
με μια πιο θετική οπτική γωνία τη ζωή.
– Εκπληκτικό!….αναφώνησα με χαρά
– Εσύ δεσποινίς μου, τι έχεις να μου πεις για εσένα;
– Εγώ ζω σε ένα πλούσιο σπίτι μαζί με τους γονείς μου και τα αδέρφια μου. Η δική μου καθημερινότητα δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Στο σχολείο τα παιδιά με κοροϊδεύουν εξαιτίας της εμφάνισής μου. Δεν έχω καθόλου φίλους. Δυστυχώς δεν μπορώ να εκμυστηρευτώ τα προβλήματα μου στους γονείς μου, γιατί είναι μονίμως απασχολημένοι με την εργασία τους και τα αδέρφια μου αδιαφορούν πλήρως.
Καθώς μιλούσα ένιωθα τα μάτια μου να βουρκώνουν. Ο Βέρμαν με έπιασε τρυφερά από τον ώμο:
– Λυπάμαι πολύ. Να ξέρεις ότι εάν θελήσεις ποτέ να ανοίξεις την καρδιά σου σε κάποιον, εγώ είμαι εδώ. Εξάλλου, η εμφάνισή μας δεν καθορίζει τον χαρακτήρα μας.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση. Ποτέ δεν είχε δείξει κανείς ενδιαφέρον για εμένα. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη.
Οι ώρες κυλούσαν ήρεμα και ευχάριστα, ώσπου ήρθε η ώρα που έπρεπε να επιστρέψω στο σπίτι μου:
– Ήρθε η ώρα να γυρίσω πίσω. Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα και που είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω μαζί σου.
– Παρομοίως… μου απάντησε χαρούμενα ο Βέρμαν.
– Τι θα έλεγες να ξανασυναντηθούμε κι αύριο το απόγευμα εδώ;…. τον ρώτησα με λαχτάρα.
– Θα το ήθελα πολύ.
Αφού αποχαιρετίσαμε ο ένας τον άλλο πήρε ο καθένας τον δρόμο του. Σε όλη τη διαδρομή δεν σταμάτησα να ανακαλώ τη συνάντηση μας. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα με τη σκέψη του.
Την επόμενη μέρα δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο από την επικείμενη συνάντησή μας. Στο σχολείο έδωσα ελάχιστη σημασία στους χλευασμούς της Χέλας και δεν εκνευρίστηκα ούτε όταν μου άφησε σε ένα διάλειμμα ένα σημείωμα με αρνητικά σχόλια για την εμφάνισή μου. Αδημονούσα να ξαναδώ τον Βέρμαν και δεν θα άφηνα κανέναν να μου χαλάσει την καλή μου διάθεση. Μόλις σχόλασα, έτρεξα στα διασημότερα καταστήματα ρούχων για να ψωνίσω. Έπρεπε σήμερα να πήγαινα περιποιημένη στην παραλία. Χτες φορούσα μια απλή μαύρη φόρμα , αλλά εάν ήξερα ότι θα συναντούσα αυτόν τον πανέμορφο θεό δεν θα είχα εμφανιστεί έτσι. Σήμερα όμως έπρεπε να επιμεληθώ τον εαυτό μου και να γίνω όμορφη για χάρη του. Κοιτούσα για πολλές ώρες τις βιτρίνες των καταστημάτων, ώσπου η ματιά μου έπεσε σε ένα όμορφο άσπρο αέρινο φόρεμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη το αγόρασα και γύρισα στο σπίτι με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.
Οι ώρες κύλησαν γοργά και επιτέλους ήρθε η στιγμή που περίμενα. Φόρεσα το φόρεμα μου, βάφτηκα, άφησα τα μαλλιά μου ελεύθερα και ξεκίνησα για την παραλία. Όσο ενθουσιασμένη ήμουν όμως, τόσο πιο πολύ αγχωνόμουν. Τι θα γίνει αν εκείνος δεν ερχόταν; Κι αν είχε μετανοιώσει που μίλησε μαζί μου; Προσπάθησα όμως να διώξω αυτές τις σκέψεις από το μυαλό μου. Εξάλλου, ο Βέρμαν δεν έδειξε κανένα σημάδι αντιπάθειας προς εμένα και επιπλέον έδινε την εντύπωση ότι ήταν συνεπείς στις συναντήσεις του.
Όταν έφτασα στο σημείο συνάντησης, παρατήρησα ότι ο Βέρμαν βρισκόταν στην ίδια θέση που τον είχα δει και την πρώτη φορά που τον γνώρισα. Η ευτυχία που αισθάνθηκα όταν τον είδα ήταν απερίγραπτη:
– Καλησπέρα Βέρμαν!….. του είπα χαρούμενα
-Καλησπέρα Σούφη! Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!
Αμέσως κάθισα απέναντι του και αρχίσαμε να συζητάμε για διάφορα θέματα. Ο πρίγκιπας αποδείχθηκε ότι ήταν καλός τόσο ακροατής όσο και ομιλητής. Με άκουγε προσεχτικά όταν μιλούσα χωρίς να με διακόψει ούτε μια φορά και όταν εξέφραζε την άποψη του έμενα έκπληκτη από την ευφράδεια του λόγου του και τον τρόπο έκφρασής του. Και αυτό το απόγευμα το πέρασα περίφημα. Όταν ήρθε το βράδυ, με δυσκολία τον αποχωρίστηκα.
Από τότε συναντιόμασταν κάθε σούρουπο στην παραλία. Γρήγορα γνωριστήκαμε καλύτερα και απολαμβάναμε ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Αξέχαστες στιγμές πέρασα μαζί του. Πλέον δεν περιοριζόμασταν μόνο στην κουβέντα και στους περιπάτους, αλλά κάναμε βουτιές στη θάλασσα, καταδύσεις, δημιουργούσαμε κοσμήματα με τα κοχύλια που βρίσκαμε στην άμμο και λιαζόμασταν απολαμβάνοντας ένα απολαυστικό παγωτό ή μια δροσερή πορτοκαλάδα. Επίσης, υπήρχαν στιγμές που εγώ του εξομολογούμουν τα προβλήματα που αντιμετώπιζα στο σχολείο κι εκείνος με συμβούλευε κατάλληλα:
– Γλυκιά μου, καταλαβαίνω τα βάσανα σου. Να ξέρεις όμως ότι η εμφάνιση μας δεν είναι το παν στη ζωή. Η ομορφιά της ψυχής μας είναι η πιο σημαντική .
-Τι εννοείς;
– Για να το κατανοήσεις καλύτερα, θα σου πω μια ιστορία που τη λένε συχνά στον τόπο μου. Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο του ωκεανού ζούσαν δύο φίλες γοργόνες. Η μία ήταν όμορφη σαν τα κρύα τα νερά, ενώ η άλλη παχουλή και άσχημη. Μια μέρα τα δύο κορίτσια αποφάσισαν να αφήσουν τον τόπο τους και να πάνε να αναζητήσουν την τύχη τους. Μάλιστα, συμφώνησαν να συναντηθούν στη γενέτειρα πατρίδα τους μετά από τρία χρόνια και να πουν τι κατάφεραν σε αυτό το διάστημα. Έτσι κι έγινε. Αφού πέρασαν τρία χρόνια ανταμώθηκαν και πάλι. Η άσχημη γοργόνα ήταν πολύ χαρούμενη, γιατί κατάφερε να βρει μια καλή δουλειά που την οδήγησε στην επαγγελματική αναρρίχησή της, με αποτέλεσμα να γίνει πάμπλουτη. Εκτός από αυτό, απέκτησε πολλούς φίλους και δημιούργησε τη δική της οικογένεια. Στο άκουσμα των λόγων της, η όμορφη γοργόνα κατσούφιασε, διότι αυτή ήταν άνεργη και αποτυχημένη. Βλέπεις, η τελευταία λόγω του στρυφνού χαρακτήρα της δεν κατάφερε να γίνει αγαπητή από τους υπόλοιπους, ενώ η φίλη της, επειδή ήταν τίμια, έξυπνη και καλοσυνάτη κατόρθωσε να εξασφαλίσει για τον εαυτό της μια ευτυχισμένη ζωή. Οπότε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κατοχή κοινωνικών αρετών όπως η αγάπη, η ειλικρίνεια, η αφοσίωση και η γενναιοδωρία συνδράμουν τόσο στην προσωπική εξέλιξη του ατόμου, όσο και στον εξευγενισμό της κοινωνίας μας.
– Ωραία είναι όλα όσα λες, αλλά στο σχολείο η Χέλα με χλευάζει συνέχεια. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το κάνει αυτό.
– Σκέφτηκες ποτέ ότι μπορεί η κοπέλα αυτή να σου φέρεται άσχημα επειδή η ίδια δεν έχει αυτοεκτίμηση; Υπάρχουν άνθρωποι που επειδή δεν αγαπούν τον εαυτό τους, θέλουν να κάνουν και τους υπόλοιπους να αισθάνονται έτσι.
– Αυτό είναι αδιανόητο! Η Χέλα είναι το πιο όμορφο και δημοφιλέστερο κορίτσι του σχολείου!
– Η ομορφιά και η δημοφιλία δεν φέρνουν πάντα την ευτυχία. Ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβει ο καθένας στην ψυχή του.
-Ποτέ δεν το σκέφτηκα έτσι.
– Κι όμως γλυκιά μου. Κανένας άνθρωπος δεν είναι εκ γενετής κακός. Παρά ταύτα υπάρχουν καταστάσεις όπως λόγου χάριν η ζωή μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον που δημιουργούν στους αποδέκτες τους δυσάρεστα συναισθήματα κι εκείνοι για να ξεσπάσουν τα βάζουν με άτομα που δεν τους έφταιξαν σε τίποτα. Ακόμα, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που παρουσιάζουν ένα τέλειο προσωπείο στηριζόμενοι στα πλούτη ή στην εξωτερική τους εμφάνιση, ως προσπάθεια για να κρύψουν τη δυστυχία τους από τους άλλους. Για αυτούς τους λόγους καλό είναι να μην κρίνουμε τους άλλους εάν δεν ξέρουμε την προσωπική τους ιστορία.
Όση ώρα μιλούσε εγώ τον άκουγα με θαυμασμό :
<<Αυτός ο άντρας δεν είναι μόνο όμορφος, μα και σοφός!>>, σκέφτηκα.
Ακολούθησαν και άλλες συναντήσεις τις επόμενες μέρες. Κάθε μέρα δεν έβλεπα την ώρα να τρέξω στην παραλία και να βρεθώ κοντά του. Με ηρεμούσε πολύ η παρουσία του και χαιρόμουν που κατάφερα να βρω επιτέλους ένα άτομο στο οποίο μπορούσα να εξομολογηθώ τα πάντα! Με τον καιρό όμως άρχισα να έχω συναισθήματα εντελώς πρωτόγνωρα. Κάθε φορά που ήμουν κοντά του ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και την επιθυμία να περάσω όλη μου τη ζωή δίπλα του . Στην αρχή δεν ήξερα τι μου συνέβαινε. Γρήγορα όμως κατάλαβα: Ήμουν ερωτευμένη!
Ο Βέρμαν όμως αισθανόταν το ίδιο με εμένα; Θα μπορούσε ποτέ ένας πανέμορφος λεβέντης να αγαπήσει μία άσχημη σαν κι εμένα; Σίγουρα στο βασίλειό του θα υπήρχαν πολλές όμορφες κοπέλες που θα τον ποθούσαν. Τι ελπίδες είχα εγώ;
Παρόλα αυτά δεν άντεχα άλλο. Σε μία από τις συναντήσεις μας του εξομολογήθηκα τον έρωτα μου. Η απάντηση του με ξάφνιασε:
– Κι εγώ σε αγαπώ καρδούλα μου! Είσαι το πιο γλυκό πλάσμα που έχω δει στη ζωή μου!
Και από εκείνη τη μέρα γίναμε ζευγάρι.
Και ο χρόνος κυλούσε γοργά. Η μια εποχή διαδεχόταν την άλλη ώσπου ήρθε εκείνη η μέρα που όλοι περίμεναν, που δεν ήταν άλλη από τον ετήσιο διαγωνισμό τέχνης. Σε αυτό τον διαγωνισμό χιλιάδες άνθρωποι έφερναν τα έργα τέχνης τους – με την ελπίδα ότι θα αναδεικνύονταν τα καλύτερα- για να τα δει ο κύριος Ζάμπλετον , ο οποίος θα αναδείκνυε τον νικητή. Ο κύριος Ζάμπλετον ήταν ένας από τους πλουσιότερους και πιο γνωστούς ιδιοκτήτες μεγάλων γκαλερί και ο σκοπός της επίσκεψης του ήταν να βρει έργα που θα του προσελκύσουν την προσοχή. Όποιος καλλιτέχνης κέρδιζε στον διαγωνισμό, ο ιδιοκτήτης αυτός θα ζητούσε το έργο του για να το βάλει σε μία από τις γκαλερί του.
Εγώ ήμουν πάντα λάτρης της τέχνης, μα πιο πολύ αγαπούσα τη ζωγραφική. Από μικρό παιδί μου άρεσε να σχεδιάζω διάφορα τοπία ή πρόσωπα. Μάλιστα, οι συγγενείς μου ενθουσιάζονταν με τις ζωγραφιές μου και ισχυρίζονταν ότι είχα ταλέντο. Πάντα ήθελα να πάρω μέρος σε αυτόν τον διαγωνισμό, αλλά δίσταζα γιατί ντρεπόμουν. Τι θα γινόταν εάν τελικά δεν άρεσαν στον κριτή οι ζωγραφιές μου; Όλους αυτούς τους προβληματισμούς μου τους εξέφρασα στον Βέρμαν σε μία από τις συναντήσεις μας, λίγες μέρες πριν τον διαγωνισμό:
– Καρδούλα μου, από τη στιγμή που θέλεις να λάβεις μέρος σε αυτό τον διαγωνισμό, κάνε το. Μην αφήνεις όλες αυτές τις αμφιβολίες να μπαίνουν εμπόδιο στις επιθυμίες σου .
– Κι αν δεν κερδίσω;
– Και τι έγινε εάν δεν κερδίσεις; Σημασία έχει να περάσεις καλά.. Εξάλλου, σκέψου πόσες εμπειρίες θα αποκομίσεις μέσω της συμμετοχής σου. Άσε που θα δεις από κοντά έναν σπουδαίο άνθρωπο της τέχνης!
Πείστηκα από τα λόγια του αγαπημένου μου και αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου.
Ο ετήσιος διαγωνισμός τέχνης διεξαγόταν στο κέντρο του νησιού. Όταν έφτασα εκεί, παρατήρησα ότι είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες καλλιτέχνες – οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια τους δημιουργήματα όπως γλυπτά ή πίνακες ζωγραφικής- μαζί με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Εγώ ήμουν μόνη γιατί δυστυχώς οι γονείς μου και τα αδέρφια μου δεν μπόρεσαν να έρθουν. Ο Βέρμαν ήταν απών γιατί μου εξήγησε ότι δεν επιτρεπόταν στους κατοίκους της Τιρκουαζίας να πηγαίνουν στη στεριά.
Λίγα λεπτά αργότερα όλοι οι συμμετέχοντες σταθήκαμε με τη σειρά λίγα μέτρα απέναντι από τον κύριο Ζάμπλετον. Ο τελευταίος, αφού ανακοίνωσε την έναρξη του διαγωνισμού, μας κάλεσε να δείξουμε τα έργα μας. Οι καλλιτέχνες με τη σειρά περνούσαν από μπροστά του, δείχνοντας του τα έργα τους. Εγώ ήμουν από τους τελευταίους. Η δική μου ζωγραφιά δεν απεικόνιζε κάτι σπουδαίο παρά μόνο μία γοργόνα που κολυμπούσε στη θάλασσα.
Αφού τελείωσε η διαδικασία, ο πλούσιος ιδιοκτήτης σηκώθηκε από την καρέκλα του για να ανακοινώσει το όνομα του νικητή. Όλοι μας κρεμόμασταν από τα χείλη του:
– Ο νικητής του διαγωνισμού είναι η δεσποινίς Σούφη! Η ζωγραφιά της είναι η καλύτερη που έχω δει στη ζωή μου! Ένα αριστούργημα! Είναι πηγαίο ταλέντο η νεαρή!
Δεν πίστεψα στα αυτιά μου όταν άκουσα τον κύριο Ζάμπλετον να εκθειάζει τη ζωγραφιά μου! Ένιωθα ότι δεν πατούσα στη γη! Όταν ο ιδιοκτήτης με κάλεσε να έρθω να πάρω το βραβείο μου, τον πλησίασα συγκινημένη και στάθηκα περήφανη με το βραβείο στα χέρια μου, απολαμβάνοντας τα χειροκροτήματα των παρευρισκομένων. Στη συνέχεια, αφού έδωσα τη ζωγραφιά μου στον κύριο Ζάμπλετον, επέστρεψα ενθουσιασμένη στο σπίτι μου.
Από εκείνη τη μέρα όλα άλλαξαν. Όπου κι αν κυκλοφορούσα στην Κάμπτη, άνθρωποι με σταματούσαν είτε για να εκφράσουν τα συγχαρητήρια τους είτε για να ζητήσουν από εμένα πίνακες για να στολίσουν τους τοίχους των σπιτιών τους. Και δεν φτάνει μόνο αυτό, αλλά και στο σχολείο τα παιδιά άρχισαν να με σέβονται και να με εκτιμούν. Ακόμα και η Χέλα σταμάτησε να με χλευάζει. Σε όλους τους συμμαθητές μου έγινα γνωστή ως <<η νεαρή ζωγράφος που εντυπωσίασε τον διάσημο κριτή>>. Για αυτούς τους λόγους λοιπόν έγινα πολύ δημοφιλής, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να θέλουν να με ενσωματώσουν στις παρέες τους και να με προσκαλούν στα πάρτι τους . Σε μικρό χρονικό διάστημα απέχτησα τόσους πολλούς φίλους που ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν θα το φανταζόμουν.
Και οι μέρες περνούσαν για εμένα ευχάριστα. Επιτέλους είχα όλα όσα δεν είχα, δημοφιλία και φίλους! Σταμάτησα να πηγαίνω τόσο συχνά στην παραλία μου όσο παλιά. Οι συναντήσεις μου με τον Βέρμαν έγιναν ελάχιστες, αλλά η κοινωνική μου ζωή έγινε τόσο έντονη που δεν είχα χρόνο. Προτιμούσα να περνάω χρόνο με τους καινούριους μου φίλους, οι οποίοι καθημερινά εγκωμίαζαν το ταλέντο μου. Εξάλλου, γιατί μια τόσο σπουδαία ζωγράφος σαν εμένα να τρέχει σε απόμερες παραλίες όταν μπορεί να διασκεδάζει στα πάρτι ή στα μπαρ; Συνάμα, ο Βέρμαν είχε αρχίσει να με εκνευρίζει. Όποτε εγώ του έλεγα χαρούμενη για όλα όσα συμβαίνουν τελευταία στη ζωή μου, εκείνος δεν συμμεριζόταν τη χαρά μου:
– Ωραία όλα αυτά, αλλά δεν νομίζεις ότι λίγο είσαι υπερβολική;
– Τι εννοείς;
-Όλη την ώρα καυχιέσαι για το πόσο δημοφιλής έγινες στους συμμαθητές σου και στους κατοίκους του νησιού. Συνέχεια για αυτό μιλάς και τίποτε άλλο.
-Τι θες να πεις δηλαδή; τον ρωτούσα εγώ εκνευρισμένη.
– Καλό θα ήταν παρόλο τη φήμη που απέκτησες να παραμείνεις ταπεινή. Η λάμψη της δόξας είναι ωραία και εκτυφλωτική, αλλά εάν δεν προσέξεις θα τυφλωθείς από αυτήν και δεν θα μπορείς πλέον να δεις με διαύγεια το καλό και το δίκαιο.
– Μπράβο σου! Αντί να χαίρεσαι για εμένα μου κάνεις κήρυγμα! Περίμενα από εσένα περισσότερη υποστήριξη! Αλλά ξέρω γιατί το κάνεις! Με ζηλεύεις γιατί εσένα δεν σε ξέρει κανένας και το μόνο που κάνεις είναι να απομονώνεσαι σε αυτή την παραλία και να παίζεις σαχλές μελωδίες!
Για αυτούς τους λόγους σταμάτησα να τον συναντώ. Εγώ ήθελα δίπλα μου ανθρώπους που να ενθαρρύνουν, όχι το αντίθετο.
Από τότε πέρασε κάμποσος καιρός. Η ζωή μου είχε πάρει πλέον μια νέα τροχιά και όλα πήγαιναν κατ΄ ευχήν. Που να ήξερα όμως ότι η δόξα μου πλησίαζε στο τέλος της….
Μία από εκείνες τις μέρες, στο σχολείο μας είχε έρθει μια νέα μαθήτρια. Το όνομά της ήταν Γιαν και καταγόταν από μια πολύ μακρινή χώρα και μαζί με την οικογένεια της μετακόμισαν στην Κάμπτη, γιατί δεν άντεχαν άλλο τις συνθήκες διαβίωσης στην πόλη που έμεναν. Δεν είχε και την τέλεια εξωτερική εμφάνιση, αλλά η σπιρτάδα της, η εξυπνάδα της και κυρίως οι κοινωνικές της δεξιότητες την έκαναν αγαπητή σε όλο το σχολείο. Γρήγορα κατάφερε να γίνει το νέο δημοφιλές άτομο του σχολείου. Τα παιδιά έκαναν πλέον με εκείνην παρέα και όχι με εμένα. Όλοι οι φίλοι μου με εγκατέλειψαν και έμεινα πάλι μόνη. Οι αληθινοί φίλοι δεν μένουν πάντα δίπλα σου , χωρίς να σε εγκαταλείψουν για οποιοδήποτε λόγο; Τότε κατάλαβα ότι έκαναν παρέα μαζί μου απλώς και μόνο επειδή ένας διάσημος κριτής ανέφερε το όνομά μου. Αισθάνθηκα μεγάλη απογοήτευση και θυμό. Έλεος πια! Δεν μπορούσα να είχα δίπλα μου ανθρώπους που πραγματικά θα νοιαζόντουσαν για εμένα; Τότε θυμήθηκα τον Βέρμαν. Αναπόλησα τις στιγμές που περάσαμε μαζί δίπλα στην θάλασσα της αγαπημένης μας παραλίας. Τι ωραία που ήταν! Μάλιστα ο αγαπημένος μου ήταν ο μόνος που με αποδεχόταν για αυτό ακριβώς που ήμουν. Τότε αποφάσισα να πάω να τον συναντήσω. Θα του έλεγα τα προβλήματα μου και ίσως εκείνος θα μπορούσε να μου προτείνει μια λύση.
Έτσι κι έγινε. Όταν έφτασα στο μέρος συνάντησής μας, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν εκεί. Περίμενα για μερικές ώρες αλλά πάλι δεν ερχόταν. Μα γιατί όμως; Μήπως έπαθε τίποτα; Μεμιάς θυμήθηκα τι είχε γίνει τις τελευταίες μέρες πριν χαθούμε και τότε συνειδητοποίησα ότι ο Βέρμαν είχε δίκιο για τη συμπεριφορά μου. Είχα τυφλωθεί τόσο από τη δόξα και τη φήμη, με αποτέλεσμα να γίνω κομπορρήμων και εγωπαθής. Δυστυχώς όμως ήταν πλέον αργά, ο Βέρμαν είχε σίγουρα θυμώσει μαζί μου και για αυτό το λόγο θα προτιμούσε να μη με ξαναδεί. Έχασα ένα πολύ σημαντικό άτομο της ζωής μου και μόνο στη σκέψη αυτή μου έρχονταν δάκρυα στα μάτια.
Από τότε έγινα εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Δε μιλούσα σε κανέναν, παραμέλησα τον εαυτό μου και ήμουν συνήθως λυπημένη. Το μόνο που έκανα ήταν να περνάω όλη τη μέρα στην παραλία, με την ελπίδα ότι θα εμφανιζόταν ο αγαπημένος μου. Ο Βέρμαν όμως ήταν άφαντος. Οι γονείς μου τρόμαξαν με την αλλαγή μου και με ρωτούσαν συνέχεια τι έχω. Εγώ όμως δεν τους απαντούσα.
Άλλο ένα ήσυχο βράδυ πέρασε και οι πρώτες αχτίδες του ήλιου σηματοδοτούσαν την αρχή μιας ακόμα μέρας. Ο ήλιος ξεπρόβαλε λαμπερός από την ανατολή, για να σκορπήσει φως σε όλη την πλάση. Τα πουλάκια μόλις τον είδαν άρχισαν το γλυκό κελάηδισμα τους, ξυπνώντας και τα υπόλοιπα ζωάκια, τα οποία υποδέχονταν με χαρά το φως της μέρας. Ο λαμπρός ήλιος, αφού υψώθηκε αρκετά ψηλά στον ουρανό, άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο από ψηλά. Του άρεσαν όλες οι χώρες του κόσμου, μα ιδιαίτερη προτίμηση είχε σε ένα νησί, την Κάμπτη. Οι κάτοικοι της ήταν πάντα χαμογελαστοί και πρόσχαροι , ενώ τα φυσικά της τόπια ήταν το ένα πιο όμορφο από το άλλο. Χάρμα οφθαλμών ήταν το νησί αυτό και ο ήλιος μας δεν χόρταινε να το θαυμάζει. Εκείνη τη μέρα λοιπόν στράφηκε για άλλη μια φορά προς την Κάμπτη, παρατηρώντας μία από τις παραλίες της. Ήταν υπέροχη. Τα νερά της θάλασσας έλαμπαν κάτω από το φως του , ενώ ένα γλυκό αεράκι φυσούσε, συμβάλλοντας θετικά στην ευχάριστη ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Ξαφνικά , μια γυναικεία φιγούρα έκανε την εμφάνιση της, η οποία με βαριά βήματα πλησίασε τη θάλασσα. Η γυναίκα ήταν σκυφτή, φορούσε μαύρα ρούχα και τα μαλλιά της τα είχε πιασμένα σε έναν πρόχειρο κότσο. Παρόλο που ήταν 50 χρονών, έδειχνε αρκετά μεγαλύτερη και το παρουσιαστικό της ήταν εντελώς παράταιρο με την χαρά της φύσης που επικρατούσε γύρω της. Ο ήλιος την ήξερε αυτή την κυρία. Κάθε μέρα, χειμώνα- καλοκαίρι, ερχόταν εκεί, γιατί περίμενε να έρθει ένα πολύ σημαντικό άτομο για αυτήν, το οποίο άθελα της το πλήγωσε. Ποτέ δεν κατάφερε να συγχωρήσει τον εαυτό της για το λάθος που έκανε. Προσπάθησε βέβαια να ξαναφτιάξει τη ζωή της, καθώς είχε παντρευτεί και είχε γεννήσει τρία υγιέστατα παιδάκια. Δυστυχώς όμως γρήγορα έμεινε χήρα, ενώ τα παιδιά της ,όταν μεγάλωσαν, έφυγαν μακριά για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Επίσης, οι γονείς της είχαν πεθάνει πριν από πολλά χρόνια και τα αδέλφια της ζούσαν πλέον ευτυχισμένα με τις οικογένειες τους στην άλλη άκρη της γης. Για αυτό το λόγο, ήταν μόνη της στον κόσμο, χωρίς να έχει κάποιον δίπλα της. Η μεσήλικη γυναίκα λοιπόν, αφού έφτασε , κάθισε στη συνηθισμένη της θέση και περίμενε.
Πέρασαν πολλές ώρες από την άφιξη της, αλλά εκείνη δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Το βλέμμα της ήταν συνεχώς στραμμένο στον ορίζοντα περιμένοντας την άφιξη του αγαπημένου της. Ξαφνικά, εκεί που είχε αρχίσει να κλωθογυρίζει στο μυαλό της η σκέψη να φύγει, ένας νεαρός άντρας έκανε την εμφάνιση του μέσα από το νερό! Η γυναίκα σηκώθηκε απότομα όρθια! Στην αρχή νόμιζε ότι έβλεπε κάποιο όνειρο, γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι αυτό που έβλεπε ήταν αληθινό. Ο άντρας άρχισε να πλησιάζει το σημείο που ήταν η γυναίκα και στάθηκε απέναντι της σε μια μικρή απόσταση. Η χαρά της γυναίκας δεν περιγραφόταν:
– Βέρμαν, αγάπη μου ήρθες! Επιτέλους! Τόσα χρόνια σε καρτερώ! Καθόλου δεν άλλαξες! Μα πώς είναι δυνατόν εσύ να παρέμεινες νέος;
-Όσοι μένουν στην Τιρκουαζία είναι αθάνατοι και δεν τους αγγίζει ο χρόνος , της απάντησε ψυχρά ο νεαρός άντρας.
– Αχ Βέρμαν μου! Λυπάμαι τόσο πολύ για όλα όσα έγιναν! Παρασυρόμενη από τη δημοσιότητα μου, σου είχα πει πολύ άσχημα λόγια!
– Χαίρομαι που επιτέλους το παραδέχεσαι . Πράγματι, από εκείνη τη μέρα που είχες κερδίσει στο διαγωνισμό είχες αρχίσει σταδιακά να αλλάζεις και από το γλυκό κορίτσι που ήσουν έγινες μία εγωίστρια! Προσπάθησα να σε βοηθήσω να καταλάβεις το λάθος σου αλλά εσύ όλο με απόπαιρνες! Όταν σταμάτησες να έρχεσαι, θύμωσα τόσο πολύ που αποφάσισα να μην ξανάρθω. Προσπαθούσα να αγαπήσω κάποια άλλη κοπέλα για να σε ξεχάσω αλλά δυστυχώς όλες οι σχέσεις μου κατέληγαν άδοξα. Ο πατέρας μου, που είχε παρατηρήσει τη συναισθηματική μου κατάσταση, με συμβούλευε να έρθω να σου μιλήσω, αλλά εγώ δεν τον άκουγα. Ευτυχώς που είχα ακόμα την άρπα μου, η μουσική της οποίας με παρηγορούσε.
– Πόσο λυπάμαι!
– Σήμερα αποφάσισα να έρθω εδώ γιατί πεθύμησα αυτή την παραλία. Έχω πάρα πολλά χρόνια να την επισκεφτώ. Δεν περίμενα όμως να σε δω εδώ.
– Κάθε μέρα έρχομαι εδώ γιατί περίμενα να έρθεις. Σου ζητώ ειλικρινά συγγνώμη για όλα όσα έγιναν τότε. Πίστεψε με, εάν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω δεν θα επέτρεπα αυτή την κατάληξη στη σχέση μας. Είσαι πολύτιμος για εμένα, ο μοναδικός άνθρωπος που με αγάπησε για αυτό που είμαι! Δεν λέω προσπάθησα να σε ξεχάσω αλλά δεν τα κατάφερα! Σε παρακαλώ συγχώρεσε με και σου υπόσχομαι ότι δεν θα έρθω ποτέ ξανά εδώ!
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια τη μεσήλικης. Ο νεαρός άντρας έμεινε για λίγο ακίνητος να την κοιτάζει. Κάποια στιγμή, την πλησίασε και την αγκάλιασε:
– Βλέπω ότι πράγματι είσαι μετανιωμένη. Για να είμαι ειλικρινής, ήρθα σήμερα να σε δω γιατί μου έλειψες. Είμαι πολύ χαρούμενος που επιτέλους κατάλαβες το λάθος σου. Φυσικά και σε συγχωρώ.
Οι δυο τους έμειναν αγκαλιασμένοι για πολύ ώρα. Ο ήλιος ήταν πολύ χαρούμενος για αυτή την εξέλιξη και περίμενε με αδημονία να δει τι θα γίνει στη συνέχεια:
– Αγάπη μου, σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου!
– Μα γιατί; Εάν έρθεις στην Τιρκουαζία δεν θα ξαναδείς ποτέ τους δικούς σου και ούτε θα μπορέσεις να γυρίσεις ξανά πίσω στη στεριά. Είσαι σίγουρη για αυτό;
– Απολύτως! Έτσι κι αλλιώς μόνη μου ζω. Θέλω να περάσω όλη μου τη ζωή δίπλα σου!
– Εντάξει λοιπόν! Έλα γλυκιά μου , πάμε να φύγουμε!
Χωρίς να χάσουν καιρό, οι δύο ερωτευμένοι έπιασαν ο ένας στο χέρι του άλλου και προχώρησαν μέσα στο νερό. Μόλις βρέθηκαν στα βάθη του ωκεανού, η ηρωίδα μας συνειδητοποίησε ότι είχε μεταμορφωθεί σε μια πανέμορφη νέα γοργόνα! Μαζί με τον αγαπημένο της ήταν αποφασισμένοι να χαράξουν για αυτούς ένα ρόδινο μέλλον…….