Αλληλεγγύη

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένας

άντρας μαζί με τους τρεις γιους του. Το όνομά του ήταν Πραηκάν και ήταν

διευθυντής της Τζίλης, μιας εταιρείας κοσμημάτων. Ο κύριος Πραηκάν σαν

διευθυντής ήταν αυστηρός προς τους υπαλλήλους του. Παρόλα αυτά εκείνοι

τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν. Χάρις σε αυτόν η Τζίλη ήταν η καλύτερη εταιρεία σε όλο τον κόσμο.

Τα κοσμήματα ήταν φτιαγμένα από καθαρό χρυσάφι και ασήμι στολισμένα

με ακριβούς πολύτιμους λίθους. Ερχόταν κόσμος από όλα τα μέρη της γης

για να αγοράσουν τα πανέμορφα και μοναδικά κοσμήματα του. Αυτό τον έκανε να είναι ένας από τους πιο πλούσιους άντρες σε ολόκληρη τη χώρα. Μαζί με τα παιδιά του κατοικούσε σε μια τεράστια έπαυλη που ήταν απέναντι από ένα καταπράσινο δάσος.

Ο κύριος Πραηκάν όπως κάθε πλούσιος είχε πολλούς υπηρέτες. Η πιο έμπιστη του ήταν η Φάμη, η οποία πρόσεχε τα παιδιά του.

Στη χώρα παρόλο που εκείνος ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς και δύσκολος οι

άνθρωποι ήταν πολύ χαρούμενοι γιατί πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και όλοι προετοιμάζονταν για αυτή τη μέρα. Το ίδιο έκανε και ο ήρωας της ιστορίας μας.

Έβαλε στο σαλόνι το μεγάλο έλατο που είχε κόψει από το δάσος και στόλισε

τόσο το έλατο όσο και το σπίτι του με πανάκριβα στολίδια. Του άρεσαν πολύ τα Χριστούγεννα γιατί μαζευόταν συγγενείς και φίλοι και περνούσαν όμορφα.

Εκείνη την περίοδο στην πόλη γινόταν διάφορες όμορφες εκδηλώσεις στις οποίες πήγαιναν να παρακολουθήσουν πολλοί άνθρωποι. Τα χρήματα που έδινε ο κόσμος προσφέρονταν σε διάφορα ιδρύματα που φρόντιζαν τους φτωχούς.

Όλοι πήγαιναν με χαρά για να μπορέσουν να μαζευτούν όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν έτσι ώστε να βοηθηθούν όσοι περισσότεροι άνθρωποι γινόταν!

Αντίθετος με όλα αυτά όμως ήταν ο κύριος Πραηκάν που πίστευε ότι όλο αυτό ήταν μια απάτη και χαλούσε την γιορτή των Χριστουγέννων. Απαγόρευε μάλιστα και στα αγόρια του να παίρνουν μέρος σε αυτές τις εκδηλώσεις.

Δεν θα πηγαίνετε σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις! Λένε ψέματα για να παίρνουν πολλά χρήματα και για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των τεμπέληδων. Κάνουν μεγάλο λάθος που τους δίνουν χρήματα. Εμείς δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα τους…Τους έλεγε συνέχεια.

Οι μέρες κυλούσαν γοργά και έφτασε η παραμονή των Χριστουγέννων. Το βράδυ εκείνο ο κύριος Πραηκάν διοργάνωσε ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι και προσκάλεσε όλους τους φίλους και τους συγγενείς του. Το πάρτι ήταν υπέροχο! Η αίθουσα ήταν πεντακάθαρη και το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα λαμπερά στολίδια και το χρυσό αστέρι στην κορυφή του ομόρφυνε την ατμόσφαιρα. Όλοι οι καλεσμένοι περνούσαν όμορφα σε αυτό το υπέροχο πάρτι.

Ξαφνικά ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα.

Μα ποιος να είναι τέτοια ώρα; Αναρωτήθηκε ο κύριος Πραηκάν…

Χωρίς δεύτερη σκέψη και με περιέργεια πλησίασε την πόρτα, την άνοιξε και είδε έναν άγνωστο να στέκεται στο κατώφλι του σπιτιού του. Ήταν απεριποίητος και φορούσε κουρελιασμένα ρούχα. Με τρεμάμενη φωνή ο άγνωστος του είπε…:

-Καλησπέρα σας και συγνώμη που ενοχλώ, μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε μια βοήθεια;

-Γιατί παρακαλώ; ρώτησε απότομα ο κύριος Πραηκάν…

-Δεν έχω καθόλου χρήματα και μέρες που είναι η οικογένεια μου είναι χωρίς φαγητό, για αυτό σας ζητάω αν μπορείτε να με βοηθήσετε.

-Η ιστορία που μου είπες είναι πολύ συγκινητική, παρόλα αυτά εμένα δε με ξεγελάς. Ξέρω πολύ καλά ότι είσαι ένας από εκείνους που παριστάνουν τον φτωχό για να βγάλουν ξεκούραστα χρήματα.

-Δεν έχω κανένα σκοπό να σας ξεγελάσω και σας λέω την αλήθεια!

-Το καλό που σου θέλω να φύγεις από εδώ πριν καλέσω την αστυνομία!

Ο άγνωστος κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Πριν όμως φύγει του είπε:

-Φεύγω αλλά σας συμβουλεύω να αλλάξετε την στάση σας απέναντι στους φτωχούς. Ποτέ δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Πρέπει να υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων.

-Τι είναι αλληλεγγύη; ρώτησε ο κύριος Πραηκάν και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ερώτηση του ο άγνωστος χάθηκε στο σκοτάδι.

Ο επιχειρηματίας γύρισε στο πάρτι του αλλά πολύ προβληματισμένος μετά από αυτό το διάλογο που είχε. Παρόλα αυτά γρήγορα τα ξέχασε όλα και συνέχισε τη διασκέδασή του.

Τα χρόνια πέρασαν και δίπλα στην Τζίλη, το εργοστάσιο του κυρίου Πραηκάν,

έγινε ένα σύγχρονο νέο εργοστάσιο που κατασκεύαζε καλύτερα και ομορφότερα κοσμήματα με αποτέλεσμα όλος ο κόσμος να αγοράζει από εκεί

τώρα κοσμήματα και αυτό είχε σαν συνέπεια ο κύριος Πραηκάν να χάσει όλους τους πελάτες του, να κλείσει το εργοστάσιο του και αυτός να χάσει όλη του την περιουσία και να απομακρυνθούν όλοι οι δήθεν φίλοι του! Μετά από λίγο καιρό και αφού τελείωσαν και τα τελευταία του χρήματα κατέληξε στους δρόμους μαζί με τα παιδιά του να ζητιανεύει.

Οι μέρες τους κυλούσαν δύσκολα. Έφτασε η περίοδος των Χριστουγέννων

και ζητιανεύοντας βρέθηκαν σε ένα πανέμορφο πλούσιο σπίτι στολισμένο με πολλά και όμορφα στολίδια. Πλησίασαν και χτύπησαν την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας πλούσιος καλοντυμένος άντρας. Ο κύριος Πραηκάν όταν τον αντίκρισε δεν πίστευε στα μάτια του! Αυτός ο πλούσιος κύριος ήταν ο ζητιάνος που του είχε χτυπήσει την δικιά του πόρτα πριν αρκετά χρόνια τέτοιον καιρό! Βέβαια και ο πλούσιος άντρας του σπιτιού δεν έκρυψε την έκπληξη του όταν είδε σε αυτή την άθλια κατάσταση τον άλλοτε πλούσιο και ισχυρό άντρα.

Ο κύριος Πραηκάν αφού πρώτος συνήλθε από την μεγάλη έκπληξη ρώτησε…:

-Καλησπέρα σας, θα μπορούσατε να μου δώσετε μια βοήθεια;

-Φυσικά και θα σας δώσω μέρες που είναι, περάστε μέσα να ξαποστάσετε.

Ο ήρωας μας και τα παιδιά του μπήκαν μέσα και αφού άλλαξαν με καθαρά ρούχα που τους έδωσαν έκατσαν στην τραπεζαρία να φάνε όλοι μαζί. Κατά τη διάρκεια του δείπνου ο κύριος Πραηκάν ρώτησε τον νοικοκύρη πως κατάφερε και έγινε τόσο πλούσιος.

-Ένας γενναιόδωρος επιχειρηματίας μου πρόσφερε δουλειά στην επιχείρηση του και επειδή έμεινε πολύ ευχαριστημένος γρήγορα με έκανε διευθυντή με αποτέλεσμα να βγάζω πολλά χρήματα. Με εσάς τι έγινε;

Ο κύριος Πραηκάν του διηγήθηκε την ιστορία του.

-Τώρα καταλαβαίνω τι ήθελες να μου πεις όταν είχες έρθει για βοήθεια στο δικό μου σπίτι. Ακόμα κατάλαβα για την αλληλεγγύη και τη σημασία της. Σου ζητώ συγνώμη για το άσχημο και ανόητο φέρσιμο μου!

-Δεν πειράζει, περασμένα ξεχασμένα. Όλοι μας κάνουμε λάθη. Σημασία έχει να τα αναγνωρίζουμε και να διορθωνόμαστε. Ας απολαύσουμε τώρα το φαγητό μας.

Ο κύριος Πραηκάν γιόρτασε εκείνα τα Χριστούγεννα με την οικογένεια που κάποτε ο ίδιος είχε διώξει σχεδόν με τις κλοτσιές από το σπίτι του όταν παραμονή Χριστουγέννων του χτύπησε την πόρτα για βοήθεια. Από τότε ορκίστηκε ότι θα βοηθούσε όποιον του το ζητούσε ακόμα και αν νόμιζε ότι του έλεγε ψέματα.

ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ

ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΕΥΗ ΚΑΠΑΤΖΙΑ 2017

Advertisement

Το πουλί της αγάπης.

Το πουλί της αγάπης.

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή πολιτεία ζούσε ένα καλό και φιλότιμο ζευγάρι. Ο άντρας δούλευε ως αγρότης σε ένα χωράφι στην άκρη της πολιτείας και η γυναίκα ήταν νοσοκόμα όπου δούλευε σε ένα μεγάλο νοσοκομείο. Το ζευγάρι είχε και ένα γιο που ήταν δεκαοχτώ χρονών. Είχε κατσαρά μαύρα μαλλιά, μελιά μάτια και στο πρόσωπό του είχε μερικές φακίδες. Το όνομά του ήταν Βάκης. Στο σχολείο που πήγαινε είχε πολλούς φίλους. Οι καλύτεροι φίλοι του ήταν ο Ζάμης και ο Τέρκης. Μαζί έκαναν βόλτες έξω, συζητούσαν και έκαναν πλάκες στους άλλους. Αυτή ήταν η ζωή του Βάκη και όπως καταλάβατε περνούσε πάρα πολύ καλά!

Μια μέρα ήρθε στο σχολείο μία καινούρια μαθήτρια. Το όνομά της ήταν Σαμίχα και καταγόταν από μία μακρινή ξένη χώρα. Ήταν πανέμορφη.

Τα μαλλιά της ήταν ξανθά σαν το καθαρό χρυσάφι, το δέρμα της ήταν λευκό σαν το γάλα και τα μάτια της γαλάζια σαν το ζαφείρι. Μόλις την είδε ο Βάκης την ερωτεύτηκε αμέσως! Όση ώρα ο δάσκαλος έλεγε το μάθημα εκείνος ούτε τον άκουγε ούτε τον κοιτούσε…μάτια είχε μόνο για την Σαμίχα. Στα διαλείμματα προσπάθησε πολλές φορές να της μιλήσει μα όποτε την πλησίαζε ντρεπόταν τόσο πολύ που έφευγε σαν κυνηγημένος. Το απόγευμα, όταν συναντήθηκε με τους φίλους του ο Βάκης τους είπε το πρόβλημά του…:

-Παιδιά, ερωτεύτηκα την καινούρια μαθήτρια. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου τόσο όμορφο κορίτσι! Δυστυχώς όμως, όταν την πλησιάζω για να τη μιλήσω νιώθω τόση ντροπή που φεύγω από κοντά της!

-Σαν τρομαγμένη αλεπού!...του είπε ειρωνικά γελώντας ο Ζάμης.

-Ζάμη! Δεν είναι όλα τα γεγονότα της ζωής αστεία! Ο φίλος μας ερωτεύτηκε! Ο έρωτας είναι ένα πολύ σημαντικό συναίσθημα! Βάκη, σκέφτηκες ποτέ να πεις στη Σαμίχα αυτό που νιώθεις;...τον ρώτησε ο Τέρκης αφού πρώτα μάλωσε τον Ζάμη για τη χαζομάρα που είπε.

-Το σκέφτηκα μα όπως σας είπα ντρέπομαι να της μιλήσω. Μου φαίνετε πολύ δύσκολο.

-Δεν είναι καθόλου δύσκολο. Χρειάζεται να είσαι απλά ο εαυτός σου.

-Τι είναι αυτά που λες! Άμα η Σαμίχα δεν είναι ερωτευμένη με τον φίλο μας τότε τι θα κάνει; Βάκη, γιατί δεν πας να βρεις το πουλί της αγάπης;…του πρότεινε ο Ζάμης.

-Ποιο είναι το πουλί της αγάπης;…τον ρώτησε ο Βάκης.

-Το πουλί της αγάπης είναι το κατοικίδιο ζώο του θεού του έρωτα. Ζει στο δάσος των ρουμπινιών και έχει τη φωλιά του στο μεγαλύτερο δέντρο. Το πουλί αυτό έχει μαγικές δυνάμεις. Άμα το πάρεις σπίτι σου και το φροντίσεις καλά εκείνο θα ευχαριστηθεί τόσο πολύ που θα κάνει το άτομο που αγαπάς να σε αγαπήσει και εκείνο.

-Αυτό δεν είναι σωστό! Για να εξομολογηθείς σε κάποιον τον έρωτα σου πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και να μη βασίζεσαι στα μαγικά! Στο βιβλίο που διαβάζω το λέει ξεκάθαρα!…τους φώναξε ο Τέρκης.

-Τέρκη, συμφωνώ με το Ζάμη. Θα ξεκινήσω από σήμερα για το δάσος των ρουμπινιών. Τώρα πρέπει να φύγω. Γεια σας φίλοι μου!…τους είπε ο Βάκης και έφυγε.

Την άλλη μέρα αφού είπε στους γονείς του πως θα πήγαινε για λίγες μέρες στη γιαγιά του,έβαλε λίγα πράγματα και ρούχα σε ένα σακίδιο, τους αποχαιρέτισε και ξεκίνησε για το δάσος των ρουμπινιών.

Περπάτησε για κάμποσες ώρες ώσπου τελικά έφτασε στον προορισμό του. Το δάσος των ρουμπινιών ήταν ένα εκπληκτικό μέρος. Τα δέντρα, το γρασίδι μέχρι και ο ουρανός είχαν χρώμα κόκκινο. Μα πιο όμορφα από όλα ήταν τα κατακόκκινα λαμπερά ρουμπίνια, τα οποία ήταν κρεμασμένα πάνω στα κλαδιά των δέντρων. Ένα θέαμα που έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του! Το αγόρι εντυπωσιάστηκε αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βρει το πουλί της αγάπης και ξεκίνησε αμέσως το ψάξιμο.

Καθώς έψαχνε βρέθηκε μπροστά σε ένα δέντρο μεγαλύτερο από τα άλλα. Τα ρουμπίνια του ήταν πιο μεγάλα και λαμπερά και πάνω στα κλαδιά του ήταν χτισμένη μια φωλιά στην οποία ήταν ένα πουλί που κοιμόταν. Το πουλί ήταν μικρό και είχε έντονο κόκκινο χρώμα. Τα φτερά του, μεγάλα και αριστοκρατικά είχαν κόκκινο, βυσσινί,βιολετί και μοβ χρώμα. Ο Βάκης χωρίς να χάσει καιρό σκαρφάλωσε στο δέντρο και τη στιγμή που ήταν έτοιμος να το αρπάξει εκείνο ξύπνησε. Ο Βάκης τρόμαξε πολύ! Κατέβηκε γρήγορα από το δέντρο και το έβαλε στα πόδια. Από πίσω άκουσε το πουλί να μονολογεί…:

-Ποιος είναι αυτός και γιατί με ξύπνησε μεσημεριάτικα; Τέλος πάντων, δεν θα τον κυνηγήσω για να τον τσιμπήσω μα την άλλη φορά δε θα του την χαρίσω.

Αφού τελείωσε το μονόλογο του το πουλί της αγάπης άνοιξε τα αριστοκρατικά φτερά του και πετώντας απομακρύνθηκε από τη φωλιά του. Ο Βάκης σταμάτησε να τρέχει, έκατσε κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστεί και μονολόγησε…:

-Ουφ! Ευτυχώς τη γλίτωσα και δε με τσίμπησε. Καλύτερα να φύγω από το ρουμπινένιο δάσος και να επιστρέψω στο σπίτι μου. Όμως όταν συναντήσω τους φίλους μου τι θα τους πω; Θα με θεωρήσουν δειλό κι ανίκανο. Όχι! Θα μείνω και θα προσπαθήσω ξανά, με λίγη τύχη σίγουρα θα τα καταφέρω. Ας περιμένω να νυχτώσει, τότε ίσως όλα να είναι πιο εύκολα!

Αυτό έκανε, κάθισε εκεί στο δέντρο και περίμενε με ανυπομονησία να βραδιάσει.

Μετά από πολλές ώρες φάνηκε ψηλά στον ουρανό η θεά Νύχτα πάνω στον πήγασο της. Με το ασημένιο της μαγικό ραβδί έκανε τον όμορφο κόκκινο ουρανό μαύρο! Ύστερα έβγαλε από το καλάθι που κρατούσε διάφορα μικρά αστεράκια και τα τοποθέτησε σε κάθε σημείο του ουρανού. Τέλος, η θεά έδωσε φως στο φεγγάρι για να είναι λαμπερό και να φωτίζει τους δρόμους και τα σοκάκια. Αφού τελείωσε το έργο της η πανέμορφη θεά Νύχτα, ικανοποιημένη ξεκίνησε για το λαμπρό παλάτι της για να ξεκουραστεί.

Ο Βάκης χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο ξαναπήγε στο ψηλό δέντρο. Σκαρφάλωσε με προσοχή και διαπίστωσε ότι το πουλί δεν ήταν στη φωλιά του, βρήκε μόνο τρία αυγά. Τότε του Βάκη του ήρθε μια ιδέα. Αντί να πιάσει το πουλί της αγάπης, να πάρει ένα από τα τρία αυγά,να περιμένει να βγει το πουλάκι, να το φροντίζει και να το μεγαλώσει για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Άπλωσε, χωρίς να χάσει χρόνο, το χέρι του να πάρει ένα αυγό όταν ξαφνικά εμφανίστηκε το πουλί έχοντας στο ράμφος του μερικά σκουλικάκια. Μόλις είδε το αγόρι ξανά στη φωλιά του θύμωσε πολύ και του φώναξε επιθετικά…:

-Πάλι εσύ; Αυτή τη φορά δε θα τη γλυτώσεις, θα σου δώσω ένα καλό μάθημα για να βάλεις λίγο μυαλό!

Ο Βάκης άρχισε να κατεβαίνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε από το δέντρο μα έχασε την ισορροπία του και έπεσε ανώμαλα στο έδαφος. Σηκώθηκε αμέσως χωρίς να χάσει χρόνο και άρχισε να τρέχει για να γλυτώσει! Το πουλί πετώντας τον πήρε από πίσω. Το έδαφος του ρουμπινένιου δάσους ήταν αρκετά απότομο και το αγόρι σκόνταφτε κι έπεφτε αλλά σηκωνόταν αμέσως και συνέχιζε το τρέξιμο. Το πουλί τον ακολουθούσε με σκοπό να του δώσει ένα καλό μάθημα.

Ξαφνικά από το μεγάλο δέντρο ακούστηκαν τιτιβίσματα. Ήταν τα πουλάκια που βγήκαν από τα αυγά τους και ζητούσαν επίμονα τη μητέρα τους. Το πουλί , αφού έριξε μία άγρια διαπεραστική ματιά στο αγόρι, επέστρεψε πίσω στη φωλιά του.

Ο Βάκης βλέποντας το πουλί να απομακρύνετε ανακουφίστηκε λίγο και αφού απομακρύνθηκε από το δάσος των ρουμπινιών πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ήταν σε κακά χάλια! Τα ρούχα του ήταν βρόμικα και σκισμένα από τα πολλά πεσίματα στο έδαφος. Τα χέρια του και τα πόδια του γέμισαν πληγές κυρίως όμως ήταν δυστυχισμένος γιατί δε θα κατάφερνε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του.

Έπρεπε να πάψει να τη σκέφτεται, ό,τι κι αν έκανε για εκείνη δεν θα είχε νόημα πια. Η Σαμίχα δεν θα τον ερωτεύονταν ποτέ! Έπρεπε να καταπνίξει το συναίσθημα που ένοιωθε για την κοπέλα, να την ξεπεράσει.

Όσο και αν προσπαθούσε δεν τα κατάφερνε! Οι σκέψεις αυτές τον απασχολούσαν αρκετά ώσπου έφτασε στην πολιτεία του χωρίς να το καταλάβει. Ήταν απόγευμα. Ο Βάκης δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του γιατί στη γειτονιά του είχαν τα σπίτια τους ο Ζάμης και ο Τέρκης. Άμα τον βλέπανε πως γύριζε με άδεια χέρια σίγουρα θα τον κορόιδευαν. Άρχιζε να διασχίζει τους δρόμους της πολιτείας κοιτώντας τις πολυκατοικίες και τα σπίτια. Έπρεπε να βρει ένα μέρος για να μείνει γιατί σε λίγο θα νύχτωνε. Κάποια στιγμή διέκρινε από μακριά ένα σπίτι το οποίο βρισκόταν στην άκρη της πολιτείας. Αφού το πλησίασε χτύπησε την πόρτα. Την πόρτα την άνοιξε μια κοπέλα με ξανθά μαλλιά και ζαφειρένια μάτια. Ήταν η Σαμίχα! Ο Βάκης προσπάθησε να κρύψει το ξάφνιασμα του και της είπε…:

-Καλησπέρα Σαμίχα, μήπως θα μπορούσατε να με φιλοξενήσετε το βράδυ στο σπίτι σας;

-Αν και οι γονείς μου με τον αδερφό μου λείπουν σε κάποιο ταξίδι και είμαι μόνη στο σπίτι φαίνεσαι καλό άτομο και θα σε φιλοξενήσω έτσι ώστε να μου κάνεις και λίγο παρέα.

Το αγόρι πέρασε μέσα. Η κοπέλα του περιποιήθηκε τις πληγές και του έδωσε να φορέσει καθαρά ρούχα. Βγήκαν στο μπαλκόνι και κάθισαν. Η κοπέλα τότε του είπε…:

-Βάκη θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι. Ήμουν πολύ αγχωμένη στο σχολείο γιατί φοβόμουν πως εσείς θα με κοροϊδεύατε επειδή ήμουν από ξένη χώρα και γιατί ήμουν πολύ άσπρη. Στα προηγούμενα σχολεία που πήγαινα με κορόιδευαν πάρα πολύ! Οι γονείς μου έλεγαν να μη δίνω σημασία αλλά εγώ δεν τους άκουγα και στεναχωριόμουν πολύ! Όταν ήρθα σε αυτό το σχολείο ξαφνιάστηκα από την συμπεριφορά των μαθητών προς εμένα. Ήταν πολύ φιλικοί μαζί μου χωρίς να σχολιάζουν την καταγωγή και το χρώμα μου. Στο διάλειμμα όταν σε πρωτοείδα να κάθεσαι με τους φίλους σου…σε αγάπησα!

Η Σαμίχα σώπασε απότομα. Ο Βάκης έπιασε το χέρι της λέγοντάς της τρυφερά…:

Κι εγώ από την πρώτη στιγμή που σε είδα σε αγάπησα!

Οι δύο νέοι αγκαλιάστηκαν ευτυχισμένοι. Κάποια στιγμή ένιωσαν ένα φτερούγισμα πάνω από τα κεφάλια τους. Κοίταξαν ψηλά και είδαν να φτερουγίζει από πάνω τους το πουλί της αγάπης χαμογελώντας τους. Πέταξε ψηλά στον ουρανό και άρχισε να κάνει κύκλους. Λαμπερή χρυσόσκονη βγήκε από τα πλουμιστά φτερά του η οποία κάλυψε τον έναστρο ουρανό κάνοντάς τον ακόμα πιο λαμπερό με ανοιχτά χρώματα! Ο Βάκης και η Σαμίχα έμειναν με το στόμα ανοιχτό αντικρίζοντας όλη αυτή την ομορφιά! Κοιτάζοντας στο σιδερένιο τραπεζάκι στο μπαλκόνι διαπίστωσαν ότι υπήρχαν δύο μπολ με λαχταριστό παγωτό. Οι δύο νέοι κοιτούσαν τον ουρανό με ενθουσιασμό τρώγοντας το παγωτό τους. Η γεύση του παγωτού ήταν πολύ γλυκιά μα πιο γλυκιά ήταν η γεύση του έρωτά τους. Ο Βάκης και η Σαμίχα αντάλλαξαν όρκους αιώνιας αγάπης υποσχόμενοι πως θα ζούσαν για πάντα μαζί! Εκείνη τη στιγμή άρχισε να πέφτει από τον ουρανό ψιλή βροχή με έντονο μπλε χρώμα λες και ο ουρανός συγκινήθηκε τόσο πολύ που δάκρυσε! Όταν το ρολόι της πολιτείας χτύπησε μεσάνυχτα ο ουρανός ξαναπήρε το μυστηριακό μαύρο χρώμα του με αποτέλεσμα να σταματήσει και όλη αυτή η μαγεία.

Οι δύο νέοι πήγαν μέσα για να κοιμηθούν. Αυτή η βραδιά θα ήταν χαραγμένη στη μνήμη τους για πάντα! Από τότε ο Βάκης και η Σαμίχα έζησαν ευτυχισμένοι για πάντα απολαμβάνοντας τον έρωτά τους!!!

ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ

ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΕΥΗ ΚΑΠΑΤΖΙΑ

evikapa.wordpress.com

ΙΟΥΛΙΟΣ 2016

Το μικρό λυκάκι.

Το μικρό λυκάκι.

Ήταν Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012 και πήγαινα στην τρίτη τάξη του δημοτικού. Εκείνη τη μέρα είχαμε μια εργασία που ήταν το παραμύθι <<Η Κοκκινοσκουφίτσα>> να το αλλάξουμε και να αντιστρέψουμε τους ρόλους, δηλαδή η Κοκκινοσκουφίτσα να είναι η κακιά και ο λύκος ο καλός. Για μένα αυτή ήταν η αφορμή να γράψω το πρώτο μου παραμύθι…

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια σπηλιά μέσα στο δάσος ζούσε η μαμά λύκαινα με το μικρό λυκάκι της. Ένα πρωί η μαμά λύκαινα είπε στο μικρό της…:

-Παιδί μου, αυτό το καλάθι έχει μέσα φρούτα, κρέας και γάλα. Θέλω να το πας στη γιαγιά σου που είναι άρρωστη.

-Εντάξει μαμά...απάντησε το λυκάκι.

Έτσι κι έγινε, το λυκάκι πήρε το καλάθι και πήρε το δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς. Στο δρόμο που πήγαινε συνάντησε ένα κορίτσι με ξανθά μαλλιά και κόκκινη κάπα με κουκούλα. Το κορίτσι ρώτησε το λυκάκι…:

-Πού πας καλό μου λυκάκι;

-Πάω στη γιαγιά μου που είναι άρρωστη...απάντησε αυτό.

-Εσύ πού πας;

-Εγώ πάω μια βόλτα...απάντησε το κορίτσι.

-Εσένα πώς σε λένε;

-Δεν έχω όνομα, να με λες λυκάκι. Εσένα;

-Κοκκινοσκουφίτσα, λυκάκι σε μια κοιλάδα είδα τρία λυκάκια να παίζουν, αν θέλεις μπορείς να πας να παίξεις μαζί τους, εγώ σε χαιρετώ τώρα, γεια σου.

-Γεια!

Στο μεταξύ η Κοκκινοσκουφίτσα πήρε το δρόμο προς το σπίτι της γιαγιάς λύκαινας. Όταν έφτασε εκεί χτύπησε την πόρτα.

-Ποιος είναι;...ρώτησε η γιαγιά.

-Εγώ είμαι, το λυκάκι. Σου έφερα κρέας, φρούτα και γάλα.

-Πέρασε… είπε η γιαγιά.

Η Κοκκινοσκουφίτσα μπήκε μέσα, άρπαξε τη γιαγιά και την έβαλε μέσα σε μια ντουλάπα. Μετά φόρεσε τη νυχτικιά και τα γυαλιά της γιαγιάς λύκαινας και ξάπλωσε στο κρεβάτι περιμένοντας το λυκάκι.

Στο μεταξύ το λυκάκι έπαιξε με τα άλλα λυκάκια και μόλις βαρέθηκε πήρε ξανά το δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς. Όταν έφτασε εκεί χτύπησε την πόρτα…

-Ποιος είναι;…ρώτησε η Κοκκινοσκουφίτσα.

-Εγώ είμαι το λυκάκι. Σου έφερα κρέας, φρούτα και γάλα από τη μαμά.

Το λυκάκι αφού μπήκε μέσα και την είδε τη ρώτησε…:

-Γιαγιά, γιατί έχεις μικρά και γαλανά μάτια;

-Για να σε βλέπω καλύτερα...είπε η Κοκκινοσκουφίτσα.

-Γιαγιά, γιατί έχεις μικρή μύτη;

-Για να μυρίζω καλύτερα.

-Γιαγιά γιατί έχεις μικρά χέρια;

-Για να σε πιάσω καλύτερα!… είπε η Κοκκινοσκουφίτσα και πήρε το λυκάκι και το έβαλε στη ντουλάπα.

Ένας λύκος που περνούσε από εκεί άκουσε φωνές και κατάλαβε ότι κάτι κακό έγινε. Κατάφερε μπήκε στο σπίτι. Είδε τη Κοκκινοσκουφίτσα να κοιμάται και από την ντουλάπα να ακούγονται φωνές και να ζητάνε βοήθεια. Ο λύκος άνοιξε τη ντουλάπα και βγήκε έξω η γιαγιά με το μικρό. Αγκαλιάστηκαν και χωρίς να χάσουν καιρό έβαλαν μέσα διάφορα πράγματα που βρήκαν γύρω για να είναι η ντουλάπα βαριά και να νομίζει η Κοκκινοσκουφίτσα ότι η γιαγιά με το μικρό ήταν φυλακισμένα μέσα! Όταν τελείωσαν βγήκαν έξω και περίμεναν να βγει η Κοκκινοσκουφίτσα από το σπίτι και να φύγει!

Πράγματι όταν ξύπνησε πήρε τη ντουλάπα και έφυγε από το σπίτι πηγαίνοντας στο ποτάμι να πιει νερό για να ξεδιψάσει. Κρατώντας τη ντουλάπα έσκυψε για να πιει νερό αλλά επειδή ήταν πολύ βαριά έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο νερό και πνίγηκε!

-Πάει η Κοκκινοσκουφίτσα πνίγηκε, γλιτώσαμε!…φώναξαν η γιαγιά και το λυκάκι κι αφού ευχαρίστησαν τον λύκο όλοι μαζί πήραν το δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς.

Εκεί όλοι μαζί έφαγαν από τα καλούδια που είχε στο καλάθι και όταν πέρασε η ώρα σηκώθηκε το λυκάκι για να επιστρέψει πίσω βέβαια συνοδευόμενο από το λύκο για να μη μπλέξει ξανά σε άλλη περιπέτεια.

-Καλό δρόμο και να προσέχετε…είπε η γιαγιά.

-Γεια σου γιαγιά και σίγουρα θα είμαστε πιο προσεκτικοί!

Έτσι το λυκάκι μαζί με τον λύκο πήραν το δρόμο για το σπίτι της μαμάς…

Ψέματα ή αλήθεια έτσι λεν τα παραμύθια.

ΕΥΗ ΚΑΠΑΤΖΙΑ

evikapa.wordpress.com

Ο Ήλιος κάνει διακοπές

Όταν τελείωσε η μέρα ο νεαρός βασιλιάς Ήλιος γύρισε στο παλάτι του και δεν ήταν καλά. Δεν έφαγε τίποτα για βραδινό και δεν είπε ούτε την παραμικρή κουβέντα. Η γυναίκα του, η όμορφη Σελήνη κατάλαβε πως κάτι απασχολούσε τον άντρα της. Έτσι λοιπόν, τον πλησίασε και τον ρώτησε τρυφερά…:

-Τι σου συμβαίνει αγάπη μου; Γιατί είσαι τόσο λυπημένος και σκεπτικός;

-Αχ γυναίκα, δεν αντέχω άλλο τη δουλειά μου! Όλη μέρα πρέπει να ταξιδεύω από χώρα σε χώρα για να φωτίζω τη μέρα. Ούτε διάλειμμα δεν μπορώ να κάνω ! Βαρέθηκα πια!....της είπε ο Ήλιος.

-Μην μιλάς έτσι για την δουλειά σου! Για τους ανθρώπους αυτό που κάνεις είναι πολύ σημαντικό. Τους φωτίζεις τη μέρα τους και κάνεις ζέστη με αποτέλεσμα τα φυτά να ζεσταίνονται και να μεγαλώνουν σωστά. Έχεις δίκιο όμως τον τελευταίο καιρό δουλεύεις πάρα πολύ. Τι λες; Θέλεις να κάνεις κάποιες διακοπές;

-Ναι γυναίκα, θέλω να κάνω διακοπές! Μάλιστα θα κάνω τις διακοπές μου στο Κέρκα.

Έτσι κι έγινε. Την επόμενη μέρα ο Ήλιος μάζεψε τα πράγματα του και πήγε στο Κέρκα. Το Κέρκα ήταν ένα νησί που βρισκόταν στη μέση του ωκεανού. Ήταν πολύ όμορφο. Η αμμουδιά του ήταν χρυσή και πάνω της φύτρωναν διάφορα είδη σπάνιων λουλουδιών, βότανα και φοίνικες. Οι φοίνικες ήταν φορτωμένοι με μεγάλες στρόγγυλες καρύδες. Τα νερά του ήταν γαλαζοπράσινα, κρυστάλλινα και δροσερά. Στα βάθη τους ζούσαν ψάρια, κοχύλια και κοράλλια τα οποία είχαν διάφορα χρώματα όπως κόκκινο, θαλασσί, κίτρινο, βιολετί και άλλα πολλά. Επίσης στο νησί ζούσαν οι Κέρκες. Οι Κέρκες ήταν νεράιδες πανέμορφες που προστάτευαν το νησί και φρόντιζαν τα ζώα που ζούσαν εκεί.

Όταν έφτασε στον προορισμό του ο Ήλιος και οι Κέρκες έγιναν αχώριστοι φίλοι. Την μέρα τους την περνούσαν παίζοντας, κολυμπώντας στο νερό, χορεύοντας και συζητώντας αναμεταξύ τους. Το βράδυ οι Κέρκες, για να φτιάξουν το κέφι του βασιλιά διοργάνωσαν μία θεατρική παράσταση. Εκείνος καθισμένος στην αμμουδιά τις παρακολουθούσε και όταν τελείωσαν τις χειροκρότησε ενθουσιασμένος.

Αλλά ας αφήσουμε για την ώρα τον Ήλιο στις διακοπές του κι ας επιστρέψουμε στο παλάτι του. Στο μεταξύ, η Σελήνη κάλεσε σε συμβούλιο όλα τα πλάσματα του κόσμου για να τα ρωτήσει ποιο ήθελε να αναλάβει για λίγο καιρό τη δουλειά του συζύγου της. Κανένας από το πλήθος δεν ήθελε να την αναλάβει. Η Σελήνη άρχισε να απελπίζετε. Ξαφνικά, οι πύλες άνοιξαν διάπλατα και μπήκε μέσα μια λάμπα. Η λάμπα είχε μεγάλα μάτια με μικρά χέρια και πόδια. Στα μάτια της φορούσε χοντρά γυαλιά ενώ στο λαιμό της μια πράσινη γραβάτα. Ο Λαμπούλης, έτσι τον έλεγαν, πλησίασε τη βασίλισσα και της είπε αποφασιστικά…:

-Υψηλοτάτη, εγώ θα αναλάβω τη δουλειά του συζύγου σας.

-Πώς μπορείς να αναλάβεις εσύ, μια λάμπα τη δουλειά του εκλαμπρότατου Ήλιου;…τον ρώτησε ειρωνικά η Σελήνη.

-Μπορώ να την αναλάβω υψηλοτάτη. Εξάλλου το φως μου είναι τόσο λαμπερό όσο του Ήλιου…λέγοντας αυτά τα λόγια ο Λαμπούλης έλαμψε. Ολόκληρος ο χώρος γέμισε με το φως του!

Εντάξει με έπεισες. Εσύ θα αναλάβεις τη δουλειά…του είπε η Σελήνη.

Έτσι το συμβούλιο έληξε και ο Λαμπούλης θα έκανε για λίγο καιρό τη δουλειά του Ήλιου.

Πολύ πρωί, χαράματα άρχισε χαρούμενος τη δουλειά του. Ανέβηκε πάνω στο άρμα του βασιλιά και αφού πρόσταξε τα άλογα να φύγουν πέταξε ψηλά. Άναψε το φως του και ξεκίνησε το ταξίδι του στον ουρανό. Οι άνθρωποι, που εκείνη τη στιγμή κοιτούσαν ψηλά δεν κατάλαβαν πως μια λάμπα φώτιζε τη μέρα τους. Νόμιζαν πως ήταν ο Ήλιος. Όταν η μέρα τελείωσε ο Λαμπούλης άφησε το άρμα στο παλάτι και ευχαριστημένος πήγε στο σπίτι του να κοιμηθεί.

Αυτό συνεχίστηκε για κάμποσο καιρό ώσπου οι μηχανισμοί του χάλασαν με αποτέλεσμα να μην λάμπει καθόλου. Τότε αυτός τα παράτησε αφήνοντας τα όλα στη τύχη τους. Ολόκληρη η γη βυθίστηκε στο σκοτάδι.

Οι σκανταλιάρες τρίδυμες, η Συννεφιά, η Βροχή και η Καταιγίδα βλέποντας ότι ο Ήλιος είχε καιρό να εμφανιστεί αποφάσισαν να αναλάβουν δράση. Η Συννεφιά σκέπασε με σύννεφα τον ουρανό, η Βροχή τα φόρτωσε με νερό για να βρέξουν τα πάντα και η Καταιγίδα πετούσε κεραυνούς σε σπίτια, στον κάμπο και όπου αλλού ήθελε. Οι τρίδυμες δεν ήταν οι μόνες που ήρθαν στη γη. Κατέφτασαν και το Κρύο με τη Παγωνιά, οι οποίοι πάγωσαν τα πάντα στο πέρασμα τους. Στη συντροφιά προστέθηκαν το Χιόνι, η Ομίχλη, το Χαλάζι και ο Άνεμος. Όλοι μαζί προκάλεσαν πολλές καταστροφές στη γη. Οι άνθρωποι υπόφεραν από το κρύο, τη φτώχεια και την πείνα. Όσο και αν προσπαθούσε η Σελήνη να διορθώσει τα πράγματα δεν τα κατάφερνε. Όταν οι καταστροφές έγιναν δυσβάσταχτες. Η Σελήνη αποφάσισε να φέρει πίσω τον Ήλιο. Αφού ανέβηκε πάνω στο άρμα της ξεκίνησε για το Κέρκα.

Όταν έφτασε τον είδε να ξαπλώνει σε μια αναπαυτική ξαπλώστρα και να αγναντεύει το νερό πίνοντας χυμό καρύδας. Η Σελήνη τότε τον πλησίασε και του είπε…:

-Ήλιε, πρέπει να γυρίσεις γρήγορα στο σπίτι! Στη γη συμβαίνουν πολλές καταστροφές και μόνο εσύ μπορείς να κάνεις κάτι για αυτό!

-Δεν θέλω να φύγω! Μια χαρά περνάω εδώ! Το νησί Κέρκα είναι αληθινός παράδεισος!...της είπε ο Ήλιος.

Εκείνη τη στιγμή μια Κέρκα τον πλησίασε. Στα χέρια της κρατούσε μια εφημερίδα και έδειχνε να ήταν πολύ λυπημένη…:

Υψηλότατε, όλα όσα σας είπε η γυναίκα σας είναι αλήθεια! Διάβασα στην εφημερίδα πως σε όλο τον κόσμο γίνετε αληθινό πανδαιμόνιο! Μεγάλη καταστροφή! Οι καημένοι οι άνθρωποι έχουν μεγάλα βάσανα και αυτό δε μπορεί να συνεχιστεί άλλο! Καλύτερα να ξαναπιάσετε σύντομα δουλειά!

Τότε ο βασιλιάς κατάλαβε πως η κατάσταση στη γη ήταν σοβαρή. Επέστρεψε στο παλάτι του με τη γυναίκα του, ανέβηκε στο άρμα του και ξεκίνησε το ταξίδι του στον ουρανό λάμποντας δυνατά. Μόλις τον είδαν οι τρίδυμες, η Παγωνιά, το Κρύο, το Χιόνι, η Ομίχλη, το Χαλάζι και ο Άνεμος τρόμαξαν τόσο πολύ που το έβαλαν στα πόδια! Ο ουρανός έγινε ξανά γαλάζιος και ολόκληρη η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε από το γλυκό φως του. Οι άνθρωποι βγήκαν χαρούμενοι από τα σπίτια τους φωνάζοντας…:

-Επιτέλους βγήκε ο Ήλιος!

Δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι που υποδέχτηκαν τον Ήλιο. Όλα τα φυτά και τα ζώα τον κοιτούσαν με ενθουσιασμό φωνάζοντας…:

-Ζήτω ο Ήλιος!

Εκείνος καθώς άκουγε τις φωνές των ανθρώπων, των φυτών και των ζώων ένιωσε ευτυχία και συγκίνηση μέσα του. Μάλιστα, από την πολλή συγκίνηση ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό του. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι δε θα ξαναγκρίνιαζε για τη δουλειά του και ότι θα την έκανε σωστά.

Από τότε ο Ήλιος έγινε καλός αφέντης, δούλευε πάντα με κέφι και έζησε μαζί με τη Σελήνη του ευτυχισμένος για πάντα!

ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ

ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΕΥΗ ΚΑΠΑΤΖΙΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2016

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΗΣ

evikapa.wordpress.com

Η ζωή μιας χιονονιφάδας

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή όπου τα πάντα ήταν καλυμμένα με χιόνι, ζούσαν οι χιονονιφάδες. Οι χιονονιφάδες ήταν μικροσκοπικές κοπέλες που το δέρμα τους ήταν λευκό σαν το χιόνι και τα μακριά μαλλιά τους ήταν μαύρα και πυκνά. Τα ρούχα που φορούσαν ήταν κοντά δαντελωτά άσπρα φορεματάκια. Από όλες τις κοπέλες μία ξεχώριζε. Το δέρμα της ήταν πιο λευκό και τα μαλλιά της ήταν κοντά με άσπρες ανταύγειες.

Τη χιονονιφάδα αυτή την έλεγαν Λευκούλα. Παρόλο που ήταν διαφορετική, καμιά χιονονιφάδα δεν την κορόιδευε. Η Λευκούλα ζούσε σε ένα μικρό χιονόσπιτο στη μέση της χώρας μαζί με τα μικρά της αδελφάκια και την Κρινίτσα. Η Κρινίτσα ήταν ένα άσπρο μαγικό λουλούδι που μπορούσε να μιλάει και της έκανε συντροφιά. Επίσης είχε πολλές φίλες.

Κάθε πρωί αφού η Λευκούλα ξυπνούσε και έτρωγε το πρωινό της συναντιόταν με την καλύτερη της φίλη την Άσπρη στη γειτονιά και μαζί κάνανε διάφορα πράγματα. Έπαιζαν, χόρευαν, τραγουδούσαν και άλλα πολλά.

Εκείνες τις μέρες τα κορίτσια ήταν πολύ χαρούμενα γιατί σε λίγο θα ερχόταν η πρώτη μέρα του χειμώνα. Κάθε χρόνο οι χιονονιφάδες ανέβαιναν στα σύννεφα, ταξίδευαν στον κόσμο των ανθρώπων και αφού έφταναν εκεί,

πηδούσαν από τα σύννεφα και έπεφταν κάτω στη γη. Η Λευκούλα και η Άσπρη

όταν συναντήθηκαν στη γειτονιά δεν έπαιξαν κανένα παιχνίδι. Κάθισαν σε ένα παγκάκι και έπιασαν συζήτηση για το θέμα αυτό…:

-Δεν είναι υπέροχο που θα πάμε φέτος στο κόσμο των ανθρώπων; ….ρώτησε η Λευκούλα την φίλη της.

-Φυσικά και είναι...της απάντησε η Άσπρη…έχω ακούσει πως ο κόσμος των ανθρώπων είναι υπέροχος. Εκεί τα πάντα είναι μεγάλα και μπορείς να κάνεις περισσότερα πράγματα από ότι εδώ.

-Έχεις δίκιο Άσπρη. Αχ! Ανυπομονώ να έρθει ο χειμώνας! Όταν γυρίσουμε πίσω, θα διηγηθώ την εμπειρία μου στις μικρές μου αδερφές για να…

-Για στάσου μια στιγμή! Εδώ κάνεις ένα μεγάλο λάθος! Δε θα ξαναεπιστρέψουμε στη χώρα των Χιονονιφάδων! …τη διέκοψε η Άσπρη.

Αν δεν ξαναεπιστρέψουμε στη χώρα των Χιονονιφάδων, τότε πού θα είμαστε;...ρώτησε απορημένη η Λευκούλα.

-Πουθενά θα λιώσουμε!

Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια η Λευκούλα ξαφνιάστηκε! Χιλιάδες ερωτήσεις κατέκλυσαν το μυαλό της. Ήταν τόσο μεγάλο το ξάφνιασμα και οι απορίες της, που μιλιά δεν έβγαλε από το στόμα της. Η φιλενάδα της το κατάλαβε και της είπε…:

-Α! Δεν το ήξερες; Δεν πειράζει θα στα εξηγήσω εγώ. Όταν οι χιονονιφάδες μεγαλώσουν και φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία φεύγουν από τη χώρα που μεγάλωσαν με προορισμό τον κόσμο των ανθρώπων. Εκεί μένουν όλο το χειμώνα και όταν έρθει η άνοιξη θα κάνει τόσο ζέστη που εμείς θα λιώσουμε!

-Το ίδιο έγινε και με τις άλλες χιονονιφάδες που πήγανε εκεί;...ρώτησε η Λευκούλα που κατάφερε να συνέλθει από το ξάφνιασμα.

-Ναι, έτσι έγινε. Δε χρειάζεται να στεναχωριόμαστε για αυτό, τι να κάνουμε έτσι είναι η ζωή των χιονονιφάδων… της απάντησε η Άσπρη.

Η χιονονιφάδα χλόμιασε, στο μυαλό της ξαναήρθαν τα λόγια της Άσπρης για τη ζωή των χιονονιφάδων. Γιατί να λιώσουν στο τέλος του χειμώνα; Έκαναν κακό σε κανέναν; Είναι άδικο! Όμως μέσα της ήξερε καλά πως έτσι έπρεπε να γίνει. Άμα όμως έλιωνε δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ τις αδερφές της, την Κρυνούλα και τις φίλες της. Αυτό την έκανε να στεναχωριέται ακόμα πιο πολύ. Έτσι εκεί που ανυπομονούσε πως και πως να έρθει η πρώτη μέρα του χειμώνα άλλαξε γνώμη και ευχόταν να μην έρθει αυτή η μέρα ποτέ. Η κολλητή της φίλη αντίθετα με αυτήν δεν χλόμιασε ούτε στεναχωρήθηκε καθόλου! Όση ώρα μιλούσε το χαμόγελο της δεν σβήστηκε από τα χείλια της. Πέρασαν πέντε λεπτά χωρίς να μιλήσει καμιά τους. Η πρώτη που έσπασε τη σιωπή ήταν η Άσπρη, η οποία είπε…:

-Ουφ! Βαρέθηκα τη συζήτηση! Τι λες, θέλεις να σηκωθούμε για να χορέψουμε μοντέρνο νιφαδοχωρό;

Η Λευκούλα δεν της απάντησε. Μόνο κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

Στην πραγματικότητα δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα, αλλά δεν ήθελε να της χαλάσει το χατίρι. Έτσι, οι δυο κοπέλες σηκώθηκαν από το παγκάκι και άρχισαν να χορεύουν.

Όταν τελείωσε η συνάντηση η κοπέλα πήρε το δρόμο για το σπίτι της. Όταν έφτασε, είδε στην αυλή τις δυο αδερφές της, την Μπίνη και την Νανή, να κάθονται γύρο από την γλάστρα της Κρινούλας. Στην αρχή δεν κατάλαβε την αιτία μα όταν πλησίασε είδε ότι το λουλούδι δεν ήταν καλά! Το κλωνάρι του ήταν σκυφτό, τα φύλλα του είχαν ζαρώσει και τα πέταλά του έχασαν το όμορφο βελούδινο άσπρο χρώμα τους. Ολόκληρο το λουλούδι είχε πάρει ένα αρρωστιάρικο κίτρινο χρώμα. Η Λευκούλα τρόμαξε γιατί όπως καταλάβατε η Κρινούλα μαραίνονταν! Έντρομη πλησίασε με γοργά βήματα προς το μέρος τους και κοίταξε το αγαπημένο της λουλούδι. Εκείνο, σήκωσε με δυσκολία το κεφάλι του, την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και έπειτα της είπε με ταλαιπωρημένη φωνή…:

-Ξέρω το πρόβλημά σου, μα δε χρειάζεται να στεναχωριέσαι. Να θυμάσαι, πάντα μετά από κάθε κακό υπάρχει κι ένα καλό.

-Δεν καταλαβαίνω, τι εννοείς;…τη ρώτησε η Λευκούλα.

Μα δε πρόλαβε να τις απαντήσει η Κρινούλα. Ξαφνικά διαλύθηκε, έγινε νερα’ι’δόσκονη και σκορπίστηκε ψηλά στα λευκά σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό. Η Μπίνη και η Νανή άρχισαν να χτυπιούνται και να τραβάνε τα μαλλιά τους κλαίγοντας σπαρακτικά. Η Λευκούλα δεν έκλαψε. Μπήκε μέσα στο σπίτι της, ανέβηκε στο δωμάτιό της και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Σκεφτόταν όλα όσα της είχαν συμβεί εκείνη τη μέρα. Πρώτα έμαθε πως θα έλιωνε την άνοιξη και τώρα ο μαρασμός της Κρινούλας.

Τι κρίμα που μαράθηκε! Μπορεί να ήταν ένα απλό λουλούδι που μιλούσε αλλά για την Λευκούλα ήταν κάτι περισσότερο…:

-Αχ! Ακόμα τη θυμάμαι πως ήταν μικρό λουλουδάκι. Την είχα φυτέψει εγώ όταν ήμουνα μικρή. Έκανα μεγάλες χαρές μόλις την είδα που φύτρωσε. Είχαμε γίνει καλές φίλες. Μαζί παίζαμε, μαζί συζητούσαμε, μαζί λέγαμε ανέκδοτα. Αχ! Ήταν ωραίες εποχές…μονολόγησε η κοπέλα αναπολώντας τα παιδικά της χρόνια.

Μετά σκέφτηκε πως έπρεπε να ασχοληθεί με ένα άλλο πρόβλημα που την απασχολούσε. Αυτό δεν ήταν άλλο από αυτό που θα συνέβαινε την άνοιξη.

Πρέπει να βρω οπωσδήποτε μία λύση σε αυτό μου το πρόβλημα, γιατί σε λίγες μέρες θα φύγουμε για τον κόσμο των ανθρώπων. Χμ…να φύγω κρυφά από την χώρα των χιονονιφάδων; Μπα όχι! Να μεταμφιεστώ και να προσποιηθώ πως είμαι κάποια άλλη; Όχι! Εξάλλου όλες θα με αναγνώριζαν.

Ώρες έσπαγε η Λευκούλα το κεφάλι της προσπαθώντας να σκεφτεί μια λύση. Στο τέλος τα παράτησε λέγοντας…:

-Όποια λύση και αν σκεφτώ δε θα πετύχει. Καλύτερα να τα παρατήσω και να δεχτώ τη μοίρα μου.

Έτσι σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήρε τη βαλίτσα της από την αποθήκη και πέρασε τη μέρα της ετοιμάζοντας την κάνοντας μελαγχολικές σκέψεις.

Οι μέρες κύλισαν γοργά και έφτασε επιτέλους η μεγάλη μέρα, η πρώτη μέρα του χειμώνα! Όλες οι χιονονιφάδες ήταν πολύ χαρούμενες. Με μια βαλίτσα στο χέρι, όλες οι κοπέλες αποχαιρέτισαν τα συγγενικά τους πρόσωπα, τους φίλους τους και έφυγαν με προορισμό τα σύνορα της χώρας. Εκείνη την ώρα στο σπίτι της η Λευκούλα ήταν και αυτή έτοιμη να φύγει. Οι δυο αδερφές της την αποχαιρέτησαν λέγοντάς την…:

-Καλό ταξίδι αδελφούλα! Είσαι πολύ τυχερή που θα πας στον κόσμο των ανθρώπων!

Η Λευκούλα όμως δεν πίστευε πως ήταν τυχερή.<<Άμα ξέρατε πως θα λιώσουμε την άνοιξη δε θα ήσασταν χαρούμενες>>...σκέφτηκε αλλά παρόλα αυτά δεν είπε τίποτα. Αποχαιρέτισε τις αδελφές της και μαζί με την Άσπρη ξεκίνησαν για τα σύνορα της χώρας. Όταν έφτασαν είδαν πως όλες οι χιονονιφάδες που ήταν στην κατάλληλη ηλικία για να φύγουν ήταν εκεί. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ξαφνικά ξεπρόβαλε από τον ουρανό ένα τεράστιο άσπρο σύννεφο! Οι χιονονιφάδες μόλις το είδαν τρόμαξαν! Το άσπρο σύννεφο, μόλις έφτασε στο σημείο όπου ήταν όλες μαζεμένες άρχισε να χαμηλώνει μέχρι που ακούμπησε κάτω στο έδαφος. Η μια από τις δύο πόρτες που είχε άνοιξε και από μέσα ξεπρόβαλε μία χαριτωμένη νεράιδα. Φορούσε ένα φουστάνι φτιαγμένο από σύννεφο, μοβ μπότες και τα μακριά ξανθά μαλλιά της τα είχε δεμένα κότσο.

Καλησπέρα χιονονιφάδες! Είμαι η νεράιδα της συννεφιάς! Μη φοβάστε, ήρθα να σας πάω στον κόσμο των ανθρώπων. Εμπρός μπείτε μέσα!

Οι κοπέλες σταμάτησαν να φοβούνται και άρχισαν να μπαίνουν μέσα στο σύννεφο. Αφού μπήκαν όλες το σύννεφο υψώθηκε ψηλά και άρχισε να ταξιδεύει στον ουρανό. Η θέα ήταν καταπληκτική και όλες έβλεπαν ενθουσιασμένες. Εκείνη την μέρα ο ουρανός είχε ένα έντονο γαλάζιο χρώμα και δεν είχε ούτε ένα συννεφάκι. Η Λευκούλα εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που ξέχασε την στεναχώρια της. Το ταξίδι πάνω στο σύννεφο ήταν ωραίο και φανταστικό μέχρι που ο γαλάζιος ουρανός ξαφνικά σκεπάστηκε από σύννεφα και χάθηκε από τα μάτια τους. Οι χιονονιφάδες απόρησαν με αυτό το γεγονός. Η νεράιδα της συννεφιάς, που ήταν εκείνη και οδηγούσε το σύννεφο, κατάλαβε την απορία τους και τις εξήγησε λέγοντας…:

Στον κόσμο των ανθρώπων όταν ο καιρός είναι βροχερός ή χιονισμένος τα σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό.

Η νεράιδα σταμάτησε το σύννεφο, σηκώθηκε, πέρασε από όλες τις θέσεις των χιονονιφάδων και έδωσε στην κάθε μία από ένα σάκο. Αφού τελείωσε στάθηκε στη μέση των θέσεων και τους είπε…:

Φτάσαμε στον κόσμο των ανθρώπων. Ο σάκος που σας έδωσα είναι γεμάτος με χιόνι. Όταν θα πηδήξετε κάτω στο έδαφος ανοίξτε τον και ρίξτε χιόνι παντού. Σηκωθείτε από τις θέσεις σας και μια μια θα βγαίνετε από την πόρτα του σύννεφου. Σας εύχομαι να περάσετε καλά στη γη και να έχετε μια ευχάριστη παραμονή.

Όλες σηκώθηκαν από τις θέσεις τους, ευχαρίστησαν την καλή νεράιδα και μια μια άρχισε να πηδάει από το σύννεφο. Τελευταίες έμειναν η Λευκούλα με την Άσπρη. Στην αρχή φοβόντουσαν να πηδήξουν αλλά στο τέλος μιας και δεν είχαν άλλη επιλογή πήδηξαν και αυτές. Άρχισαν να πέφτουν σιγά σιγά και τους άρεσε τόσο πολύ που το διασκέδαζαν!

-Ουάου! Στα αλήθεια αιωρούμαστε στον αέρα!…ξεφώνισε χαρούμενη η Λευκούλα.

-Μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε , χωρίς να φοβόμαστε μην χτυπήσουμε!…της αποκρίθηκε η Άσπρη κάνοντας μια κολοτούμπα στον αέρα.

-Είναι σαν να βγάλαμε φτερά πίσω από την πλάτη μας και να αποκτήσαμε την ικανότητα να πετάμε!…της είπε η Λευκούλα.

-Κοίτα! Βλέπω κάτι σπίτια προς τα εκεί. Μάλλον είναι σπίτια των ανθρώπων...της είπε η Άσπρη δείχνοντας με το δάχτυλό της κάποια σπίτια που ήταν εκεί δίπλα.

Ξαφνικά η Λευκούλα θυμήθηκε εκείνο το σάκο που τους έδωσε η νεράιδα της συννεφιάς πριν φύγουν…:

-Άσπρη, ξεχάσαμε να ανοίξουμε το σάκο που μας έδωσε εκείνη η νεράιδα!

-Ας τον ανοίξουμε!

Έτσι οι δύο κοπέλες άνοιξαν τους σάκους τους και άρχισαν να ρίχνουν χιόνι. Καθώς κατέβαιναν πιο χαμηλά, είδαν κι άλλες χιονονιφάδες που έριχναν χιόνι. Μετά από λίγη ώρα οι δυο κοπέλες προσγειώθηκαν πάνω σε ένα δέντρο. Εκείνη την ώρα άρχισε να φυσάει ένα απαλό αεράκι με αποτέλεσμα το δέντρο να κουνιέται λίγο. Τα κορίτσια το βρήκαν διασκεδαστικό και άρχισαν να παίζουν με το δέντρο. Αφού το παιχνίδι τελείωσε κατέβηκαν για να εξερευνήσουν τον κάμπο στον οποίο είχαν προσγειωθεί. Καθώς περπατούσαν συνάντησαν μπροστά τους μία μεγάλη παγωμένη λίμνη, στην οποία μια κοπέλα έκανε πατινάζ. Η Λευκούλα και η Άσπρη ξαφνιάστηκαν γιατί

η κοπέλα δεν είχε λευκό δέρμα με μαύρα μαλλιά αλλά το δέρμα της ήταν από πάγο ενώ τα μακριά μαλλιά της και το φουστάνι που φορούσε ήταν ασπρογάλανα. Οι δύο χιονονιφάδες πλησίασαν την κοπέλα και τη ρώτησαν…:

Γεια σου, πώς σε λένε;

Η κοπέλα σταμάτησε να κάνει πατινάζ και κοίταξε τις δυο χιονονιφάδες προσεκτικά. Τις πλησίασε και τις απάντησε…:

-Το όνομά μου είναι Ψυχρούλα, εσάς πώς σας λένε;

-Εγώ είμαι η Λευκούλα κι αυτή είναι η Άσπρη…..της συστήθηκε ευγενικά η Λευκούλα.

-Πρώτη φορά βλέπω χιονονυφάδα σαν εσένα...της είπε η Άσπρη.

-Ποια χιονονυφάδα; Εγώ; Όχι όχι, λάθος κάνετε! Εγώ δεν είμαι χιονονυφάδα αλλά κρυσταλίτσα.

-Ποιες είναι οι κρυσταλίτσες;...τη ρώτησαν οι κοπέλες.

Οι κρυσταλίτσες είναι κοπέλες που το δέρμα τους είναι από πάγο και έχουν μακριά ασπρογάλανα μαλλιά, σαν εμένα. Την πρώτη μέρα του χειμώνα φύγαμε από τη χώρα μας για να έρθουμε εδώ…τις απάντησε η Ψυχρούλα.

-Εσείς γενικά όταν έρχεστε εδώ τι δουλειά κάνετε;

-Εμείς οι κρυσταλίτσες σε αντίθεση με εσάς τις χιονονυφάδες έχουμε τη δύναμη του πάγου. Όταν ερχόμαστε εδώ παγώνουμε όπου έχει νερό. Όπως αυτή τη λίμνη. Την έχω παγώσει πριν λίγο να κάνω πατινάζ. Δε μου λέτε, εσείς για πού το βάλατε;

-Είπαμε να εξερευνήσουμε τον κάμπο που προσγειωθήκαμε...της απάντησε η Άσπρη.

-Μπορώ να έρθω μαζί σας; Βαρέθηκα τόση ώρα μόνη μου.

-Φυσικά και μπορείς…είπε η Λευκούλα.

Έτσι η Λευκούλα, η Άσπρη και η κρυσταλίτσα Ψυχρούλα συνέχισαν την εξερεύνηση. Πέρασαν πολύ ωραία. Σε όποιο μέρος κι αν πήγαιναν έβλεπαν ενδιαφέροντα πράγματα. Ο κόσμος των ανθρώπων ήταν πολύ συναρπαστικός. Όποτε κουραζόταν σταματούσαν σε κάποιο μέρος να ξεκουραστούν και συζητούσαν για αυτά που είδαν αλλά και θέματα που αφορούσαν την προσωπική τους ζωή. Δεν άργησαν να γίνουν φίλες.

Αφού εξερεύνησαν όλο τον κάμπο η Λευκούλα με την Άσπρη έδειξαν στην Ψυχρούλα το δέντρο όπου θα έμεναν. Ανέβηκαν πάνω του και άρχισαν να παίζουν. Από εκείνη τη μέρα έκαναν πολύ παρέα. Το πρωί συναντιόταν στην παγωμένη λίμνη και όλες μαζί έκαναν πολλά πράγματα. Έπαιζαν τους πειρατές πηδώντας από φυτό σε φυτό, έκαναν βόλτες στον κάμπο ή συζητούσαν για διάφορα θέματα.

Οι μέρες περνούσαν…Εκείνο το απόγευμα οι τρεις φίλες έραψαν μεταξένια φορέματα, για να φορέσουν στο πρωτοχρονιάτικο πάρτι στο οποίο θα ήταν όλες οι χιανινυφάδες με τις κρυσταλίτσες. Όταν η Λευκούλα πήγε πάνω στο κλαδί όπου είχε το καταφύγιό της για να ετοιμαστεί ξαφνικά θυμήθηκε τον καημό της. Περνούσε τόσο ωραία αυτό τον καιρό! Γιατί αυτό να τελείωνε! Το βράδυ, παρόλο που φόρεσε το φόρεμα που έραψε δεν πήγε στο πάρτι! Κάθισε σε ένα μέρος και βυθίστηκε στις σκέψεις της.

Εκεί που καθόταν και συλλογιζόταν ξαφνικά άκουσε βήματα πίσω της. Γύρισε και είδε την Άσπρη με τη Ψυχρούλα. Οι δυο κοπέλες παραξενεύτηκαν που δεν ήρθε η Λευκούλα στο πάρτι και τότε σκέφτηκαν να τη ψάξουν για να μάθουν αν της συνέβηκε κάτι κακό! Η Άσπρη με τη Ψυχρούλα αφού τη βρήκαν, την πλησίασαν και τη ρώτησαν…:

-Τι σου συμβαίνει Λευκούλα; Γιατί δεν ήρθες στο πάρτι;

Η Λευκούλα δεν τις απάντησε. Μόνο τις κοιτούσε…

-Άμα σε απασχολεί κάτι μπορείς να μας το πεις. Είμαστε φίλες σου και θα κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να σε βοηθήσουμε.

Η Λευκούλα κατάλαβε πως δεν είχε άλλη επιλογή, έτσι τους διηγήθηκε τον καημό της. Οι δύο φίλες της άρχισαν να σκέφτονται ποια λύση να της δώσουν μα όσο κι αν προσπαθούσαν δεν κατάφερναν να βρουν κάτι για να την βοηθήσουν. Τότε μια ιδέα φώτισε το μυαλό της Ψυχρούλας, η οποία ξεφώνισε λέγοντας…:

-Ξέρω ποιος θα σε βοηθήσει, ο Άι-Βασίλης!

-Εννοείς εκείνον το γέρο που κάθε Πρωτοχρονιά πηγαίνει στον κόσμο των ανθρώπων και τους αφήνει δώρα;…τη ρώτησε η Λευκούλα.

-Ναι, αυτόν εννοώ.

-Ο Άι-Βασίλης δεν υπάρχει Ψυχρούλα! Είναι ένας μύθος των ανθρώπων! Δεν είναι η κατάλληλη ώρα για παραμύθια!…τη μάλωσε η Άσπρη.

-Ο Άι-Βασίλης υπάρχει Άσπρη και δεν είναι παραμύθι!…της απάντησε χωρίς να θυμώσει η Ψυχρούλα.

-Ακόμα κι αν υπάρχει είμαι σίγουρη πως δεν θα με καταλάβει. Εξάλλου είναι άνθρωπος και οι άνθρωποι δεν μπορούν να μας δουν γιατί είμαστε μικροσκοπικές...της είπε η Λευκούλα.

Ο Άι-Βασίλης μπορεί να τα καταλάβει όλα και να τα δει όλα!...τη διαβεβαίωσε η Ψυχρούλα.

Πού μπορούμε να τον βρούμε και να τον δούμε;...ρώτησε η Άσπρη.

Λίγο πέρα από τον κάμπο υπάρχει ένα σπίτι στο οποίο κατοικούν άνθρωποι. Εκεί θα πάει ο Άι-Βασίλης για να αφήσει τα δώρα τους. Εκεί θα τον συναντήσουμε λοιπόν. Ελάτε πάμε!

Χωρίς να χάσουν καιρό, οι τρεις ηρωίδες μας ξεκίνησαν για εκείνο το σπίτι. Περπάτησαν πολλές ώρες ώσπου κάποια στιγμή έφτασαν στον προορισμό τους. Τότε η Ψυχρούλα είπε στη Λευκούλα…:

Λευκούλα, ανέβα πάνω στη στέγη και περίμενε τον Άι-Βασίλη.

-Θα ανέβω στη στέγη αλλά εσείς τι θα κάνετε;

-Μην ανησυχείς για εμάς. Εμπρός ανέβα! Εδώ θα σε περιμένουμε.

Η Λευκούλα σκαρφάλωσε στη στέγη και κάθισε περιμένοντας με ανυπομονησία τον Άι-Βασίλη. Περίμενε με τις ώρες μα αυτός πουθενά! Η Λευκούλα άρχισε να βαριέται…:

-Μάλλον είχε δίκιο η Άσπρη, ο Άι-Βασίλης είναι παραμύθι. Ας κατέβω καλύτερα...μονολόγησε στον εαυτό της.

Πριν προλάβει να σηκωθεί για να κατέβει, άκουσε έναν ήχο, κάτι σαν καμπανάκια να χτυπούν. Κοίταξε στον ουρανό και τότε είδε ένα μεγάλο έλκηθρο που το έσερναν δώδεκα τάρανδοι να πετάει στον ουρανό. Το έλκηθρο προσγειώθηκε στη σκεπή. Από μέσα του βγήκε ένας ηλικιωμένος κύριος ο οποίος φορούσε μια κόκκινη φορεσιά, μαύρες μπότες και είχε μακριά κάτασπρη γενειάδα. Τα μάτια της Λευκούλας γούρλωσαν από την έκπληξη, γιατί αυτός ήταν ο Άι-Βασίλης! Αυτός μόλις την είδε πήγε προς το μέρος της. Η Λευκούλα ένοιωσε τα πόδια της να τρέμουν και την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Αφού την πλησίασε αρκετά της είπε…:

-Καλησπέρα μικρή μου.

-Καλησπέρα … του απάντησε αμήχανα.

-Γιατί κάθεσαι μόνη σου; Από ότι ξέρω όλες οι χιονονιφάδες πρέπει να βρίσκονται στο Πρωτοχρονιάτικο πάρτι. Εσύ γιατί δεν πήγες;

-Να…τραύλισε η κοπέλα…δεν πήγα στο πάρτι γιατί έχω ένα πρόβλημα. Είμαι λυπημένη γιατί την Άνοιξη θα λιώσουμε! Δεν κάναμε κακό σε κανέναν! Άμα λιώσω δεν θα ξαναδώ τη χώρα που μεγάλωσα, τις αδελφές μου και τους φίλους μου...του είπε και ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό της.

Όση ώρα μιλούσε ο Άι-Βασίλης την άκουγε με κατανόηση. Αφού σκέφτηκε για λίγο της απάντησε…:

-Καταλαβαίνω τη στεναχώρια σου, είναι φυσικό να πικραίνεσαι, όμως δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Είναι φυσιολογικό που εσείς θα λιώσετε την Άνοιξη. Για να σου δώσω να καταλάβεις θα σου διηγηθώ την ιστορία για την δημιουργία του κόσμου. Πριν λοιπόν από πολλά χρόνια, ολόκληρος ο κόσμος ήταν άδειος κι έρημος. Δεν υπήρχαν φυτά, ζώα, άνθρωποι και νεράιδες. Υπήρχαν μόνο τέσσερις θεές. Η Φλόγα η θεά της φωτιάς, η Νερούλα η θεά των υγρών, η Ανέμη η θεά των ανέμων και η Φύση προστάτιδα της γης. Όλες ήταν κόρες του θεού Πλάμτου και της θεάς Μιχέλ. Η Φύση, καθώς κοιτούσε το τοπίο γύρο της, δεν της άρεσε που ήταν άδειο έτσι σκέφτηκε να το γεμίσει δημιουργώντας θαυμαστά πράγματα. Επειδή όλα όσα υπάρχουν σήμερα τα δημιούργησε εκείνη εμείς την αποκαλούμε μητέρα Φύση. Πρώτα δημιούργησε τα φυτά και μετά τους ανθρώπους με τα ζώα. Επειδή τα φυτά μαραίνονταν και οι άνθρωποι με τα ζώα διψούσαν η μητέρα Φύση κατασκεύασε μία λίμνη η οποία περιείχε άφθονο μοβ υγρό για να μπορούν να πίνουν. Το χρώμα του υγρού δεν άρεσε στην Νερούλα την αδερφή της Φύσης έτσι άλλαξε το χρώμα σε γαλάζιο. Για αυτό το λόγο το υγρό ονομάστηκε νερό. Από αυτό φυτά, άνθρωποι και ζώα έπιναν. Τελευταίες δημιούργησε τις νεράιδες. Τις έδωσε μικρό ύψος και τις χάρισε υπερφυσικές δυνάμεις. Όταν τις τελείωσε τις χώρισε σε ομάδες ανάλογα με τις δυνάμεις τους και τις άφησε να φύγουν. Οι ομάδες των νεράιδων εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε πολλές περιοχές του κόσμου κι εκεί ίδρυσαν τις χώρες τους. Οι νεράιδες ζούσαν ειρηνικά και αγαπημένα όμως με έναν φυσικό τρόπο έφευγαν από τη ζωή τον οποίο τους τον είχε δώσει η μητέρα Φύση όταν τις δημιούργησε. Άμα δεν θα υπήρχε ο θάνατος, τότε οι νεράιδες θα πολλαπλασιάζονταν και θα αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα. Όμως δεν στεναχωριόνταν γιατί η δημιουργός τους τούς είπε…<<Η ζωή είναι μικρή και πρέπει να απολαμβάνουμε το κάθε λεπτό που ζούμε. Εξάλλου, άμα στη διάρκεια της ζωής σας ζήσατε όμορφες στιγμές, δεν χρειάζεται να στεναχωριέστε.>>

Η Λευκούλα άκουγε προσεχτικά τα λόγια του Άγιου-Βασίλη. Όταν τελείωσε την ιστορία του κατάλαβε πως ήταν φυσιολογικό που θα έλιωνε. Στη ζωή της έζησε όμορφες στιγμές τόσο στη χώρα των χιονονιφάδων όσο στον κόσμο των ανθρώπων. Ναι, είχε δίκιο η μητέρα Φύση, δεν χρειάζεται να στεναχωριέται! Καθώς τα σκεφτόταν αυτά άρχισε να αισθάνεται καλύτερα.

-Αισθάνεσαι καλύτερα τώρα;...τη ρώτησε ο καλόκαρδος Άι-Βασίλης.

-Ναι, αισθάνομαι πολύ καλύτερα. Σε ευχαριστώ που έδειξες ενδιαφέρον και κατανόηση στο πρόβλημά μου.

-Δεν κάνει τίποτα μικρή μου. Τώρα πρέπει να φύγω. Πρέπει να παραδώσω τα δώρα στα παιδιά πριν ξημερώσει. Γεια σου και καλή Πρωτοχρονιά!

Αυτά της είπε ο Άι-Βασίλης και ανέβηκε στο έλκηθρο του…:

-Εμπρός τάρανδοι μου! Πάμε!

Οι τάρανδοι τον υπάκουσαν. Έτρεξαν, πήδηξαν από στέγη σε στέγη και πέταξαν ψηλά. Η Λευκούλα έμεινε για λίγη ώρα στο ίδιο σημείο να παρακολουθεί το έλκηθρο το οποίο χανόταν μέσα στον έναστρο ουρανό. Μετά κατέβηκε από τη σκεπή και πήγε στο μέρος όπου την περίμεναν οι φίλες της. Καθώς προχωρούσαν η Λευκούλα διηγήθηκε στην Άσπρη και στη Ψυχρούλα την ιστορία που της είχε πει ο Άι-Βασίλης…

-Αυτό είναι ένα μάθημα για όλες μας. Πρέπει να απολαμβάνουμε την κάθε μέρα στη ζωή μας, να ζούμε αρμονικά με τους άλλους και να μη κάνουμε άσχημα πράγματα.

-Έχεις δίκιο ...της είπε η Ψυχρούλα.

Πω πω! Ο Άι-Βασίλης φαίνεται να είναι πολύ σοφός!…αναφώνησε με θαυμασμό η Άσπρη.

Τώρα που λύθηκε το πρόβλημά μου, ας πάμε στο πάρτι για να γιορτάσουμε την Πρωτοχρονιά!…είπε χαρούμενη η Λευκούλα.

Έτσι και έγινε, τα κορίτσια πήγαν στο πάρτι και πέρασαν πολύ καλά. Έφαγαν, έπαιξαν, τραγούδησαν και συμμετείχαν σε διάφορες δραστηριότητες. Το πάρτι κράτησε μέχρι τα μεσάνυχτα. Όλες οι χιονονιφάδες αφού ευχήθηκαν καλή Πρωτοχρονιά η μία στην άλλη επέστρεψαν στα καταφύγια τους να κοιμηθούν.

Ο χειμώνας κύλισε ευχάριστα και μπήκε η άνοιξη. Ο ουρανός δεν ήταν άλλο καλυμμένος με άσπρα σύννεφα. Ήταν γαλάζιος όπως τότε που πετούσε με το τεράστιο σύννεφο. Μόνο που πάνω του είδε να φέγγει μια φωτεινή σφαίρα. Η σφαίρα έλαμπε τόσο πολύ με αποτέλεσμα να κάνει ζέστη. Ήταν ο ήλιος. Από όλο το σώμα της άρχισαν να γλιστράνε μικρές διάφανες σταγονίτσες. Στην αρχή δε το κατάλαβε μα γρήγορα συνειδητοποίησε πως έλιωνε…:

Λιώνω, μα δε με πειράζει. Έμαθα την αξία της ζωής. Πρέπει να απολαμβάνουμε το κάθε λεπτό που ζούμε. Πιο πολύ όμως πρέπει να απολαμβάνουμε τις ευτυχισμένες στιγμές που ζούμε με την οικογένεια μας ή με τους φίλους μας. Να μη δίνουμε τόσο πολύ σημασία στις κακές στιγμές, είναι μέσα στη ζωή κι αυτές.

Η Λευκούλα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε γύρω της τον κάμπο όπου τη φιλοξένησε όλο αυτό τον καιρό…:

Αντίο κάμπε! Αντίο κόσμε!

Η χιονονιφάδα έκλεισε τα μάτια της. Εκείνη τη στιγμή, δεν έπεφταν μόνο σταγονίτσες από πάνω της αλλά άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει, να μικραίνει ώσπου η Λευκούλα έγινε νερό. Με αυτόν το τρόπο έλιωσε, μα δεν ήταν μόνο αυτή. Οι άλλες χιονονιφάδες, όταν βγήκαν από τα καταφύγια τους είχαν το ίδιο τέλος με αυτήν.

Από τότε πέρασε κάμποσος καιρός. Το νερό εξακολουθούσε να μένει στην ίδια θέση. Ο ήλιος έκανε τόση ζέστη με αποτέλεσμα το νερό να εξατμίζετε. Το νερό εξατμίστηκε και έγινε αέρας. Ο αέρας σχημάτισε τη μορφή μιας κοπέλας. Η κοπέλα είχε πολύ μακριά μαλλιά, αραχνοΰφαντο μακρύ φόρεμα και πετούσε στον αέρα. Αυτή η κοπέλα ήταν η Λευκούλα. Η Λευκούλα άνοιξε τα μάτια της, είδε που ήταν πάλι στην ίδια θέση και αναρωτήθηκε…:

Μα γιατί είμαι ξανά εδώ αφού έλιωσα! Γιατί πετάω;

Είδε πως απέναντί της βρισκόταν μια λίμνη. Την πλησίασε και κοίταξε το είδωλό της μέσα της. Στην αρχή ξαφνιάστηκε αλλά μετά κατάλαβε τι είχε συμβεί. Χαρούμενη, ανέβηκε ψηλά στον ουρανό και άρχισε να πετάει. Καθώς πετούσε συνάντησε στον ουρανό την Άσπρη με τη Ψυχρούλα, οι οποίες είχαν γίνει και αυτές αέρινες νεράιδες. Όλη την μέρα την πέρασαν παίζοντας, χορεύοντας και κάνοντας διάφορα ακροβατικά. Το απόγευμα έφυγαν από τον κάμπο γιατί τώρα που μπορούσαν να πετάξουν ήθελαν να ταξιδέψουν σε άλλα μέρη.

Από τότε οι τρεις φίλες έζησαν ευτυχισμένες. Ταξίδεψαν

σε πάρα πολλά μέρη και έζησαν πολλές περιπέτειες. Που και που

πήγαιναν στη χώρα των χιονονιφάδων και

θυμόταν τα παλιά…

ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ

ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΕΥΗ ΚΑΠΑΤΖΙΑ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2015

Το μαγικό βοτάνι.

Στα πολύ παλιά τα χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν πολυτέλειες, ζούσε σε μια πεδινή περιοχή ένα κοριτσάκι.

Το όνομά του ήταν Τσέκλη. Είχε κόκκινα μακριά μαλλιά, μεγάλα πράσινα μάτια και φορούσε ένα κοραλί φόρεμα.

Ήταν καλή, έξυπνη, καλόκαρδη, προκομμένη και καλή μαθήτρια. Ήταν τόσο καλή που όλοι οι δάσκαλοι την αγαπούσαν και έπαιρνε πάντα καλούς βαθμούς.

Οι γονείς της ήταν περήφανοι για αυτήν και έλεγαν ότι είχε μυαλό ξυράφι. Η μικρή Τσέκλη θα έπρεπε να ήταν ευτυχισμένη με όλα αυτά τα καλά, μα στην πραγματικότητα δεν ήταν!

Ήταν δυστυχισμένη γιατί τα παιδιά στο σχολείο την κορόιδευαν επειδή το πρόσωπό της ήταν στρόγγυλο, τόσο στρόγγυλο που έμοιαζε με ντομάτα ή καλύτερα με σφαίρα. Για αυτό ήταν λυπημένη και πολλές φορές ευχόταν να είχε ένα κανονικό πρόσωπο όπως τα άλλα παιδιά. Οι γονείς της τής έλεγαν να μην τους δίνει σημασία και πως ήταν όμορφη… αλλά εκείνη δεν άκουγε κανέναν!

Μια μέρα, καθώς η Τσέκλη επέστρεφε από το σχολείο συνάντησε σε ένα χωράφι που ήταν στο δρόμο της έναν γέρο γεωργό που όργωνε το χωράφι του. Αγκομαχούσε καθώς όργωνε και φαινόταν πολύ εξαντλημένος. Το κοριτσάκι τον λυπήθηκε και έτρεξε να τον βοηθήσει.

Αφού το όργωμα τελείωσε ο γεωργός της είπε…:

-Σε ευχαριστώ που με βοήθησες!

-Δεν κάνει τίποτα παππούλη.

-Για να ξεπληρώσω την βοήθειά σου θα πραγματοποιήσω την πιο μεγάλη σου επιθυμία. Πες μου, ποια είναι;

Το κορίτσι ξαφνιάστηκε, πώς ήταν δυνατόν ένας γέρος να μπορεί να εκπληρώνει ευχές; Επειδή νόμιζε ότι της έκανε πλάκα του είπε…:

-Σας παρακαλώ μην αστειεύεστε. Εξάλλου πώς μπορείτε εσείς, ένας απλός γεωργός να πραγματοποιήτε ευχές;

-Όλα γίνονται στη ζωή…της απάντησε εκείνος.

Η μικρή Τσέκλη κατάλαβε πως ο γέρος της έλεγε

την αλήθεια. Έτσι λοιπόν του είπε…:

-H ευχή μου είναι να ομορφύνει το πρόσωπό μου!

-Η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί! Περίμενε εδώ για λίγο…της είπε ο γεωργός και κατευθύνθηκε προς την καλύβα του, που ήταν ακριβώς στη μέση του χωραφιού του. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο γεωργός εμφανίστηκε κρατώντας ένα περίεργο φυτό στο χέρι του. Ήταν κοντό, είχε παράξενα χρώματα και άστραφτε στο φως του ήλιου. Έδωσε το φυτό στη μικρή και της είπε…:

-Αυτό δεν είναι ένα οποιοδήποτε φυτό, είναι ένα μαγικό βοτάνι! Αν το τοποθετήσεις μέσα σε μια κατσαρόλα με νερό και το βράσεις για δυο ώρες θα γίνει ένα υγρό φάρμακο που αν αλείψεις με αυτό το πρόσωπό σου θα γίνει πολύ όμορφο!Προσοχή όμως! Ποτέ μην το βάλεις στα μάτια σου!

Αυτά ήταν τα λόγια του και εξαφανίστηκε! Η Τσέκλη ήταν πολύ χαρούμενη που επιτέλους θα πραγματοποιούνταν η επιθυμία της! Όταν έφτασε στο σπίτι της πήγε κατευθείαν στη κουζίνα και αφού έβαλε το βοτάνι σε μια κατσαρόλα με νερό άρχισε να το βράζει!

Η μητέρα της δεν την άφηνε να πηγαίνει στην κουζίνα αλλά εκείνη τη στιγμή έλειπε από το σπίτι και αυτή βρήκε την ευκαιρία και έκανε ανενόχλητη τη δουλειά της!

Οι δυο ώρες πέρασαν και το φάρμακο ήταν έτοιμο! Η Τσέκλη το πήρε και άρχισε να αλείφει με αυτό το πρόσωπό της! Όσο περίσσεψε το έβαλε σε ένα μπουκαλάκι και το έκρυψε στο δωμάτιό της. Μετά από όλο αυτό έτρεξε στο μπάνιο και κοίταξε στο καθρέφτη για να δει το πρόσωπό της. Περίμενε, περίμενε αλλά δεν άλλαζε τίποτα. Το πρόσωπό της εξακολουθούσε να παραμένει στρογγυλό!

-Μάλλον μου είπε ψέματα ο γέρος. Το βοτάνι που μου έδωσε δεν ήταν μαγικό αλλά ένα απλό χόρτο…είπε απογοητευμένη

και έφυγε από το μπάνιο. Το βράδυ πριν κοιμηθεί σκεφτόταν όλα όσα έγιναν εκείνη τη μέρα και μονολόγησε…:

-Ποτέ δεν θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία μου!

Την επόμενη μέρα όταν ξύπνησε και πήγε στο μπάνιο για να χτενίσει τα μαλλιά της αυτό που είδε στον καθρέφτη την έκανε να μείνει με το στόμα ανοιχτό! Το πρόσωπό της δεν ήταν άλλο στρόγγυλο όπως πριν, αλλά όμορφα καλοφτιαγμένο και έλαμπε σαν την σελήνη!

-Τελικά ο γέρος μου είπε την αλήθεια!…μονολόγησε χαρούμενη θαυμάζοντας αυτό που έβλεπε!

Όταν πήγε το πρωί στο σχολείο οι συμμαθητές της ξαφνιάστηκαν με αυτή την αλλαγή…:

-Πω πω Τσέκλη, τι ωραίο πρόσωπο που έχεις!

-Λάμπει σαν τη σελήνη! Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω ξαναδεί τόσο ωραίο πρόσωπο!

Αυτά κι άλλα πολλά λόγια της έλεγαν οι συμμαθητές της

κι εκείνη έλαμπε από την χαρά της! Όλα τα παιδιά άρχισαν να την κάνουν παρέα και σταμάτησαν να την κοροϊδεύουν.

Οι μέρες περνούσαν ευχάριστα για την Τσέκλη, ώσπου μια μέρα ήρθε στην τάξη ένας καινούργιος μαθητής.

Αυτός ο μαθητής μπορεί να μην ήταν τόσο όμορφος, αλλά τα μάτια του ήταν πάρα πολύ ωραία. Ήταν μπλε σαν της θάλασσας! Όλα τα παιδιά άρχισαν να κάνουν με αυτόν παρέα. Κανένας δεν ενδιαφερόταν για το όμορφο πρόσωπο του κοριτσιού! Εκείνη θύμωσε με όλα αυτά που συνέβησαν!

-Γιατί κάνετε παρέα με αυτόν αντί με εμένα, εγώ έχω το πιο ωραίο πρόσωπο του σχολείου!…τους φώναζε χωρίς να την δίνει κανένας σημασία.

Στην πραγματικότητα η Τσέκλη ζήλευε τον καινούριο μαθητή, ήθελε εκείνη να έχει τα πιο ωραία μάτια. Τότε, θυμήθηκε το φάρμακο που είχε φυλαγμένο στο μπουκάλι και σκέφτηκε…:

<<Αφού το φάρμακο έκανε το πρόσωπό μου όμορφο,

σίγουρα θα κάνει το ίδιο όμορφα τα μάτια μου!>>

Έτσι λοιπόν, όταν επέστρεψε στο σπίτι από το σχολείο της, πήρε το μπουκάλι που είχε κρυμμένο στο δωμάτιό της και με το λιγοστό φάρμακο που είχε άρχισε να αλείφει τα μάτια της. Όμως ξέχασε τα λόγια του γέρου που της είχε πει να μη βάλει ποτέ από αυτή την αλοιφή στα μάτια της.

Χαρούμενη, σίγουρη για το αποτέλεσμα, διάβασε τα μαθήματά της, έπαιξε με την παρέα της και το βράδυ έπεσε να κοιμηθεί ανυπομονώντας να έρθει η επόμενη μέρα.

Το πρωί ήρθε και η μικρή με το που ξύπνησε έτρεξε στον καθρέφτη να δει τα μάτια της. Αυτό που αντίκρισε όμως την άφησε με το στόμα ανοιχτό! Τα μάτια της είχαν γίνει μικρά σαν χάντρες και ήταν κατακόκκινα! Η Τσέκλη ξαφνιάστηκε και απόρησε που έγιναν έτσι τα μάτια της αφού είχε ξεχάσει την προειδοποίηση του γέρου!

Όταν πήγε στο σχολείο, έγινε κάτι παράξενο. Οι συμμαθητές της μόλις την είδαν δεν την κορόιδεψαν, αντίθετα άρχισαν να τρέχουν μακριά της. Βλέπετε η αλλαγή της ήταν τόσο τρομαχτική που όλοι άρχισαν να την φοβούνται! Κανένας δεν την μιλούσε και ούτε την πλησίαζε!

Η Τσέκλη ήτανε πάλι μόνη και μονολογούσε…:

<<Κοίτα πως κατάντησα, ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά κατάφερα πάλι να τους κάνω να με αποφεύγουν. Τελικά καλύτερα ήμουν όταν το πρόσωπό μου ήταν στρόγγυλο!>>

Μια μέρα, καθώς ήταν μόνη της στο διάλειμμα και χαμένη στις σκέψεις της είδε να έρχεται από μακριά ένα αγόρι. Ήταν ο καινούργιος μαθητής. Ο Σάμαν, έτσι τον έλεγαν εκτός από τα ωραία μάτια που είχε ήταν και πολύ πονετικός με πολύ καλό χαρακτήρα. Είδε την Τσέκλη που ήταν λυπημένη, την πλησίασε και την ρώτησε…:

-Γιατί είσαι λυπημένη;

Η Τσέκλη τον κοίταξε. Τι δουλειά είχε αυτός να έρθει σε εκείνη; Αφού όλοι την φοβούνται! Βλέποντας όμως το βλέμμα του που ήταν φιλικό και πονετικό του διηγήθηκε την ιστορία της. Αυτός την άκουσε προσεχτικά και μόλις τελείωσε της είπε…:

-Άμα θέλεις να σε συμπαθήσουν τα υπόλοιπα παιδιά, πρέπει να φέρεσαι ευγενικά και καλά! Όπως λέει η γιαγιά μου, δεν έχει σημασία η ομορφιά της εξωτερικής μας εμφάνισης, αλλά της ψυχής μας!

Το κορίτσι έκανε ότι της είπε. Την άλλη μέρα πλησίαζε τους συμμαθητές της και τους φερόταν καλά! Υπεράσπιζε τα παιδιά που οι μεγαλύτεροι τα κορόιδευαν και όταν έβλεπε κάποιον να είναι λυπημένος πήγαινε κοντά του να τον παρηγορήσει. Οι συμμαθητές της βλέποντας πόσο καλή ήταν μαζί τους σταμάτησαν να την φοβούνται. Την έκαναν μέλος της παρέας τους και της ζήτησαν συγνώμη που την κορόιδευαν.

-Δεν πειράζει παιδιά, περασμένα ξεχασμένα…τους είπε εκείνη.

Μάλιστα ευχαρίστησε τον Σάμαν, για την συμβουλή που της έδωσε και τον έκανε τον πιο καλό της φίλο!

Έτσι πέρασε η ώρα του σχολείου, ήρεμα και ευχάριστα ώσπου ήρθε η ώρα να σχολάσουν. Τα παιδιά επειδή δεν είχαν τίποτα για διάβασμα κανόνισαν μετά το φαγητό να βγούνε έξω στην πλατεία να παίξουν. Έτσι και έγινε. Βρέθηκαν όλα μαζί και πέρασαν καταπληκτικά! Το βράδυ ήρθε και το παιχνίδι σταμάτησε. Τα παιδιά επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ήταν η ωραιότερη μέρα της Τσέκλης!

Φτάνοντας στο σπίτι της ενθουσιασμένη είπε πως πέρασε στους γονείς της και πήγε στο μπάνιο να πλυθεί. Όπως κοιτάχτηκε στο καθρέφτη είδε ότι τα μάγια είχαν διαλυθεί και τόσο το πρόσωπό της όσο και τα μάτια της είχαν γίνει όπως πριν! Η μικρή χάρηκε πολύ και έπεσε να κοιμηθεί τρισευτυχισμένη!!!

Από τότε έπαψε να στεναχωριέται, έκανε πολλές παρέες και έζησε ευτυχισμένη για πάντα! Μάλιστα πήρε ένα σημαντικό μάθημα που θα το θυμόταν για όλη της την ζωή.

Δεν έχει σημασία η ομορφιά της εξωτερικής μας

εμφάνισης, αλλά η ομορφιά της ψυχής μας!!!

Ψέματα ή αλήθεια

έτσι λένε τα παραμύθια…

Σάββατο 11/07/2015

Εύη Καπατζιά.

Τα παραμύθια της Εύης

evikapa.wordpress.com

Το δάσος των φαγητών.

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε σε ένα απομακρυσμένο χωριό δίπλα στη θάλασσα ένας άντρας με τη γυναίκα του και τις δύο κόρες του. Το όνομά του ήταν

Μπόρλης και όλοι στο χωριό τον φώναζαν μπάρμπα-Μπόρλη. Έφτιαχνε ξύλινα

αγάλματα, τα φόρτωνε σε ένα ξύλινο καρότσι που είχε και τα πουλούσε στο χωριό του. Γυρνούσε στις γειτονιές και φώναζε…:

<<Πάρτε όμορφα αγάλματα για να στολίσετε το σπίτι σας, τις αυλές σας και όπου άλλο επιθυμείτε!>>

Όλοι οι συγχωριανοί του, μόλις τον έβλεπαν, έτρεχαν σε αυτόν για να πάρουν. Βλέπετε όλοι τα άρεσαν. Έτσι, έβγαζε πολλά χρήματα και ζούσε μαζί με την οικογένειά του ευτυχισμένοι χωρίς να τους λείπει τίποτα.

Ήρθε όμως μια χρονιά που συνέβη κάτι άσχημο για τον μπάρμπα-Μπόρλη και φτώχυνε! Εκείνη την εποχή είχαν εφευρεθεί τα μαρμάρινα αγάλματα και από τότε αυτά προτιμούσε και αγόραζε ο κόσμος. Κανένας δεν ενδιαφερόταν και δεν αγόραζε τα ξύλινα αγάλματα! Ο μπάρμπα-Μπόρλης στεναχωριόταν πολύ γιατί η δουλειά του δεν πήγαινε καθόλου καλά, έφτασε να μη μπορεί να πουλήσει ούτε ένα αγαλματάκι.

Τα χρήματα τους τελείωναν και η οικογένεια του φτώχυνε! Έφτασαν να μην έχουνε να φάνε!

Η γυναίκα του έκανε τώρα τη μοδίστρα και ο ίδιος έβαλε ένα λαχανόκηπο και μερικά δέντρα σε ένα χωραφάκι που είχε για να μπορούνε να βγάλουν τα απαραίτητα, για να ζήσουν! Παρόλα αυτά, τα χρήματα που έβγαζαν ήταν τόσο λίγα που δεν μπορούσαν να αγοράσουν αυτά που ήθελαν, όπως καινούργια ρούχα, παπούτσια και βιβλία που χρειαζόταν για το σχολείο. Καθόλου δεν παραπονιόταν όμως γιατί ήξεραν ότι υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι που ήταν χειρότερα από αυτούς.

Ένα πρωί, όταν τα παιδιά του έλειπαν στο σχολείο, ο μπάρμπα-Μπόρλης είπε στη γυναίκα του…:

Γυναίκα, κάτι πρέπει να κάνουμε, δεν πάει άλλο αυτή η ζωή. Κοίτα πως καταντήσαμε! Παλιά ήμασταν πλούσιοι και τώρα δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα!

-Τι θες να κάνουμε άντρα μου;…είπε η γυναίκα του.

-Αποφάσισα να ψάξω μια δουλειά στην πόλη Πέκλη. Θα σας στέλνω χρήματα με το ταχυδρομείο..

-Τρελάθηκες άντρα μου; Η Πέκλη είναι πολύ μακριά από εδώ και ξέρεις πολύ καλά πως δεν μπορείς να πληρώσεις μεταφορικό μέσο!

-Δεν πειράζει θα πάω με τα πόδια, θα τα καταφέρω…Όσοι πήγαν εκεί βρήκαν δουλειά και έγιναν πλούσιοι! Θα φύγω σήμερα κιόλας!

Έτσι με αυτά τα λόγια κατάφερε να τη πείσει και ξεκίνησε για τον προορισμό του

παίρνοντας το δρόμο που οδηγούσε στο δάσος.

Η μέρα ήταν ζεστή και ο ήλιος έλαμπε ψηλά στον ουρανό αγκαλιάζοντας με τις

ηλιαχτίδες του όλο το τοπίο. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος χωρίς να έχει ούτε ένα συννεφάκι. Τα πουλάκια κελαηδούσαν πάνω στα κλαδιά των δέντρων και τα λουλουδάκια χόρευαν με τον άνεμο! Όλο το δάσος ήταν τόσο όμορφο που αν ήσουν εκεί θα νόμιζες πως ήσουν στο Παράδεισο! Ο Μπόρλης περπατούσε θαυμάζοντας

γύρω του όλη αυτή την ομορφιά και μια γαλήνη ένιωθε στη ψυχή του.

Ξαφνικά όμως καθώς περπατούσε, κατάμαυρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και όλα σκοτείνιασαν! Ακούστηκε μια δυνατή βροντή κι άρχισε να βρέχει δυνατά! Παρόλο που είχε γίνει μούσκεμα δε σταμάτησε το περπάτημα, ήθελε να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στη Πέλκη για να βρει τη δουλειά που είχε τόσο ανάγκη!

Η βροχή και ο αέρας δυνάμωσαν τόσο πολύ που τον ανάγκασαν τελικά να αλλάξει γνώμη. Άρχισε να ψάχνει μέρος για να προστατευτεί. Γρήγορα ανακάλυψε μια σπηλιά και μπήκε μέσα…

<<Εδώ θα μείνω και όταν θα κοπάσει η μπόρα θα συνεχίσω το δρόμο μου.

Άραγε θα καταφέρω να φτάσω στον προορισμό μου;>>

Σκέφτηκε ο μπάρμπα-Μπόρλης…

Όταν κάθισε κάτω ήταν τόσο κουρασμένος που αποκοιμήθηκε. Όταν άνοιξε τα μάτια του, η βροχή είχε σταματήσει και είχε μόνο συννεφιά. Σηκώθηκε, βγήκε από την σπηλιά και πήρε το δρόμο για τη Πέλκη. Η καταστροφή στο δάσος από την κακοκαιρία ήταν μεγάλη. Τα δέντρα έχασαν τα φύλλα τους, τα λουλούδια ξεριζώθηκαν και το δάσος στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν πλημμυρισμένο.

Περπάτησε αρκετά και ο καιρός άρχισε πάλι τα ίδια. Ο μπάρμπα-Μπόρλης άρχισε πάλι να ψάχνει ένα μέρος για να προφυλαχτεί. Όπως έψαχνε βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη πύλη. Ήταν φτιαγμένη από αστραφτερό χρυσό και είχε ζωγραφισμένα διάφορα φαγητά. Με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα έγραφε πάνω της…

<<ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΦΑΓΗΤΩΝ>>

Ο άντρας έμεινε ακίνητος να κοιτάει την πύλη…

Δάσος των φαγητών; Τι είναι αυτό; Σίγουρα μπορεί να είναι ένα δάσος που κατοικούν ληστές. Καλύτερα να μην πλησιάσω…μονολόγησε.

Μόλις όμως άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες άλλαξε γνώμη, άνοιξε την πύλη και μπήκε γρήγορα μέσα. Αυτό που αντίκρισε τον άφησε έκπληκτο!

Το δάσος αυτό ήταν διαφορετικό από τα συνηθισμένα δάση που ήξερε. Το έδαφός του αντί να έχει χόρτα, είχε πορτοκαλί κοντά μακαρόνια. Αντί να φυτρώνουν φυσιολογικά λουλούδια, φύτρωναν γλειφιτζουρένιες μαργαρίτες, καραμελένιες τουλίπες και σοκολατένια γιασεμιά. Ακόμα και τα δέντρα του ήταν διαφορετικά. Ο κορμός τους ήταν από κόκκινο κρέας. Πάνω στα κλαδιά τους φύτρωναν κοτόπουλα ψητά,σουβλάκια, ψωμιά και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς! Όλη η ατμόσφαιρα μύριζε υπέροχα ενώ ο καιρός εκεί ήταν εντελώς διαφορετικός. Δεν είχε ούτε βροχή, ούτε αέρα αλλά μια ηλιόλουστη μέρα! Ο μπάρμπα-Μπόρλης άρχισε να περπατάει μέσα σε αυτό το παράξενο τοπίο θαυμάζοντας όλα τα παράξενα που έβλεπε. Ξαφνικά εκεί που περπατούσε αμέριμνος, σταμάτησε απότομα. Κάποιος ήτανε μπροστά του, κοίταξε καλύτερα και είδε πως ήταν μια όμορφη γυναίκα. Είχε καστανά πυκνά μακριά μαλλιά, φορούσε ένα κοντό χρυσαφένιο πορτοκαλί φόρεμα και κρατούσε στο χέρι της μια κουτάλα. Η γυναίκα τον πλησίασε και αφού τον χαιρέτισε του είπε ευγενικά…:

-Καλώς ήρθες στο δάσος των φαγητών. Είμαι η νεράιδα αυτού του μέρους. Θέλετε κάτι;

Ο μπάρμπα-Μπόρλης δεν της απάντησε, παρέμεινε ακίνητος να την κοιτάζει. Ήταν τρομαγμένος γιατί… τότε δεν υπήρχαν άντρες κλέφτες αλλά γυναίκες. Τι έκαναν αυτές; Ντύνονταν με όμορφα ακριβά ρούχα, πήγαιναν στα μαγαζιά και τις ταβέρνες για να φλερτάρουν του άντρες οι οποίοι αμέσως τις ερωτεύονταν! Αυτές τότε έβρισκαν την ευκαιρία τους απειλούσαν και τους έκλεβαν ό,τι πολύτιμο είχαν. Μερικές από αυτές μάλιστα ήταν τόσο κακές που στο τέλος τους δηλητηρίαζαν για να τους ξεφορτωθούν! Ο μπάρμπα-Μπόρλης φοβήθηκε μήπως και αυτή η κοπέλα ήταν μία από αυτές. Η νεράιδα κατάλαβε τη σκέψη του και του είπε…:

Είμαι πραγματική νεράιδα, δεν είμαι κλέφτρα. Ποιο είναι το όνομά σας;

Ο άντρας πήρε θάρρος και απάντησε…:

Το όνομά μου είναι Μπόρλης αλλά όλοι στο χωριό μου με φωνάζουν μπάρμπα-Μπόρλη.

Η νεράιδα τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω προσεχτικά και του είπε…:

-Είστε βρεγμένος, πεινασμένος και φτωχικά ντυμένος . Ελάτε μαζί μου για να σας προσφέρω κάτι να φάτε.

Πράγματι, όταν έφυγε από το σπίτι του δεν έφαγε τίποτα και πεινούσε τρομερά. Ακολούθησε λοιπόν την νεράιδα. Όταν έφτασαν στο κατάλληλο μέρος η νεράιδα κούνησε τη μαγική κουτάλα της και μια μαγική χρυσή σκόνη σκέπασε όλο αυτό το μέρος που ήταν για δύο λεπτά. Η σκόνη εξαφανίστηκε και εμφανίστηκε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι που ήταν στρωμένο με όλα τα είδη φαγητών που υπήρχαν στο δάσος.

Υπήρχε μία καρέκλα ενώ δίπλα στο τραπέζι υπήρχαν κρεμασμένες στον τοίχο τέσσερις ασημένιες κρεμάστρες. Στην πρώτη κρεμάστρα είχε κρεμασμένο ένα αντρικό μοντέρνο κοστούμι, η δεύτερη κρεμάστρα είχε ένα μακρύ βυσσινί φόρεμα, ενώ στη τρίτη και τέταρτη είχε κρεμασμένα δύο χαριτωμένα φορεματάκια. Το ένα ήταν θαλασσί και το άλλο κανελί. Ο ήρωας μας τα κοιτούσε όλα αυτά με το στόμα ανοιχτό…

Αυτά τα φαγητά είναι στρωμένα για εσάς, αυτά τα ρούχα ανήκουν σε εσάς και στην οικογένειά σας. Καθίστε... του είπε η νεράιδα τραβώντας την καρέκλα για να καθίσει.

Ο μπάρμπα-Μπόρλης κάθισε στη καρέκλα και άρχισε να τρώει. Όλα ήταν τόσο νόστιμα που έτρωγε αργά για να τα απολαμβάνει. Όταν τελείωσε το φαγητό του φόρεσε το καινούργιο του κοστούμι, πήρε και τα υπόλοιπα ρούχα και αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο σπίτι του. Είπε λοιπόν στην καλή νεράιδα…:

Σας ευχαριστώ πολύ για όλα όσα κάνατε για μένα, θα γυρίσω πίσω στο σπίτι μου.

-Είναι μακριά το σπίτι σας;… τον ρώτησε η νεράιδα.

Ναι, είναι. Αλλά θα τα καταφέρω.

Ξαφνικά, θυμήθηκε ότι έξω από αυτό το μαγεμένο μέρος είχε καταιγίδα. Πώς θα κατάφερνε να γυρίσει στο σπίτι του; Η καλή νεράιδα κατάλαβε πάλι την σκέψη του και του είπε…:

Μην στεναχωριέστε, εγώ θα σας μεταφέρω στο σπίτι σας με το μαγικό μου ραβδί. Πριν το κάνω σας δίνω αυτό το σάκο. Έχει μέσα σπόρους φαγητού. Αν τους αφήνετε στο τραπέζι θα βγαίνουν φαγητά για να ταΐζετε την οικογένειά σας. Τέλος, θέλω να μου υποσχεθείτε ότι δε θα πείτε τίποτα σε κανέναν για όλα όσα είδατε εδώ!

Αυτά του είπε και κούνησε το μαγικό ραβδί της. Μια μαγική ροζ σκόνη σκέπασε τον μπάρμπα-Μπόρλη και πριν το καταλάβει καλά καλά βρέθηκε μέσα στο σπίτι του! Η γυναίκα του εκείνη τη στιγμή κρατούσε ένα τσουκάλι και πήγαινε να ετοιμάσει το βραδινό φαγητό. Μόλις τον αντίκρισε μπροστά της τρόμαξε και ξαφνιάστηκε τόσο πολύ, που το τσουκάλι που κρατούσε της έπεσε από τα χέρια κάνοντας δυνατό κρότο.

Τα κοριτσάκια, που έπαιζαν εκείνη την ώρα με κάτι τρύπιες κούκλες, ξαφνιάστηκαν και αυτά όταν είδαν τον πατέρα τους. Παρόλα αυτά, σηκώθηκαν και έτρεξαν για να τον αγκαλιάσουν. Ο μπάρμπα-Μπόρλης αγκάλιασε τα παιδιά του, τους έδωσε τα δύο φορεματάκια που του έδωσε η νεράιδα των φαγητών. Μόλις τα είδαν χάρηκαν τόσο πολύ, που τα πήραν και έτρεξαν μέσα στο δωμάτιό τους για να τα δοκιμάσουν. Μετά από αυτό πήγε κοντά στη γυναίκα του η οποία εξακολουθούσε να στέκεται ακίνητη, κοιτάζοντάς τον με απορία. Ο μπάρμπα-Μπόρλης της διηγήθηκε την ιστορία του. Για το δάσος των φαγητών,τη νεράιδα και για τα πράγματα που του έδωσε. Η γυναίκα του άκουγε με προσοχή όλα όσα της έλεγε ο άντρας της. Όταν τελείωσε του είπε…:

Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία και πόσο καλή αυτή η νεράιδα που μας έδωσε όλα αυτά τα δώρα!

-Ναι, ήταν πολύ καλή. Όμως , δεν πρέπει αυτά να τα πούμε σε κανένα. Εντάξει;

-Εντάξει!

Σε λίγο ήρθαν και τα κορίτσια, φορώντας τα καινούργια τους ρούχα. Αφού έστρωσαν το τραπέζι και έγιναν οι μαγικοί σπόροι φαγητά, κάθισαν να φάνε. Η οικογένεια ήταν πολύ χαρούμενη που επιτέλους είχαν να φάνε ένα πλουσιοπάροχο γεύμα και μάλιστα πολύ νόστιμο! Μόλις τελείωσαν το φαγητό τους μάζεψαν τα πιάτα και έπεσαν να κοιμηθούν. Ο άντρας καθώς ξάπλωσε στο κρεβάτι, σκεφτόταν

όλα όσα είχαν συμβεί εκείνη την μέρα και ευχαρίστησε με την καρδιά του τη νεράιδα

που χωρίς αυτήν δε θα συνέβαιναν όλα αυτά τα καλά!

Οι μέρες περνούσαν και η ζωή της οικογένειας καλυτέρεψε αρκετά. Όποτε πεινούσαν, τοποθετούσαν τους μαγικούς σπόρους στο τραπέζι και μεταμορφωνόταν

σε νοστιμότατα φαγητά. Το χαμόγελο επέστρεψε στα πρόσωπά τους.

Ένα απόγευμα, καθώς ο μπάρμπα-Μπόρλης πήγαινε στην ταβέρνα για να συζητήσει με τους φίλους του, είδε κρεμασμένη σε μια κολόνα μια αφίσα. Περίεργος , πλησίασε την κολόνα για να δει τι έγραφε. Η αφίσα έλεγε ότι ο βασιλιάς της περιοχής ήθελε ένα μάγειρα και ότι όσοι νόμιζαν ότι μαγείρευαν καλά να παρουσιαστούν στο βασιλιά για να δοκιμάσει τα φαγητά τους. Όποιον διάλεγε θα τον έκανε μάγειρα του παλατιού και θα του έδινε πολλά χρήματα.

Ο μπάρμπα-Μπόρλης όταν την διάβασε σκέφτηκε να πάει και αυτός εκεί, για να δοκιμάσει την τύχη του. Έτσι αφού πήγε στο σπίτι του για να πάρει ένα φαγητό, ξεκίνησε για το παλάτι.

Όταν έφτασε εκεί, στην μεγαλοπρεπή αυλή του παλατιού συνάντησε πολλούς διάσημους μάγειρες. Φορούσαν πλούσια, υπέροχα, χρωματιστά ρούχα. Στα χέρια τους κρατούσαν υπέροχες λιχουδιές. Ένας μάγειρας κρατούσε μια τεράστια τούρτα σοκολάτας, ένας άλλος είχε μια μεγάλη ζουμερή μπριζόλα και πόσοι άλλοι με διάφορα φαγητά και γλυκά που μόνο που τα έβλεπες σου έτρεχαν τα σάλια!

Ο μπάρμπα-Μπόρλης κρατούσε ένα πιάτο που είχε μόνο ένα κοτόπουλο. Όλοι τους τον κοιτούσαν παράξενα χωρίς όμως να ξέρουν πώς το έκανε και το μυστικό του. Όλοι τους άρχισαν να τον σχολιάζουν…:

-Τι δουλειά έχει ένας απλός χωρικός σε αυτόν το διαγωνισμό;

-Σιγά μη κερδίσει!

-Ενώ εμείς έχουμε υπέροχα φαγητά, αυτός έχει μόνο ένα κοτόπουλο!

Εκείνος όμως δεν τους έδινε καθόλου σημασία. Μετά από λίγο εμφανίστηκε ο βασιλιάς. Όταν τον είδαν να περνάει όλοι υποκλήθηκαν! Ο βασιλιάς έκατσε στο χρυσό του θρόνο, διέταξε το πλήθος να σηκωθεί και να περάσει ένας-ένας από μπροστά του για να δοκιμάσει τα φαγητά τους. Οι μάγειρες μπήκαν σε μια σειρά και άρχισαν να περνάνε μπροστά από το βασιλιά. Ο βασιλιάς δεν ενθουσιάστηκε με κανένα φαγητό και τελευταίος έμεινε ο μπάρμπα-Μπόρλης . Όταν τον είδε ο βασιλιάς γέλασε ειρωνικά αλλά από περιέργεια δοκίμασε.

Με τη πρώτη μπουκιά όμως ξετρελάθηκε και το έφαγε όλο!

-Αυτό που έφαγα ήταν το πιο νόστιμο φαγητό που έφαγα ποτέ! Εσύ θα γίνεις ο μάγειρας του παλατιού! …είπε με ενθουσιασμό!

Έτσι αυτός κέρδισε το διαγωνισμό και μια θέση στο παλάτι. Οι υπόλοιποι απογοητευμένοι επέστρεψαν στα σπίτια τους. Από εκείνη τη μέρα άρχισε να μαγειρεύει για το βασιλιά και την οικογένειά του.

Πήγαινε στο παλάτι κάθε πρωί και έφευγε το απόγευμα για να πάει στο σπίτι του να ξεκουραστεί. Έβγαζε πολλά χρήματα και μπορούσαν να έχουν στο σπίτι ότι θέλουν. Κάπου κάπου επισκεπτόταν την καλή νεράιδα και του έδινε συμβουλές, μάλιστα του χάρισε και ένα βιβλίο που είχε πολλά μυστικά για τα φαγητά. Τους μαγικούς σπόρους τους έδωσε στη γυναίκα του γιατί δεν τους χρειαζόταν άλλο. Όλα πήγαιναν μια χαρά, μάλιστα καλύτερα από ότι περίμενε ο μπάρμπα-Μπόρλης.

Ο βασιλιάς είχε μια έφηβη κόρη την Κάμελοτ. Ήταν πολύ όμορφη. Είχε μακριά μεταξένια καστανοκόκκινα μαλλιά, φορούσε ένα βυσσινί μεταξένιο φόρεμα γεμάτο πολύτιμους λίθους και τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα σαν το ρόδι. Σαν αγγελάκι ήταν! Όμως όσο όμορφη εμφάνιση είχε τόσο κακιά ήταν η ψυχή της! Ο χαρακτήρας της ήταν πολύ άσχημος, ήταν γκρινιάρα, ζηλιάρα, πονηρή και γενικά έκανε όλο τον κόσμο άνω-κάτω! Η πριγκίπισσα αναρωτιόταν ποιο ήταν το μυστικό του μάγειρά τους και φτιάχνει τόσο νόστιμα φαγητά! Μέρες το σκεφτόταν ώσπου ένα πρωί καθώς ο μπάρμπα-Μπόρλης μαγείρευε στη κουζίνα τον πλησίασε και τον ρώτησε…:

Μάγειρα, ποιο είναι το μυστικό και φτιάχνεις τόσο νόστιμα φαγητά;

Ο μπάρμπα-Μπόρλης τα έχασε! Δεν ήξερε τι να απαντήσει! Επειδή ήταν καλός άνθρωπος και δεν έλεγε ψέματα, της είπε όλη την αλήθεια παρόλο που του είπε η νεράιδα να μη τίποτα σε κανέναν! Η πριγκίπισσα αφού έμαθε αυτό που ήθελε τον άφησε στη δουλειά του και έφυγε.

<< Γιατί να μη πάω και εγώ; Θα ξέρω να μαγειρεύω κι εγώ πολύ καλά και με τα

χρήματα που θα βγάζω θα αγοράζω ότι θέλω, ρούχα παιχνίδια χωρίς να ρωτάω κανέναν! Οι φίλες μου θα σκάσουν από την ζήλια τους!>>

Αυτά σκέφτηκε και αφού ενημέρωσε τους γονείς της ξεκίνησε για το δάσος των φαγητών. Περπάτησε, περπάτησε για πολλές ώρες ώσπου τελικά έφτασε στο μέρος όπου βρισκόταν η πύλη. Χωρίς δισταγμό την άνοιξε και όταν αντίκρισε το δάσος των φαγητών αισθάνθηκε…απαίσια!

-Αυτό είναι το δάσος που μου περιέγραψε ο μάγειρας μας; Τι απαίσιο! Παντού φαγητά υπάρχουν, ούτε ένα χορταράκι δεν υπάρχει! Είναι λες και είμαι μέσα σε κατσαρόλα!…μουρμούριζε η πριγκίπισσα μπαίνοντας μέσα.

Δεν πρόλαβε να κάνει τρία βήματα και ξαφνικά αντίκρισε μπροστά της μια γυναίκα, η οποία δεν ήταν άλλη από την νεράιδα. Πλησίασε την πριγκίπισσα και της είπε…:

-Καλώς ήρθατε στο δάσος των φαγητών, θα θέλατε κάτι;

-Θέλω να φάω!...της απάντησε αγενέστατα η Κάμελοτ.

-Όπως επιθύμητε. Ακολουθήστε με για να βρούμε το κατάλληλο μέρος.

-Πάλι περπάτημα; Όχι! Κάνε εδώ τα μαγικά σου!…της φώναξε η πριγκίπισσα.

-Καλά εντάξει. Μη φωνάζετε! …της είπε η νεράιδα.

Κούνησε το μαγικό ραβδί της και με τον ίδιο τρόπο όπως στον μπάρμπα-Μπόρλη εμφανίστηκε ένα τραπέζι γεμάτο υπέροχα φαγητά. Η πριγκίπισσα όμως πάλι δεν ήταν ευχαριστημένη!

-Αυτό το τραπέζι δεν είναι ιδανικό για τις πριγκίπισσες! Μόνο οι ανόητοι κάθονται σε τέτοια τραπέζια!

-Λυπάμαι, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς… της είπε η νεράιδα που είχε αρχίσει να θυμώνει!

Η πριγκίπισσα κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να τρώει. Έτρωγε τόσο λαίμαργα

που η νεράιδα την κοιτούσε με αηδία. Παρόλο που έτρωγε δε σταμάτησε να κάνει άσκημη κριτική! Η νεράιδα έχασε την υπομονή της και θυμωμένα της φώναξε…:

Είσαι πολύ κακιά! Μπορεί να είσαι εξωτερικά πολύ όμορφη αλλά η ψυχή σου είναι μαύρη σαν την πίσσα! Επειδή είσαι πλούσια νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις; Είσαι πολύ κακομαθημένη! Για να σε τιμωρήσω θα σου δώσω μια κατάρα. Άμα γυρίσεις στο σπίτι σου να γίνεις πολύ φτωχιά!

-Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι; Έχεις άσχημη συμπεριφορά απέναντί μου! Θα φύγω από αυτό το μέρος και θα επιστρέψω με τη φρουρά μου για να σε κλείσω στη φυλακή!…της φώναξε νευριασμένα η Κάμελοτ.

Σηκώθηκε από το τραπέζι, άνοιξε τη πύλη και έφυγε χωρίς καν να χαιρετίσει!

Όταν έφτασε στο παλάτι της συνέβηκε κάτι παράξενο. Πήγε να ανοίξει τις ασημένιες του πύλες αλλά οι φρουροί που ήταν εκεί δεν την άφησαν να μπει. Ξαναπροσπάθησε μα πάλι την εμπόδισαν…

-Γιατί δεν με αφήνετε να μπω;

-Έτσι, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να έρχεσαι εδώ!…της φώναξε ένας φρουρός.

-Γιατί δεν έχω το δικαίωμα; Είμαι η πριγκίπισσα. Σας διατάζω να παραμερίσετε!

-Δε δεχόμαστε διαταγές από μια ζητιάνα! ... της είπε ο ίδιος ο φρουρός.

-Ζητιάνα; …είπε ξαφνιασμένα και κοίταξε τα ρούχα της. Το όμορφο μεταξένιο βυσσινί γεμάτο πολύτιμους λίθους φόρεμά της είχε εξαφανιστεί και στη θέση του βρισκόταν ένα μπαλωμένο καφέ φόρεμα γεμάτο λεκέδες. Τα μάγουλά της έπαψαν να είναι κατακόκκινα και τα πόδια της ήταν ξυπόλητα.

-Πιστέψτε με, εγώ είμαι η πριγκίπισσα! Μια παρεξήγηση έγινε! …προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

-Η πριγκίπισσα είναι στο παλάτι. Της απάντησε ο δεύτερος φρουρός και της έδειξε ένα κορίτσι πλούσια ντυμένο να μαζεύει λουλούδια στον κήπο. Μόλις το είδε αυτό η Κάμελοτ άρχισε να ουρλιάζει!

-Σταμάτα να φωνάζεις! Αν δεν φύγεις αμέσως θα σε κλείσουμε στη φυλακή!…την απείλησαν τώρα και οι δύο φρουροί.

Η Κάμελοτ δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Καθώς έφευγε από εκεί σκεφτόταν την αιτία που κατάντησε έτσι. Θυμήθηκε τα γεγονότα που συνέβησαν εκεί και μετάνιωσε για την συμπεριφορά της. Μετάνιωσε ακόμα και για την συμπεριφορά της απέναντι στους υπηκόους της. Οι ώρες περνούσαν και κανένας από τους χωρικούς δεν ήθελε να τη φιλοξενήσει. Έφτασε στο τελευταίο σπίτι. Χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε μια ευγενική γυναίκα η οποία τη ρώτησε…:

-Τι θα ήθελες καλή μου;

-Θα ήθελα άμα μπορείτε να με φιλοξενήσετε.

-Φυσικά και μπορώ! Πέρνα μέσα, κάνε ένα μπάνιο και θα σου δώσω να φορέσεις καθαρά ρούχα…της είπε η γυναίκα η οποία δεν ήταν άλλη, από τη σύζυγο του μπάρπα-Μπόρλη.

Η κοπέλα μπήκε στο σπίτι, έκανε μπάνιο, φόρεσε το φόρεμα που της έδωσε η γυναίκα και κάθισε στην τραπεζαρία για να φάνε. Καθώς έτρωγαν η Κάμελοτ της διηγήθηκε την ιστορία της, για το πως κατάντησε έτσι. Τότε η γυναίκα της είπε…:

-Σε λυπάμαι που κατάντησες έτσι, αλλά δεν έπρεπε να συμπεριφερθείς έτσι στη νεράιδα!

-Κατάλαβα το λάθος μου, μετάνιωσα που ήμουν τόσο κακιά απέναντί της!

-Μην ανησυχείς, όταν θα γυρίσει ο άντρας μου από την δουλειά του θα του πω να πάει να πείσει τη νεράιδα να σε συγχωρέσει … της είπε η σύζυγος του μπάρμπα-Μπόρλη χτυπώντας την φιλικά στην πλάτη.

Την άλλη μέρα ο μπάρμπα-Μπόρλης πήγε στο δάσος των φαγητών για να μιλήσει

στη νεράιδα. Εκείνη τον άκουσε με προσοχή και τελικά έλυσε την κατάρα. Έτσι, η Κάμελοτ έγινε ξανά πριγκίπισσα και επέστρεψε στο παλάτι της. Από τότε άλλαξε και σταμάτησε να είναι γκρινιάρα και κακιά. Έγινε ένα καλό, πρόθυμο, ταπεινό και ευγενικό κορίτσι. Βοηθούσε τους υπηρέτες στις δουλειές που έκαναν. Φρόντιζε εκείνη τον κήπο και τάιζε τα ζωάκια που ήταν εκεί. Βοηθούσε τις φτωχές οικογένειες δίνοντας τις χρήματα. Η συμπεριφορά της άλλαξε τόσο πολύ προς το καλό που απόρησε και ο ίδιος ο βασιλιάς!

Όταν τα χρόνια πέρασαν και οι γονείς της πέθαναν, κυβέρνησε το βασίλειο με σοφία και δικαιοσύνη! Όσο για τον μπάρμπα-Μπόρλη και την οικογένειά του έζησαν ευτυχισμένοι για πάντα!

ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ

ΕΤΣΙ ΛΈΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το σκανταλιάρικο ξωτικό.

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε στο βόρειο Πόλο ένα ξωτικό, το όνομα του ήταν Μπουμπούκη.

Τον έλεγαν έτσι γιατί του άρεσαν τα λουλούδια. Του άρεσαν τόσο πολύ, ώστε εάν πήγαινες στο

δωμάτιό του θα έβλεπες ότι στο γραφείο του και σε κάθε ράφι του ήταν στολισμένα ωραία βάζα με λουλούδια. Ήξερε επίσης όλα τα είδη τους και είχε ένα σωρό βιβλία για αυτά.

Ο Μπουμπούκης είχε καφέ κοντά μαλλιά, φορούσε ένα ριγέ πουλόβερ, ένα πράσινο παντελόνι

και φυσικά ένα βυσσινί σκουφί. Είχε καλό χαρακτήρα, ήταν χαρισματικός, φιλικός, ευγενικός, μα δυστυχώς είχε ένα ελάττωμα … να κάνει σκανταλιές!

Ήταν ένας από τους βοηθούς του Άι-Βασίλη και στο εργαστήριο δεν έκανε τίποτα άλλο από το να πειράζει τους συνεργάτες του! Κανένα από τα άλλα ξωτικά δεν ήθελε να του κάνει παρέα.

Εκείνες τις μέρες πριν τη Πρωτοχρονιά τα ξωτικά είχαν μεγάλη κίνηση. Έπρεπε να φτιάξουν πάρα πολλά παιχνίδια ώστε να φτάσουν για να μοιραστούν σε όλο τον κόσμο. Εκείνες τις μέρες ο

Μπουμπούκης προσπαθούσε να σκεφτεί μια σκανταλιά για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μα όχι μια συνηθισμένη. Ήθελε να ήταν η πιο καταπληκτική και αξέχαστη σκανταλιά που έκανε ποτέ!

Σκεφτόταν , σκεφτόταν μα δεν έβρισκε! Οι μέρες περνούσαν και όλοι έκαναν πυρετώδεις

ετοιμασίες για τη Πρωτοχρονιά. Ο Άι-Βασίλης πήγε τους ταράνδους στον κτηνίατρο του Βόρειου Πόλου, για να τους εξετάσει και να τον ενημερώσει αν είναι υγιείς για να σύρουν το βαρύ έλκηθρο με τα πολλά δώρα που θα έχει. Τα ξωτικά είχαν τελειώσει με τη κατασκευή των παιχνιδιών και άρχισαν να τα πακετάρουν.

Πέρασαν οι μέρες, πέρασαν οι εβδομάδες και ήρθε η μεγάλη μέρα που όλοι περίμεναν. Τα ξωτικά είχαν τελειώσει το πακετάρισμα των δώρων και τώρα βοηθούσαν τον Άι-Βασίλη να τα βάλει στο έλκηθρο του για να είναι έτοιμα το βράδυ. Όταν τελείωσαν, πήγαν όλα να παίξουν στο πάρκο ευχαριστημένα γιατί έκαναν τη δουλειά τους σωστά! Μόνο ένα ξωτικό δεν βγήκε να παίξει, ο Μπουμπούκης. Βλέπετε, τελικά κατάφερε να σκεφτεί τη σκανταλιά που θα έκανε!

Τι έκανε λοιπόν;…Βγήκε από το εργαστήριο και στα κρυφά πήγε στο στάβλο όπου κοιμόταν οι τάρανδοι με το έλκηθρο. Σιγά-σιγά πήρε το σάκο με τα δώρα και περπατώντας στις μύτες των ποδιών του έφυγε από το στάβλο. Ύστερα έτρεξε πίσω από το εργαστήριο, έσκαψε μια λακκούβα και έκρυψε εκεί το σάκο. Έπειτα τον σκέπασε με χιόνι και έφυγε για την αυλή των ξωτικών λέγοντας από μέσα του…<<Μέσα σε αυτή τη λακκούβα δε θα το βρει κανείς. Χα, χα, χα!>>

Όταν ήρθε το απόγευμα, ο Άι-Βασίλης πήγε στο στάβλο για να ταΐσει τους ταράνδους του και παρατήρησε ότι ο σάκος του δεν ήταν εκεί!!

-Παράξενο, είπε.. εγώ θυμάμαι ότι τα δώρα τα φόρτωσα στο έλκηθρο. Ας πάω να ρίξω και μια ματιά στο γραφείο μου. Μπορεί να ξέχασα να τα φορτώσω και να τα άφησα εκεί!

Πήγε μέσα στο γραφείο του, έψαξε, μα δε βρήκε τίποτα. Ξαναπήγε στο στάβλο για να ξαναψάξει μα και πάλι τίποτα, δε βρήκε κανένα δώρο!!

-Τάρανδοι μου, μήπως ξέρετε που εξαφανίστηκαν τα δώρα;…ρώτησε ο Άι-Βασίλης τους ταράνδους του.

-Όχι, δε ξέρουμε...του απάντησαν εκείνοι.

Μα που εξαφανίστηκαν; Εγώ θυμάμαι ότι το πρωί τα φόρτωσα μαζί με τα ξωτικά για να είναι έτοιμα το βράδυ. Ποιος άραγε να τα έκλεψε;

Εκεί που ο Άγιος-Βασίλης συλλογιζόταν ακούστηκε μια ψιλή φωνή…:

-Άγιε-Βασίλη! Άγιε-Βασίλη!

-Ποιος είναι; Πού βρίσκεσαι;…ρώτησε ο Άγιος κοιτώντας τριγύρω του!

-Εδώ! Εδώ κάτω!…απάντησε η ψιλή φωνή!

Εκείνος κοίταξε κάτω και είδε ότι η ψιλή φωνή ήταν μια κούκλα πριγκίπισσα. Είχε ξανθά μαλλιά,

ροζ φόρεμα και κρατούσε στα χέρια της την τσάντα της . Ήταν ένα από τα παιχνίδια που είχαν φτιάξει τα ξωτικά για ένα μικρό κοριτσάκι που την επιθυμούσε πολύ. Άραγε γιατί δεν ήταν μέσα στο κουτί της;

-Πριγκίπισσα Κίκα! Τι κάνεις εδώ;…τη ρώτησε έκπληκτος.

-Άγιε-Βασίλη, από το ύφος σου καταλαβαίνω ότι αναρωτιέσαι γιατί δεν είμαι στο κουτί μου. Θα στα πω όλα, αλλά πρέπει να αρχίσω από την αρχή! Λοιπόν, ήμουν μέσα στο κουτί μου κάνοντας σκέψεις για το κοριτσάκι που θα με αποκτήσει. Ξαφνικά , το κουτί μου άρχισε να ταρακουνιέται, λες και γινότανε σεισμός..<<Μα τι γίνετε;>>..σκέφτηκα. Τότε, χωρίς να χάσω καιρό, άνοιξα το καπάκι του κουτιού και είδα ότι το σάκο τον κρατούσε ένα ξωτικό που έτρεχε. Είχε καφέ μαλλιά με ένα βυσσινί σκούφο στο κεφάλι. Έτρεχε τόσο γρήγορα που εγώ έπεσα κάτω στο χιόνι. Έτσι έψαξα να σε βρω γιατί σκέφτηκα ότι αυτό το ξωτικό μπορεί να ήταν κλέφτης δώρων!

-Δεν ήταν κλέφτης δώρων! Ο Μπουμπούκης ήταν!…είπε φανερά εκνευρισμένος ο Άι-Βασίλης.

-Α! Αυτός; Αυτή η σκανταλιά που έκανε ήταν η πιο χειρότερη από όλες! Καλύτερα να τον απολύσεις για να ησυχάσεις!

-Δεν μπορώ να το κάνω αυτό! Είναι σκανταλιάρης μα έχει και προτερήματα! Όμως δε θα μείνει ατιμώρητος! Κίκα, εσύ πήγαινε να του πεις να έρθει στο γραφείο μου για να του πω κάτι.

Έτσι ο Άι-Βασίλης επέστρεψε στο γραφείο του ενώ η Κίκα πήγε να τον φωνάξει. Η κουκλίτσα έψαξε παντού, σε όλο το εργαστήριο ώσπου τελικά τον βρήκε. Ήταν έξω στο θερμοκήπιό του και πότιζε τα λουλούδια του. Η Κίκα τον πλησίασε και του είπε…:

-Μπουμπούκη, ο Άι-Βασίλης μ’ έστειλε να σου πω ότι θέλει να έρθεις για να σου πει κάτι.

-Τι θέλει να μου πει;..ρώτησε εκείνος.

-Αυτό δεν μπορώ να σου το πω. Πήγαινε και θα μάθεις.

Ο Μπουμπούκης υπάκουσε και πήγε στο γραφείο του Άι-Βασίλη. Όταν μπήκε μέσα παρατήρησε

ότι ήταν σκεφτικός και λυπημένος. Το ξωτικό αναρωτήθηκε τι να του συμβαίνει, χωρίς να σκεφτεί ότι ίσως είχε ανακαλύψει την σκανταλιά που είχε κάνει…

-Με κάλεσες Άγιε-Βασίλη;

-Ναι Μπουμπούκη, κάθισε.

Ο Μπουμπούκης κάθισε και ο Άι-Βασίλης του είπε…:

-Σε κάλεσα επειδή ήθελα να σου πω κάτι σημαντικό! Αφορά τα δώρα. Έμαθα εχθές ότι είχες πάει στο στάβλο όπου βρισκόταν το έλκηθρο μου, έκλεψες το σάκο με τα δώρα και τα έκρυψες. Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό! Τι θα γίνει αν κάποιος τον κλέψει;

-Μην ανησυχείς , τα δώρα τα έκρυψα σε ένα μέρος που κανένας δε μπορεί να τα βρει. Άμα θέλεις μπορείς να έρθεις μαζί μου για να στα δείξω.

-Εντάξει,πάμε.

Έτσι, μπροστά ο Μπουμπούκης, πίσω ο Άι-Βασίλης ξεκίνησαν για το μέρος που ήταν κρυμμένα τα δώρα. Όταν έφτασαν, τι να δουν!! Η λακκούβα που ήταν ο σάκος κρυμμένος ήταν ανοιχτή και τα δώρα είχαν γίνει καπνός!

-Όπως το φαντάστηκα, τα δώρα τα πήραν τα διαβολάκια! Τώρα πάνε τα Χριστούγεννα! Αχ! Τα καημένα τα παιδιά! Θα στεναχωρηθούν πολύ όταν δε θα δούνε τα δώρα τους κάτω από το δέντρο! Αυτή η σκανταλιά που έκανες ήταν η χειρότερη από όλες, γι’ αυτό σου αξίζει μια τιμωρία!

Ο Μπουμπούκης τον άκουγε ξέροντας ότι είχε δίκιο. Άρχισε να στεναχωριέται γι’ αυτό που είχε κάνει και ήθελε να επανορθώσει.

-Έχεις δίκιο Άι-Βασίλη. Αυτό που έκανα ήταν πολύ κακό. Μπορώ όμως να επανορθώσω. Θα πάω στο δάσος των διαβολάκων για να φέρω πίσω τα δώρα.

-Δεν μπορείς να το κάνεις, δεν σου έχω πια εμπιστοσύνη. Εξάλλου ήδη νύχτωσε και δεν έχεις αρκετό χρόνο μέχρι τα μεσάνυχτα…του είπε ο Άι-Βασίλης κοιτώντας τον ουρανό με τ’ άστρα.

-Σε παρακαλώ Άι-Βασίλη. Δώσε μου μια ευκαιρία…τον παρακάλεσε ο Μπουμπούκης, ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του!

-Εντάξει,μπορείς να πας, αλλά να γυρίσεις πριν τα μεσάνυχτα.

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα λόγια του και ο Μπουμπούκης εξαφανίστηκε. Αφού έβαλε το άσπρο παλτό του ξεκίνησε για το δάσος των διαβολάκων. Περπάτησε, περπάτησε για πολλές ώρες γιατί το μέρος αυτό βρισκόταν μακριά. Είχε κουραστεί μα δε κάθισε πουθενά να ξεκουραστεί. Περπατούσε γρήγορα γιατί έπρεπε να φέρει τα δώρα πριν τα μεσάνυχτα. Ο χρόνος περνούσε και ο Μπουμπούκης περπατούσε όλο και πιο γρήγορα. Μετά από κάμποσες ώρες έφτασε στο προορισμό του. Όταν μπήκε μέσα στο δάσος έμεινε έκπληκτος από αυτό που είδε. Το δάσος ήταν διαφορετικό από τα δάση που γνώριζε. Τα δέντρα του δεν είχαν ούτε ένα φύλλο στα κλαδιά τους. Ήταν τόσο μεγάλα που θα έλεγες ότι άγγιζαν τον ουρανό. Το χώμα του δεν είχε χόρτα ούτε ήταν χιονισμένο, ήταν σκέτο άμμο. Έκανε τόση ζέστη που αναγκάστηκε να βγάλει το παλτό του. Διέσχισε όλο το δάσος για να βρει κάποιο διαβολάκι μα δεν βρήκε κανένα. Ξαφνικά, εκεί που ήταν έτοιμος να τα παρατήσει, άκουσε κάτι τσιριχτές φωνές που ερχόταν από μια σπηλιά, πίσω από έναν βράχο.

<<Ας πάω να ρίξω μια ματιά..>>είπε στον εαυτό του.

Όταν μπήκε μέσα είδε κάτι πλασματάκια που χόρευαν γύρω από μια μεγάλη φωτιά. Τα πλασματάκια αυτά είχαν πυκνό τρίχωμα, τόσο πυκνό που έμοιαζαν με τριχωτές μπάλες, είχαν μυτερά αυτιά, κατακόκκινα πεταχτά μάτια, μυτερή ουρά και είχαν κοφτερά δόντια με μια γλωσσάρα που έφτανε μέχρι τα πόδια τους. Ήταν εχθροί του Άι-Βασίλη και ήθελαν να καταστρέψουν τα Χριστούγεννα, για να μπορούν να έρχονται αυτά στον κόσμο των ανθρώπων.

Ήταν άσχημα, τρομαχτικά και κακά. Δεν είχαν πάρει είδηση ότι βρισκόταν κάποιος έξω από την σπηλιά τους και τους παρακολουθούσε.

Ο Μπουμπούκης προχώρησε μπροστά χαιρετώντας τους βάζοντας σε εφαρμογή το σχέδιο του.

-Γεια σας παιδιά!

Τα διαβολάκια σταμάτησαν να χορεύουν και τον κοίταξαν. Το μεγαλύτερο ο αρχηγός τους, τον πλησίασε και τον ρώτησε…:

-Τι θες εσύ εδώ;Δεν είσαι βοηθός του Άι-Βασίλη;

-Ήμουν, μα τώρα όχι πια. Ήρθα γιατί θέλω να είμαι με το μέρος σας.

Τα τέρατα μόλις το άκουσαν αυτό έμειναν άφωνα. Ο Μπουμπούκης συνέχισε…:

-Σίγουρα αναρωτιέστε γιατί παραιτήθηκα ως βοηθός, θα σας πω αμέσως. Λοιπόν, όλοι νομίζουν ότι ο Άι-Βασίλης είναι καλός και γενναιόδωρος, μα στη πραγματικότητα δεν είναι. Είναι ένας ανόητος,

σκληρός και εγωιστής γέρος που δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τεμπελιάζει και να μας διατάζει.

Εμάς μας έχει για σκλάβους του. Όλη τη μέρα μας βάζει να κάνουμε δουλειές χωρίς να μας αφήνει ούτε διάλειμμα να κάνουμε! Ε, λοιπόν βαρέθηκα! Το έσκασα λοιπόν από τα εργαστήριο και ήρθα σε εσάς!

-Καλά λοιπόν, αφού είσαι με το μέρος μας, πες μας ένα τρόπο για το πως θα νικήσουμε τον εχθρό μας…του είπε ο αρχηγός τους.

-Ξέρω έναν τρόπο, μα πρέπει πρώτα να μου δώσετε τον σάκο που κλέψατε από τον Άγιο-Βασίλη.

-Γιατί;

-Γιατί αν δεν μου το δώσετε δεν θα σας πω τίποτα…Τότε ο αρχηγός έκανε νόημα στους άλλους να φέρουν τον κλεμμένο σάκο. Μόλις του τον έδωσαν τους είπε…:

-Ωραία, τώρα μπορώ να σας πω. Γνωρίζω ότι μέσα σε μια σπηλιά, στην άκρη του Βόρειου Πόλου, υπάρχει μέσα μια μαγεία, τόσο δυνατή που αν τη χρησιμοποιήσουμε θα νικήσουμε τον Άγιο-Βασίλη. Το μόνο κακό είναι ότι είναι μακριά.

-Μην ανησυχείς γι’ αυτό, με το γρήγορο τεράστιο έλκηθρο μας θα φτάσουμε στη σπηλιά σε χρόνο μηδέν. Βγάλτε το έλκηθρο παιδιά!…φώναξε ο αρχηγός τους. Τα διαβολάκια το έφεραν αμέσως και αφού ανέβηκαν μαζί με το ξωτικό έφτασαν στην άκρη του Βόρειου Πόλου σε δυο λεπτά. Ο ήρωας μας, τους οδήγησε στη σπηλιά που τους έλεγε και τους είπε :

-Να! Αυτή είναι η σπήλια που σας έλεγα! Περάστε εσείς πρώτοι!

Τα διαβολάκια χαρούμενα μπήκαν μέσα χορεύοντας και κάνοντας αστεία το ένα στο άλλο. Όταν

βεβαιώθηκε ότι όλα μπήκαν μέσα στη σπηλιά έσπρωξε με όλη του τη δύναμη το βράχο που ήταν εκεί δίπλα και την έκλεισε! Τώρα τα διαβολάκια θα έμεναν κλεισμένα εκεί για πάντα και δε θα ξαναενοχλούσαν κανένα !

-Ωχ! Πέρασε η ώρα, ήδη πλησιάζει μεσάνυχτα! Πρέπει να φύγω!…ξεφώνισε ο Μπουμπούκης κοιτάζοντας το ρολόι του. Ανέβηκε αμέσως στο τεράστιο έλκηθρο και κρατώντας σφικτά το σάκο με τα δώρα έφτασε στο εργαστήριο πολύ γρήγορα. Ο Άι-Βασίλης μαζί με τα υπόλοιπα ξωτικά τον υποδέχτηκαν με γέλια και χαρές! Ο Μπουμπούκης κατέβηκε από το έλκηθρο παρέδωσε στον Άι-Βασίλη τα δώρα και του είπε…:

-Άγιε-Βασίλη, σου υπόσχομαι πως άλλη φορά δεν θα ξανακλέψω πράγματα και θα είμαι ένας καλός βοηθός όπως τους άλλους.

-Χαίρομαι που κατάλαβες το λάθος σου. Έφερες τα δώρα στην κατάλληλη ώρα . Τώρα πρέπει να φύγω, γεια σας καλά μου ξωτικά!….τους είπε ο Άι-Βασίλης ανεβαίνοντας στο έλκηθρο του.

-Γεια σου, Άι-Βασίλη! Καλή παράδοση των δώρων!…του φώναξαν όλα μαζί τα ξωτικά!

Ο Άγιος-Βασίλης έφυγε για να παραδώσει τα δώρα του, ευχαριστημένος που ο βοηθός του πήρε το μάθημά του. Πίσω στο εργαστήριο τα ξωτικά έκαναν ένα πάρτι για τον Μπουμπούκη. Όλοι πέρασαν υπέροχα! Χόρεψαν, τραγούδησαν, έπαιξαν διάφορα παιχνίδια , έφαγαν γαριδάκια, πατατάκια, μελομακάρονα και χίλια δυο άλλα καλούδια. Ο Μπουμπούκης έκανε πολλούς φίλους και τους ζήτησε συγνώμη που όλο τους πείραζε!

-Δε πειράζει φίλε μας. Περασμένα ξεχασμένα! Έλα ας συνεχίσουμε τη διασκέδαση!

Το πάρτι κράτησε μέχρι αργά. Όταν τελείωσε τα ξωτικά καθάρισαν τον χώρο και έπεσαν να κοιμηθούν. Ο πρωταγωνιστής μας, όταν έπεσε στο κρεβάτι του σκεφτόταν όλα όσα συνέβησαν και μια ευτυχία ένοιωσε μέσα του. Ορκίστηκε στον εαυτό του ότι δε θα ξαναέκανε καμία σκανταλιά και κλείνοντας τα μάτια του αποκοιμήθηκε γλυκά!

Ο Μπουμπούκης τήρησε την υπόσχεσή του, έγινε ένα καλό ξωτικό και έζησε μαζί με τον Άγιο-Βασίλη και τους φίλους του ευτυχισμένος για πάντα!

ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ

ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ.

Το πάθημα της κατσίκας.

Το πάθημα της κατσίκας.

Πριν πολλά χρόνια ένα κοπάδι από κατσίκες έβοσκε σε ένα καταπράσινο λιβάδι. Ανάμεσα στα ζώα ήταν και μία κατσίκα περίεργη και ζωηρή. Η περιέργειά της την απομάκρυνε από το κοπάδι και βρέθηκε μόνη ανάμεσα σε πυκνούς θάμνους.

Ξαφνικά από το πουθενά εμφανίστηκε ένας λύκος. Η κατσίκα τρόμαξε τόσο πολύ, που έμεινε ακίνητη, γιατί είχαν παραλύσει τα πόδια της. Φοβήθηκε πως ήρθε το τέλος της. Νόμισε ότι ο λύκος θα την έκανε μια μπουκιά.

Προς μεγάλη της έκπληξη ο λύκος δεν κουνήθηκε από την θέση του, αντίθετα της είπε ευγενικά…:

-Καλησπέρα σας, όμορφή μου κατσικούλα.

Η κατσίκα δεν του απάντησε ήταν τόσο φοβισμένη που μιλιά δεν έβγαινε από το στόμα της και ο λύκος συνέχισε…

-Δε θα σας κάνω κακό, είμαι διαφορετικός από τους άλλους λύκους. Είμαι καλός, φιλικός και δε μου αρέσει να τρομάζω τα άλλα ζώα. Όλοι τρέχουν μακριά μου όταν τους πλησιάζω. Τι λέτε; Θέλετε να γίνετε φίλη μου;

-Φυσικά και θα ήθελα…του είπε η κατσίκα που συνήλθε από την τρομάρα της.

-Τέλεια ας πάμε στη σπηλιά μου να το γιορτάσουμε!

-Καλή ιδέα, ας πάμε…είπε η κατσικούλα.

Έτσι λοιπόν μπροστά ο λύκος πίσω η κατσίκα πήραν το δρόμο για τη σπηλιά του λύκου. Όταν έφτασαν εκεί ο λύκος της είπε…:

-Άνοιξε την πέτρα που έχω για πόρτα και ας μπούμε μέσα.

Η κατσίκα τον υπάκουσε. Μόλις μπήκαν μέσα ο λύκος έκλεισε την είσοδο και της είπε…:

-Χα χα! Ανόητο κατσικάκι! Πίστεψες ότι αυτό που σου είπα ήταν αλήθεια; Σου είπα ψέματα για να σε φέρω στη σπηλιά μου και να σε φάω.

Η καημένη η κατσίκα τρόμαξε και άρχισε να τρέχει σαν τρελή μέσα στη σπηλιά. Ο λύκος δεν άργησε να τη πιάσει με τα μυτερά του νύχια. Για καλή της τύχη εκείνη την ώρα περνούσαν από έξω οι δυο βοσκοί του κοπαδιού και άκουσαν την κατσίκα που φώναζε δυνατά και φοβισμένα! Χωρίς να χάσουν καιρό άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα. Πριν προλάβει να αντιδράσει ο λύκος τον πυροβόλησαν και το σκότωσαν! Οι βοσκοί πήραν την κατσίκα τους και επέστρεψαν στο κοπάδι.

Αυτή σε όλο το δρόμο σκεφτόταν την περιπέτειά της και υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι από εδώ και πέρα θα ήταν πιο προσεχτική.

ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ

ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ.

H Υγεία και η Αρρώστια.

Η Υγεία και η Αρρώστια.

Στα πολύ παλιά τα χρόνια, τότε που υπήρχε η μαγεία στον κόσμο, ζούσε σε ένα ασημένιο παλάτι σε σύννεφα της βροχής και της ομίχλης ένας θεός, ο Κίντος. Αυτός ο θεός ήταν πιο δυνατός από όλους. Ήταν ο αρχηγός τους και άρχοντας σε ένα ορεινό χωριό. Επειδή ήταν καλός και έξυπνος όλοι τον σέβονταν. Ζούσε ευτυχισμένος μαζί με την γυναίκα του την Αρεούλα, τη θεά των ανέμων και τις δυο του κόρες, την Υγεία και την Αρρώστια. Η Υγεία ήταν μια κοπέλα με ξανθά μαλλιά, γαλανά μάτια και φορούσε έναν απλό γαλάζιο χιτώνα. Ήταν έξυπνη, καλή, χαρούμενη, φιλική και πάντα είχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της. Η Αρρώστια είχε καφέ πυκνά μαλλιά και πράσινα μάτια. Φορούσε έναν άσπρο χιτώνα και είχε τυλιγμένο στο λαιμό της ένα κασκόλ. Ήταν

γκρινιάρα, ζηλιάρα, κακιά, πολύ αδύνατη και είχε πάντα κόκκινα σπυράκια στο πρόσωπό της.

Ο Κίντος αγαπούσε πολύ τις κόρες του. Μια μέρα τις κάλεσε στο γραφείο του και τις είπε…:

Κόρες μου αγαπημένες, όπως ξέρετε, κάθε χρόνο οι άνθρωποι του χωριού επιλέγουν κάποιον για να είναι άρχοντάς τους. Εμένα με επέλεξαν και τώρα πέρασε η σειρά μου. Θέλω λοιπόν να πάτε το απόγευμα εκεί για να αποφασίσουν πια από εσάς θα γίνει η νέα αρχόντισσα. Εγώ θα κυβερνήσω άλλο χωριό.

-Εντάξει πατέρα... απάντησαν τα κορίτσια.

Εκείνο το απόγευμα, στο κέντρο του χωριού είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Εκεί διάλεγαν κάθε χρόνο το νέο άρχοντα. Πάνω στη σκηνή καθόταν ο θεϊκός γραμματικός, αυτός που μετρούσε τα χαρτιά

και προσπαθούσε να κάνει το κοινό να ηρεμήσει. Όλοι ανυπομονούσαν να έρθει ο Κίντος! Μετά από δύο λεπτά η θεϊκή άμαξα έφτασε, από μέσα της βγήκε ο αρχηγός των θεών με τη γυναίκα του και τις κόρες του. Αφού ανέβηκε στη σκηνή, πήρε το μικρόφωνο και είπε στο κοινό…:

-Κυρίες και κύριοι, σας ευχαριστώ που ήρθατε και φέτος. Αυτή τη φορά μία από τις θυγατέρες μου θα γίνει η αρχόντισσά σας. Τα χαρτιά που σας έδωσε ο θεϊκός γραμματικός είναι γαλάζια και κόκκινα.

Άμα θέλετε να κερδίσει η Αρρώστια βάλτε το κόκκινο κι άμα θέλετε η Υγεία να βάλετε το γαλάζιο χαρτί στο κουτί. Αυτά ήθελα να σας πω, τώρα ας αρχίσει η κλήρωση!

Πρώτη ανέβηκε στη σκηνή η Αρρώστια πήρε το μικρόφωνο και αφού ξερόβηξε δύο φορές είπε στον κόσμο…:

-Άμα διαλέξετε εμένα θα κάνω τη ζωή σας πιο εύκολη. Θα σας κάνω να βγάζετε χρήματα χωρίς να κουράζεστε και θα σας δώσω μαγικούς σπόρους που θα φυτρώνουν μόνοι τους και πολλά άλλα καλά να έχετε. Σας υπόσχομαι πως θα κάνω τα πάντα για την καλοπέρασή σας !

Αυτά είπε η Αρρώστια και κατέβηκε από τη σκηνή. Τώρα ήρθε η σειρά της Υγείας και αφού ανέβηκε στη σκηνή είπε…:

-Άμα διαλέξετε εμένα θα σας κάνω το χωριό του εμπορίου. Αυτά που θα σας πω να κάνετε, θα είναι δύσκολα και κοπιαστικά. Όμως να ξέρετε, με κόπο καταφέρνει κάποιος αυτό που πραγματικά θέλει. Αυτά είχα να σας πω….αυτά είπε η Υγεία και κατέβηκε από τη σκηνή.

Σε λίγο ο θεϊκός γραμματικός πέρασε από όλο τον κόσμο να μαζέψει τα χαρτάκια που τους έδωσε πιο πριν και αφού τα μέτρησε τους ανακοίνωσε την νέα αρχόντισσα που ήταν… η Υγεία!

Πόσο χάρηκε η Υγεία μόλις το άκουσε αυτό! Για να το γιορτάσουν, όπως κάνουν κάθε χρόνο οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή. Όλοι ήταν πολύ ευτυχισμένοι εκτός από την Αρρώστια. Θύμωσε που τελικά δεν έγινε αυτή η αρχόντισσα. Ήταν τόσο ο θυμός της που άρχισε να τρέχει στο δάσος.

Έτρεχε, έτρεχε ώσπου στο τέλος κουράστηκε και κάθισε στα χόρτα. Η νύχτα ήταν ήσυχη, ο ουρανός καθαρός και τα αστέρια του λαμπύριζαν σαν μικρά διαμάντια. Το φεγγάρι ολοστρόγγυλο καθρεφτίζονταν πάνω στη λίμνη μπροστά της…

-Γιατί είχε περισσότερα χαρτιά η αδερφή μου; Εγώ έπρεπε να γινόμουν αρχόντισσα!!Με τη φασαρία δε θα καταφέρω τίποτα. Πρέπει να σκεφτώ έναν τρόπο για να πάρω τη θέση της. Χμ…να παρακαλέσω το μπαμπά; Όχι. Να πω στην αδερφή μου να μου δώσει τη θέση της; Όχι…Όσο κι αν έσπαγε το κεφάλι της η Αρρώστια δεν έβρισκε κανένα τρόπο. Έπειτα από πολλές ώρες σκέψεις βρήκε μια ιδέα…:

-Το βρήκα! Θα λέω για την αδερφή μου ψέματα και συκοφαντίες στους χωρικούς! Τότε θα κάνουν εμένα αρχόντισσα! Χα, χα ,χα!!

Τόσο πολύ χάρηκε που άρχισε να πηδάει στη λίμνη και να πετάει νερά παντού φωνάζοντας δυνατά! Χάλασε τον κόσμο από τις φωνές της!

Η Αρρώστια άφησε λοιπόν να περάσουν μερικές μέρες και έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο της. Μεταμφιέστηκε σε απλό χωρικό, κατέβηκε στο χωριό και άρχισε να φωνάζει δυνατά λέγοντας…:

-Ακούσατε , ακούσατε, η αρχόντισσά μας όλα όσα μας είπε ήταν ψέματα! Δε θα μας κάνει το χωριό του εμπορίου, θα μας τυραννήσει!

Όσοι την άκουσαν την πίστεψαν, ειδοποίησαν τους άλλους χωρικούς και το απόγευμα όλοι μαζεύτηκαν στην άκρη του χωριού φωνάζοντας…:

-Μας πρόδωσες! Ψεύτρα! Νομίζεις ότι είμαστε δούλοι σου;

Ψηλά στον ουρανό, η Υγεία άκουσε αυτές τις φωνές, έτσι ανέβηκε στον πήγασό της για να πάει να δει τι συνέβη.

-Μπορείτε να μου πείτε σας παρακαλώ τι συμβαίνει;…ρώτησε.

-Μας είπες ψέματα! Θα μας κάνεις σκλάβους σου!…της είπε ένας θυμωμένος χωρικός.

-Όχι ποτέ δε θα το έκανα αυτό! Δε θέλω να γίνετε σκλάβοι μου, μόνο το καλό σας θέλω. Θυμάστε τότε που στην κλήρωση σας είπα ότι θα σας έκανα το χωριό του εμπορίου; Το είπα γιατί θέλω να γίνετε πλούσιοι πουλώντας καλά εμπορεύματα έτσι ώστε να περνάτε καλά με τις οικογένειες σας.

-Ααα! Εντάξει τότε… είπαν οι χωρικοί και ο καθένας γύρισε στη δουλειά του.

Η Αρρώστια που τους παρακολουθούσε όλη την ώρα που μιλούσαν απογοητεύτηκε… :

-Ωχ όχι! Απέτυχε το σχέδιο μου! Δεν πειράζει όμως, έχω ένα άλλο που είμαι σίγουρη πως θα πετύχει.

Την επόμενη μέρα η Υγεία έστειλε οχτώ πλοιάρχους με τα καράβια τους και το προσωπικό τους να μεταφέρουν σε ένα νησί και να πουλήσουν διάφορα εμπορεύματα που τα προμηθεύτηκαν από την Κρητέα, την Μίχονα, την Πετήνα και την Κιναζία. Η Αρρώστια σκέφτηκε να το εκμεταλλευτεί αυτό για να την κατηγορήσει και κατέστρωσε το πονηρό σχέδιό της. Πήγε στο σπίτι της και έγραψε αρκετές εφημερίδες. Μεταμφιέστηκε σε εφημεριδοπώλη και πήγε στο χωριό πουλώντας τις , οι οποίες έλεγαν…: <<Αγαπητοί συμπολίτες, η αρχόντισσα μας δεν έστειλε τους πλοιάρχους με τα πλοία τους και το πλήρωμα τους για να πουλήσουν τα εμπορεύματα αλλά για να τους σκοτώσουν σε ένα νησί και να κλέψουν τα εμπορεύματα που κουβαλούν! Το ήξεραν αυτό αλλά αυτή η αρχόντισσα τους απείλησε πως αν αρνηθούν θα σκότωνε τις οικογένειες τους!>>

Θύμωσαν πάρα πολύ οι άνθρωποι όταν τις διάβασαν! Μαζεύτηκαν πάλι στην άκρη του χωριού και άρχισαν ξανά να φωνάζουν. Η Υγεία κατέβηκε στο χωριό για να δει και πάλι τι είχε συμβεί. Τότε όλοι άρχισαν να φωνάζουν θυμωμένοι…:

-Έστειλες τους πλοιάρχους με το πλήρωμα τους για να τους σκοτώσουν και να τους κλέψουν!

-Εγώ τους έστειλα για να τους σκοτώσουν και να τους κλέψουν; Ποιος σας το είπε αυτό;

-Το λένε οι εφημερίδες… της απάντησε ένας και της έδωσε μια εφημερίδα. Η Υγεία την πήρε, την έριξε μια ματιά και τους είπε…:

-Καλά, δε καταλάβατε ότι αυτές οι εφημερίδες γράφουν ψέματα; Φαίνεται πως υπάρχει κάποιος που με κατηγορεί για να μου πάρει το θρόνο! Εσείς να μη τα πιστεύετε αυτά και να μην τα δίνετε σημασία, εντάξει;

-Εντάξει…απάντησαν οι καλοί χωρικοί που τα κατάλαβαν όλα. Έτσι όσα σχέδια κι αν έκανε η Αρρώστια απέτυχαν όλα! Αναγκάστηκε να τα παρατήσει και νευριασμένη κλείστηκε στο δωμάτιό της χωρίς να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Νευρίασε τόσο με την αδερφή της όσο και με τους χωρικούς. Όμως όπως ήταν κλεισμένη στο δωμάτιο της και θυμωμένη αυτή τη φορά με όλους μια σατανική ιδέα της ήρθε! Τι έκανε λοιπόν;

Τα μεσάνυχτα, μάζεψε όλα τα γλυκά του χωριού και έριξε σε αυτά ένα μαγικό φίλτρο,που το είχε φτιάξει η ίδια βάζοντας μέσα όλη την κακία της! Τώρα όποιος έτρωγε από αυτά θα δημιουργούταν στον οργανισμό του πολλά προβλήματα, που η ίδια τα ονόμασε αρρώστιες!

Έτσι και έγινε! Από την άλλη μέρα όσοι έτρωγαν άρχισαν να έχουν προβλήματα και να ταλαιπωρούνται από τις αρρώστιες . Είχαν απελπιστεί!Αν δεν γινόταν κάτι γρήγορα όλοι θα πέθαιναν!

Στα παλάτι του Κίντου η Υγεία προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο για να τους γλυτώσει! Όλη τη μέρα ήταν στο εργαστήριο της κάνοντας πειράματα. Όσο όμως και αν προσπαθούσε δεν κατάφερνε τίποτα! Περνούσαν οι μέρες, περνούσαν οι εβδομάδες μα η κοπέλα δεν τα παρατούσε ώσπου στο τέλος βρήκε τρόπους για να τους βοηθήσει και να τους προστατέψει. Χωρίς να χάσει καιρό τους συγκέντρωσε όλους στην πλατεία και τους είπε…:

-Καλοί μου φίλοι, γνωρίζω τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζετε, δυστυχώς θα υπάρχουν για πάντα! Βρήκα όμως τρόπους και θα σας δώσω και οδηγίες για να γίνεστε καλά. Αντί για γλυκά να τρώτε φρούτα, να πλένετε συχνά τα χέρια σας και να γυμνάζεστε! Σας δίνω και μερικά μπουκαλάκια με υγρό που έφτιαξα η ίδια και τα ονόμασα φάρμακα, για να γίνετε καλά και να σταματήσετε να υποφέρετε!

Αυτά τους είπε και γύρισε στο παλάτι της. Από εκείνη τη στιγμή οι χωρικοί παίρνοντας τα φάρμακα που τους έδωσε άρχισαν να γίνονται καλά και ό,τι τους τύχαινε ακολουθούσαν τις συμβουλές της αρχόντισσας και ξεπερνούσαν τα προβλήματά τους. Όσο για την Αρρώστια, έσκασε από το κακό της!!

Λίγα χρόνια μετά, όταν οι δυο κοπέλες έφτασαν σε ηλικία γάμου ο πατέρας τους τις πάντρεψε με δύο καλούς και πανέμορφους θεούς. Έκαναν μάλιστα και παιδιά.

Η Υγεία, γέννησε δυο παιδιά. Τη Διατροφή και τον Αθλητισμό, ενώ η Αρρώστια γέννησε μια κόρη την Ίωση . Η κάθε μια τους έχει μέχρι σήμερα ένα διαφορετικό σκοπό και ρόλο…:

H Υγεία με τα παιδιά της έχουν σκοπό να μας κάνουν χαρούμενους και υγιείς. Η Αρρώστια με την κόρη της έχουν σκοπό να μας κάνουν δυστυχισμένους και να μας ταλαιπωρούν!!!

ΨΕΜΑΤΑ ή ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΤΣΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ..

Previous Older Entries